Ντιλ επιχειρήσεων και μάλιστα με παρασκήνια …. Βυζαντίου!
Μόνο έτσι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την περιβόητη συμφωνία πρωθυπουργού κι αρχιεπισκόπου. Με μπόλικη πονηριά, αφού η μεταφορά σχεδόν δέκα χιλιάδων κληρικών εκτός δημοσίου συστήματος μισθοδοσίας , που ούτως ή άλλως όμως θ’ αμείβονται από κρατική επιχορήγηση, μικραίνει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων στα χαρτιά κι ανοίγει τον δρόμο για νέες χιλιάδες προσλήψεις εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Ως προς το προς το θέμα της περιουσίας η συμφωνία προβλέπει τη σύσταση κοινής εταιρείας Δημοσίου Εκκλησίας, (στη βάση της συμφωνίας όπου είχε νομοθετηθεί ήδη από το 2013 από τη συμφωνία Σαμαρά – Ιερώνυμου και είχε παγώσει το 2015 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε για διαχωρισμό κράτους κι εκκλησίας), όπου θα ενταχθούν οι αμφισβητούμενες εκτάσεις και οποιοδήποτε τμήμα της περιουσίας επιθυμεί η ίδια η Εκκλησία και οι Μητροπόλεις. Γεγονός το οποίο επιτρέπει στην Εκκλησία να μεταφέρει και τμήματα που είναι ζημιογόνα επιμερίζοντας το κόστος με το κράτος.
Η συμφωνία αποτελεί μια οικονομική συμφωνία που μεταφέρει στην Ελλάδα το γερμανικό μοντέλο που αφορά στη σχέση του κράτους με την Εκκλησία. Είναι το μοντέλο για το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος δήλωσε τη Δευτέρα πως για τον ίδιο είναι αποδεκτό και ενδεχομένως είναι αυτό για το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας έκανε λόγο περί θρησκευτικής ουδετερότητας.
Εν τούτοις προκύπτουν σοβαροί προβληματισμοί.
Πώς είναι δυνατόν, επί παραδείγματι, από τη συγκεκριμένη συμφωνία να μένει εκτός συζήτησης το Πατριαρχείο; Με το οποίο η ελληνική εκκλησία έχει κακές ή έστω παγωμένες σχέσεις; Και στο οποίο ανήκουν οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών (Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη και νησιά του Β. Αιγαίου), το Άγιο Όρος, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη;
Πώς γίνεται από τη μια να περιμένουμε και ν’ απαιτούμε σεβασμό από το τουρκικό κράτος προς το πατριαρχείο και την ίδια ώρα να κανονίζουμε τα του Πατριαρχείου χωρίς αυτό;
Ένα ακόμη ερώτημα είναι πώς δίνεται το κονδύλι της μισθοδοσίας στην ηγεσία της εκκλησίας χωρίς να είναι γνωστό πόσοι είναι οι μισθοδοτούμενοι ιερείς ή τα αμφισβητούμενα ακίνητα της εκκλησίας αφού δεν υπάρχει καταγραφή;
Έναντι αυτού του δώρου του αρχιεπισκόπου στον προνομιακά προστατευόμενό του πρωθυπουργό ο Ιερώνυμος παίρνει και με τη βούλα του κράτους την αναγνώριση της περιουσίας που κατέχει μέχρι σήμερα η εκκλησία, αλλά και τη ρητή ανανέωση της αναγνώρισης ότι η απαλλοτρίωση της που έγινε μέχρι το 1939 ήταν οικονομικά σε βάρος της εκκλησίας. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό στο μέλλον. Η δε εκκλησία έλαβε τη διαβεβαίωση ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση (που είναι αμφίβολο αν θα γίνει) θα διατηρήσει το προνόμιό της να αναφέρεται η ορθόδοξη θρησκεία σε προνομιακή θέση σε σχέση με τις άλλες που υπάρχουν στη χώρα.
Να πούμε κάτι ακόμη. Η θρησκευτική ουδετερότητα που είπε ο πρωθυπουργός ότι θα περάσει στο υπό αναθεώρηση Σύνταγμα είναι ήδη κατοχυρωμένη σ’ αυτό που ισχύει. Άρα πρόκειται περί άλλου ενός πυροτεχνήματος.
