Η αναγνώριση της Μακεδονικής γλώσσας – Γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Σκυλάκης

Δεν έχουν κοπάσει οι πανηγυρισμοί των απανταχού Σκοπιανών λόγω της απόρριψης από το Πρωτοδικείο Φλώρινας (Λέριν κατά τους «Μακεδόνες») των περισσοτέρων ενστάσεων που επεδίωκαν την ακύρωση της αρχική απόφασης του Ειρηνοδικείου Φλώρινας υπέρ της σύστασης «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας» στην χώρα μας και την διδαχή της συγκεκριμένης γλώσσας στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, στις περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης.

         

Λάζαρος Σκυλάκης
Γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Σκυλάκης

  Η χώρα μας προσομοιάζει με το μοιραίο τραίνο των Τεμπών, που «πήγαινε στα τυφλά και όπου βγει». Δυστυχώς η πατρίδα μας ακολουθεί παρόμοια πορεία με εν λόγω τραίνο και η κατάληξή της πιθανότατα να είναι απρόσμενη και καταστροφική. Οι δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν τους «βορειομακεδόνες» και οι οποίες, σύμφωνα με τον νομικό Αναστάσιο Βαβούσκο, είναι παντελώς αβάσιμες και αντίθετες ακόμα και με την ετεροβαρή Συμφωνία των Πρεσπών, δημιουργούν νέα δυσμενέστατα δεδομένα για τον ελληνισμό.

            Δεν θα ασχοληθούμε με το σκεπτικό των αποφάσεων και το καθαρά νομικό ζήτημα, αλλά με τις γεωπολιτικές επιδράσεις και προεκτάσεις που έχουν αυτές για την χώρα μας. Η δικαστική, όπως η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία μας οδηγούν μακροπρόθεσμα και με ασφάλεια σε συρρίκνωση και διαμελισμό. Η ελληνική ελίτ δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ή να μην θέλει να κατανοήσει την σοβαρότητα των αποφάσεων της, επιδεικνύοντας χαμηλά αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης και υψηλά αυτοκαταστροφής.

            Δεν θα υποστηρίξουμε ότι οι «ηγήτορες του ελληνισμού» και των τριών διακριτών εξουσιών είναι γνήσιοι βιολογικοί και πνευματικοί απόγονοι των «κοτσαμπάσιδων», όπως διατείνονται ορισμένοι, αλλά σίγουρα αρκετές από τις επιλογές τους βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση με τα εθνικά μας συμφέροντα. Η άκριτη υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η μετάφραση του όρου δημοκρατία ως υποχρέωση της υπεράσπισης των απαιτήσεων κάθε εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ομάδος που είναι αλλότρια ή και εχθρικά διακείμενη με τον ελληνισμό είναι τουλάχιστον αυτοκαταστροφική. Δεν θα ήταν υπερβολή να συμφωνήσουμε με κάποιους ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα στην χώρα μας έχουν μετατραπεί στον «φερετζέ» του ανθελληνισμού.

            Γιατί όμως είναι επικίνδυνη η σύσταση του εν λόγω κέντρου. Πολλοί «ανθρωπιστές και πραγματιστές» θα υποστηρίξουν ότι είμαστε υπερβολικοί ή και φοβικοί. Ας προσπαθήσουμε να οραματιστούμε λίγο το βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο μέλλον αυτής της ενέργειας. Σε πρώτη φάση θα δημιουργηθούν κέντρα διδασκαλίας της «μακεδονικής γλώσσας» σε διάφορες πόλεις της Βορείου Ελλάδος με χρηματοδότηση από τα Σκόπια και πιθανότατα από την Τουρκία. Σε δεύτερη φάση θα πολλαπλασιαστούν τα υπόψη κέντρα και θα προάγουν όχι μόνο την γλώσσα, αλλά και τον πολιτισμό και την τέχνη του γειτονικού κράτους. Θα απαιτήσουν την εισαγωγή της «μακεδονικής γλώσσας», στην αρχή προαιρετικά και αργότερα υποχρεωτικά, σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας και των τριών βαθμίδων στην Βόρειο Ελλάδα ή για αυτούς στην «Μακεδονική Δημοκρατία του Αιγαίου». Σε τρίτη φάση θα απαιτήσουν την αναγνώριση μακεδονικών κοινοτήτων και σε τέταρτη την αναγνώριση μειονότητας.

