Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι 100% σίγουρο για το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ και, δεδομένου του αγώνα που θα κάνει ο Τραμπ για να αμφισβητήσει μία νίκη Μπάιντεν, το πιο πιθανό είναι το ίδιο να ισχύει και για την ώρα που διαβάζονται. Το μόνο 100% σίγουρο, που μας αφορά και περισσότερο, είναι αυτό που είπε ο φιλελεύθερος ευρωβουλευτής Γκι Φερχόφστατ: Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η Ευρώπη πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα δικά της χέρια.
Είναι αλήθεια βεβαίως ότι μία ήττα Τραμπ θα είναι νίκη της λογικής και θα έχει θετικό αντίκτυπο με πολλούς και διάφορους τρόπους στο δυτικό κόσμο, αλλά ακόμα μεγαλύτερη αλήθεια είναι πως η Ευρώπη δεν μπορεί να περιμένει από τις ΗΠΑ αυτά που περίμενε στο παρελθόν.
Κατ’ αρχάς, η απόσυρση των ΗΠΑ από το ρόλο του παγκόσμιου «αστυφύλακα» ξεκίνησε πολύ πριν τον Τραμπ. Οι ΗΠΑ άρχισαν να γίνονται λιγότερο διεισδυτικές στα πολιτικά πράγματα άλλων χωρών από τα μέσα της πρώτης θητείας Ομπάμα, καλώντας τούς συμμάχους τους να συμπληρώσουν το κενό και ουσιαστικά θέτοντάς τους προ των ευθυνών τους. Ο τότε Αμερικανός υπουργός Άμυνας Ρ. Γκέιτς είχε προειδοποιήσει μάλιστα την Ευρώπη, πως το Κογκρέσο δεν επρόκειτο να διαθέσει πόρους στην ευρωπαϊκή ασφάλεια εάν οι Ευρωπαίοι δεν επένδυαν οι ίδιοι στην άμυνά τους. Ο Τραμπ απλά «τελείωσε τη δουλειά» πιο γρήγορα και πιο άκομψα.
Η άλλη μεγάλη διεθνής ανωμαλία της διακυβέρνησης Τραμπ είναι οι «εμπορικοί πόλεμοι», οι οποίοι δεν είναι, επίσης, καθόλου βέβαιο ότι θα μας εγκαταλείψουν αν επικρατήσει τελικά ο Μπάιντεν. Ο λόγος είναι πως η καταστροφή που προκαλεί ο κορωνοϊός στο διεθνές εμπόριο δεν καταλαβαίνει από εκλογές. Η παγκόσμια ζήτηση έχει καταρρεύσει και η επόμενη μέρα της πανδημίας μάλλον θα έχει περισσότερο οικονομικό προστατευτισμό από όσο θα μπορούσε να ονειρευτεί ποτέ ο Τραμπ, με τις κυβερνήσεις να προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται από τις εγχώριες βιομηχανίες τους και τις επιχειρήσεις να αφήνουν το άνοιγμα σε νέες αγορές για καλύτερες μέρες.
Εν ολίγοις, σε έναν κόσμο που αύριο δεν θα έχει τις βεβαιότητες του χθες, ο καθένας δεν μπορεί να υπολογίζει πουθενά αλλού πέρα από τις δικές του δυνάμεις και αν αυτό ισχύει μία φορά για τα κράτη, ισχύει δέκα φορές για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο λόγος είναι πως σε ένα διεθνές περιβάλλον με μειούμενη αμερικανική επιρροή, όλες οι περιφερειακές δυνάμεις αυτομάτως αναβαθμίζονται.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ένωση καλείται να αντιμετωπίσει προκλήσεις όπως η νέα οικονομική κρίση και η Τουρκία του Ερντογάν και, ακριβώς επειδή πρόκειται για ένωση κρατών, η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από το πόσο αυτά τα κράτη ομονοούν. Ως εκ τούτου, η διαφορά ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία ως προς την αντιμετώπιση του Ερντογάν είναι μία πολυτέλεια την οποία η Ευρώπη μάλλον δεν έχει, πολύ περισσότερο εάν λάβουμε επίσης υπόψη τούς αστάθμητους παράγοντες της ισλαμικής τρομοκρατίας και των μεταναστευτικών ροών από την Ανατολή.
Είναι σίγουρο πως αν η Γερμανία κληθεί εν τέλει να διαλέξει ανάμεσα σε ΕΕ και Τουρκία θα διαλέξει την πρώτη, αλλά το ζήτημα είναι πότε. Είναι σίγουρο, γιατί το ίδιο διάλεξε και κατά την Ουκρανική κρίση του 2014, καθυστερώντας όμως χαρακτηριστικά. Μέχρι τελευταία στιγμή τότε προσπαθούσε να κατευνάσει την (ενεργειακή προμηθεύτριά της) Ρωσία ρισκάροντας την επιρροή της στα ενδιάμεσα κράτη τους, ώσπου η Ρωσία απλά προσάρτησε την Κριμαία, προκαλώντας έτσι στην Πολωνία κρίση πανικού, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε στη Γερμανία τη συνειδητοποίηση ότι το κυριότερο συμφέρον της είναι η ακεραιότητα της Ένωσης. Στη ζωή δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα βλέπετε και, με τις ΗΠΑ στον κόσμο τους και τα μεγέθη των γερμανικών εξαγωγών να βρίσκονται στο έλεος της πανδημίας, ας ελπίσουμε για το καλό της Ένωσης πως, αυτή τη φορά, η Γερμανία θα πράξει τα δέοντα νωρίτερα…