Κι αυτή η κατοχυρωμένη ουδετερότητα φάσκει κι αντιφάσκει στο ίδιο το σύνταγμα. Το έχουμε επισημάνει επανειλημμένως. Από τη μια το Σύνταγμα αναφέρει αυτή την θρησκευτική ουδετερότητα αλλά από την άλλη ξεκινά αναφέροντας το περίφημο «Eις τo όνoμα της Αγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς». Που μπλέκει τα μάλα την ουδετερότητα.
Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν. Το Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος όλων των Ελλήνων (είτε πιστεύουν στην Αγία Τριάδα, είτε όχι) και επιπλέον τα Συντάγματα φτιάχνονται στο όνομα του Λαού για τους Πολίτες και όχι στο όνομα κάποιας μεταφυσικής οντότητας. Κι όποιος μπορεί να το καταλάβει χωρίς φανατισμούς και κραυγές ας το καταλάβει.
Κάτι ακόμη. Το οποίο δεν γνωρίζουν οι πολλοί όπως δεν γνωρίζουν πολλά από την ελληνική ιστορία. Μας λένε και το ακούμε συστηματικά, ότι το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
Είναι ψευδές. Η αλήθεια είναι ότι το 1945 προβλέφθηκε για πρώτη φορά η μισθοδοσία των εφημέριων από το Δημόσιο (Α.Ν. 536/1945). Σε αντιστάθμισμα της δαπάνης αυτής επιβλήθηκε με τον ίδιο νόμο η υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο. Επιπλέον, συμφωνήθηκε, σε πιο απλουστευμένη μορφή, κάτι σαν το Γερμανικό ουδετερόθρησκο σύστημα, αυτό που ενέκρινε με τις δηλώσεις του προχθές ο Αρχιεπίσκοπος. Εκεί, στη Γερμανία, οι πιστοί κάθε δόγματος συμπληρώνουν στην φορολογική τους δήλωση το θρήσκευμα τους κι ένα ποσοστό των φόρων που πληρώνουν πηγαίνουν για την λειτουργία της εκκλησίας που επιλέγουν. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από το να πληρώνουν άπαντες -πιστοί και μη, αλλόπιστοι και άθεοι- 200 εκατομμύρια ετησίως, δίχως να έχουν ερωτηθεί.
Αλλά ακόμη και το μύθευμα «μισθοδοσία αντί περιουσίας» πάσχει πολλαπλώς.
- Το κράτος πληρώνει τους ιερείς επί 73 χρόνια. Έδωσε δηλαδή μέχρι σήμερα, με σημερινές τιμές, περί τα 15 δισ. ευρώ. Πόση επιτέλους είναι αυτή εκκλησιαστική περιουσία, κλάσμα της οποίας το κράτος «απέκτησε έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της»; Κανείς δεν ερώτησε, ούτε μέτρησε. Θα συμφωνήσουμε ότι για την εκκλησία ισχύει το «Πίστευε και μη Ερεύνα». Αλλά αυτό δεν μπορεί να ισχύει για την Πολιτεία και το κράτος.
- Πόθεν αυτή η ατράνταχτη περιουσία; Σε αυτό η Εκκλησία μάς σέρνει στα τρίσβαθα της ιστορίας δηλώνοντας ότι ήταν δωρεές με χρυσόβουλα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και Οθωμανών Σουλτάνων. Έτσι είναι, αλλά οι αυτοκράτορες και οι Σουλτάνοι δεν την είχαν από τον πατέρα τους. Την δήμευαν δια των όπλων για να την δώσουν στους υποτακτικούς τους. Βεβαίως, θα πουν κάποιοι, ότι «ήταν άλλες οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις εκείνης της εποχής».
Ακριβώς το ίδιο λέμε και συμπληρώνουμε κι εμείς. Ότι, αυτές οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις άλλαξαν με τις μεγάλες επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Μια εκ των οποίων ήταν η ελληνική του 1821…