            Όσο το ελληνικό κράτος θα τους ικανοποιεί δεν θα δημιουργούνται προβλήματα, αλλά όταν θα ορθώνονται εμπόδια θα μας καταγγέλλουν σε όλα τα διεθνή φόρα ως καταπατητές της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Θα ζούμε ένα συνεχή εκβιασμό και θα αναγκαζόμαστε να υποκύπτουμε στις παράλογες απαιτήσεις τους. Η ελληνική Μακεδονία μακροπρόθεσμα θα αποτελέσει το πεδίο δράσεως τους, αποσκοπώντας στον βαθμιαίο και συνεχή αφελληνισμό της και στην πραγμάτωση του ονείρου τους της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και την δημιουργία του ενιαίου «μακεδονικού κράτους».

            Όλα τα παραπάνω, που πολλοί μπορούν να τα θεωρούν απίθανα, είναι πολύ πιθανά να πραγματοποιηθούν, εφόσον κάποια μεγάλη δύναμη υποστηρίξει τους σχεδιασμούς των Σκοπίων. Ο σημερινός αριθμός των «σκοπιανών» στην χώρα μας είναι πολύ μικρός, το πρόβλημα όμως είναι ότι στην χώρα μας οι νομίμως ή παρατύπως διαμένοντες αλλοδαποί ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 30% του συνολικού πληθυσμού, με τάσεις αυξητικές. Οι πληθυσμοί αυτοί, που θα μείνουν μονίμως στην Ελλάδα, με την κατάλληλη προπαγάνδα και μια γενναία χρηματοδότηση δεν θα έχουν κανένα συνειδησιακό ζήτημα να πολιτογραφηθούν «μειονοτικοί μακεδόνες» παρά «νέοι Έλληνες». Ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων αναμένει τις ώριμες διεθνείς συνθήκες και έναν ισχυρό προστάτη για να καρποφορήσει.

            Στον αντίποδα, το ερώτημα είναι τι θα μπορούσε να κάνει το αδύναμο και κατευθυνόμενο από τρίτους δρώντες ελληνικό κράτος. Η απάντηση είναι ότι κάνει η Βουλγαρία. Ένα κράτος, που παρά τις σοβαρές δυσλειτουργίες του, επιδεικνύει αποφασιστικότητα και συνέπεια στην εξωτερική του πολιτική. Η Σόφια δεν εκβιάζεται από κανένα γιατί η αυτοσυντήρησή της και η βιωσιμότητά της ως κρατική οντότητα δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Παρά το ότι είναι φτωχή και ολιγάριθμη εμφανίζει χαρακτηριστικά κράτους και όχι προτεκτοράτου.

            Το «Μακεδονικό Ζήτημα» δεν τελείωσε με την Συμφωνία των Πρεσπών. Παραμένει ζωντανό και θα βασανίσει τον ελληνισμό και τις προσεχείς δεκαετίες, όπως τον απασχόλησε από τον 19 αιώνα με διάφορες διακυμάνσεις. Ας ελπίσουμε να διαψευστούμε και να μην έλθουν τα χειρότερα για την πατρίδα μας.

Προηγούμενο άρθροΑΑΔΕ: Επικαιροποιείται το περιεχόμενο του Ε9
Επόμενο άρθροΤιμολόγια ρεύματος: κάτω και από τα 9 σεντς η κιλοβατώρα τον Απρίλιο – έρχεται νέο “Εξοικονομώ”
O αντιστράτηγος Λάζαρος Σκυλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 4 Οκτωβρίου 1961. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ευελπίδων (1979-1983) ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού και συνέχισε την εκπαίδευσή του στη Σχολή Πυροβολικού. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις του όπλου του, μεταξύ των οποίων διετέλεσε διοικητής υπομονάδων και μονάδων πυροβολικού μάχης και αντιαεροπορικού πυροβολικού, αξιωματικός τακτικού ελέγχου, επιχειρήσεων και πληροφοριών. Επίσης τοποθετήθηκε σε θέσεις επιτελείων σχηματισμών, διευθυντής στρατιωτικής εκπαίδευσης στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Υπηρέτησε στο ΓΕΕΦ (Κύπρο), στο Αφγανιστάν, ως αξιωματικός μελλοντικών επιχειρήσεων, και Ακόλουθος Άμυνας στην Κίνα. Αποστρατεύτηκε το 2016, ως διοικητής του Πεδίου Βολής Κρήτης. Έχει αποφοιτήσει από όλα τα προβλεπόμενα σχολεία του όπλου του, την ΑΔΙΣΠΟ και την ΣΕΘΑ. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, του τμήματος Ιστορίας Χωρών Χερσονήσου του Αίμου και Τουρκολογίας, καθώς και μεταπτυχιακού τίτλου στις Στρατηγικές Σπουδές του τμήματος του Γαλλικού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, Pari 2.