

Για περισσότερο από μια δεκαετία, η Χαμάς μπορούσε να υπολογίζει σε δύο βασικούς πυλώνες στήριξης: την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το Κατάρ, που λειτουργούσε ως οικονομικός και διπλωματικός της σωλήνας οξυγόνου. Οι δύο χώρες αποτέλεσαν τη στήριξη της τρομοκρατικής οργάνωσης απέναντι στη Δύση και στη διατήρηση ενός αντιδυτικού και αντιαμερικανικού, αφηγήματος.
Όμως η πραγματικότητα της διετίας που πέρασε ανέτρεψε το τοπίο. Ο παρατεταμένος πόλεμος, η απόλυτη φθορά της Χαμάς και οι ανατροπές στη διεθνή σκηνή ανάγκασαν ακόμη και τους πιο στενούς συμμάχους της να αναθεωρήσουν τη στάση τους.
Η Τουρκία και το Κατάρ, δύο κράτη που οικοδόμησαν την επιρροή τους προβάλλοντας τη στήριξη στους Παλαιστινίους, σύρθηκαν πλέον –όχι επέλεξαν– να ευθυγραμμιστούν με τη στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Τζο Μπάιντεν και ολοκληρώθηκε μεθοδικά από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Από τη ρητορική αντίστασης στη συναίνεση
Η μεταστροφή αυτή δεν προέκυψε τυχαία. Οικονομικές πιέσεις, γεωπολιτικές ανακατατάξεις και η ανάγκη των δύο χωρών να διασφαλίσουν τη θέση τους στη μεταπολεμική Μέση Ανατολή, λειτούργησαν ως καταλύτης.
Η Άγκυρα, εγκλωβισμένη ανάμεσα στις φιλοϊσλαμικές της αναφορές και στην ανάγκη αποκατάστασης σχέσεων με την Ουάσιγκτον, επέλεξε να «συμμετάσχει» στη νέα διπλωματική εξίσωση. Η Ντόχα, παρά την παραδοσιακή της υποστήριξη προς τη Χαμάς, βρέθηκε κι εκείνη υπό έντονη αμερικανική πίεση, με το καθεστώς του σεΐχη Αλ Θάνι. Διαφορετικά το Κατάρ, θα διακινδύνευε την οικονομική του ασφάλεια και την περιφερειακή του εικόνα αν συνέχιζε να καλύπτει την οργάνωση.
Έτσι, όταν ο Τραμπ παρουσίασε το σχέδιο των «20 σημείων» — μια συνέχεια και ουσιαστική ολοκλήρωση του αμερικανικού σχεδίου Μπάιντεν για τη σταθεροποίηση της περιοχής — η Τουρκία και το Κατάρ δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να στηρίξουν τη γραμμή. Οι ηγεσίες τους μετατράπηκαν σε πιεστικούς μεσολαβητές προς τη Χαμάς, απαιτώντας την απελευθέρωση των ομήρων και την αποδοχή μιας εκεχειρίας με όρους που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδιανόητοι.
Η Χαμάς χωρίς στηρίγματα
Η οργάνωση, αποδεκατισμένη στρατιωτικά και πολιτικά, βρέθηκε ξαφνικά χωρίς τα στηρίγματα που τη συντηρούσαν επί δεκαετίες. Οι άλλοτε σύμμαχοί της μιλούσαν πλέον με τη φωνή της Ουάσιγκτον.
Για πρώτη φορά, όλοι οι περιφερειακοί εταίροι, ακόμη και οι πιο φιλικοί προς τη Χαμάς, της έθεσαν ξεκάθαρα το δίλημμα: ή απελευθερώνεις τους ομήρους και δέχεσαι τη διεθνή επιτήρηση στη Γάζα, ή μένεις μόνη, εκτός παιχνιδιού και χωρίς διεθνή νομιμοποίηση.
Η απομόνωση ήταν πλήρης. Και όσο ο Τραμπ επανέφερε τη ρητορική της «σκληρής ειρήνης» — με τη συμμετοχή ακόμη και ευρωπαίων μεσολαβητών όπως ο Τόνι Μπλερ — η Χαμάς υποχρεώθηκε να υποχωρήσει. Η απελευθέρωση των ομήρων αποτέλεσε την αναγκαία υποχώρηση για την πολιτική της επιβίωση.
Νέοι συσχετισμοί στη Μέση Ανατολή
Η στροφή Τουρκίας και Κατάρ δεν είναι μόνο πλήγμα για τη Χαμάς, αποτελεί μήνυμα προς ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Οι χώρες που κάποτε διαπραγματεύονταν μεταξύ Δύσης και Ανατολής — διατηρώντας ισορροπίες με το Ιράν, την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα — φαίνεται πως εγκαταλείπουν τη διπλωματική «γκρίζα ζώνη» και επιστρέφουν σε μια πιο σαφή, αμερικανική τροχιά.
Αυτό το γεγονός, καθιστά το Ιράν ακόμη πιο απομονωμένο. Η Τεχεράνη χάνει σταδιακά τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως προστάτης του παλαιστινιακού αγώνα, την ώρα που οι δορυφόροι της (Χεζμπολάχ, Χούθι κ.ά.) αντιμετωπίζουν επίσης διεθνή πίεση. Η μετατόπιση Τουρκίας και Κατάρ περιορίζει τον «διάδρομο επιρροής» του Ιράν και ενισχύει το μέτωπο Σαουδικής Αραβίας – Ηνωμένων Πολιτειών, που επανακάμπτει ως άξονας σταθερότητας.
Στη Γάζα, οι εξελίξεις αυτές ανοίγουν τον δρόμο για μια νέα μορφή διακυβέρνησης, πιθανότατα υπό διεθνή επιτήρηση και με περιορισμένη παλαιστινιακή αυτονομία. Η Χαμάς ίσως διατηρήσει κάποια παρουσία, αλλά όχι τον ρόλο που είχε. Το κενό θα το καλύψουν τεχνοκράτες και μετριοπαθείς παράγοντες που προωθούν οι ΗΠΑ και οι αραβικοί μεσολαβητές.
Το τέλος μιας εποχής
Η στάση Τουρκίας και Κατάρ συμβολίζει κάτι βαθύτερο: το τέλος μιας ολόκληρης εποχής όπου η ισλαμική αλληλεγγύη μπορούσε να υπερισχύει της γεωπολιτικής λογικής. Οι δύο χώρες δεν εγκατέλειψαν απλώς τη Χαμάς, απενδύθηκαν από ένα αφήγημα που οι ίδιες οικοδόμησαν, επιλέγοντας τη σταθερότητα έναντι της ιδεολογίας.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Τραμπ, η εξέλιξη αυτή αποτελεί σημαντική διπλωματική νίκη. Για τη Χαμάς, είναι η πιο βαθιά ήττα μετά την καταστροφή της Γάζας. Και για τη Μέση Ανατολή, ίσως η αρχή μιας νέας τάξης πραγμάτων — με λιγότερες ρητορικές αντιπαραθέσεις και περισσότερη αμερικανική επιτήρηση.
Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η στροφή της Άγκυρας και της Ντόχα δεν ήταν επιλογή. Ήταν επιβολή.












