«Φουρτουνιασμένος ουρανός, λασπωμένοι κήποι οι πέτρες ραγίζουν απ’ τα δάκρυα το παιδί περιμένει μες τις σκιές γδύσου, ετοιμάσου για τη μήτρα»
(Εμέλ Ιρτέμ, ‘Η τελευταία νύχτα του βύσσινου’).
Την Τετάρτη 7 Οκτωβρίου, στο Εφετείο Αθηνών, από το προεδρείο της έδρας, ανακοινώθηκε η δικαστική απόφαση σχετικά με την ποινική μεταχείριση των μελών της ‘Χρυσής Αυγής.’ Η ετυμηγορία της έδρας υπήρξε συγκεκριμένη και καταδικαστική και για μέλη και πρώην βουλευτές ενός πολιτικού κόμματος που μέχρι τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, ήταν η τρίτη πολιτική δύναμη εντός Κοινοβουλίου. Μέλη της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκαν για την σύσταση, ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης.
Η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης που ενυπάρχει στον Ποινικό Κώδικα, προσδιορίζει, με βάση την δικαστική απόφαση, την δράση της Χρυσής Αυγής που εν προκειμένω, έτεινε προς την κατεύθυνση άσκησης μίας εθνικιστικής όσο και ρατσιστικής χροιάς βίας, η οποία και κατέστη ευδιάκριτη την τρέχουσα δεκαετία, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ό,τι η Χρυσή Αυγή ως ενεργό ‘πράττειν’ φέρει την σφραγίδα της κρίσης.
Εάν θέλουμε να κινηθούμε πέραν της εγκληματοποίησης, θα αναφέρουμε πως η οργάνωση προϋπήρχε της εκδήλωσης και εμβάθυνσης της κρίσης, λειτουργώντας όμως και κατευθύνοντας την δράση της εν καιρώ κρίσης με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή η ιστορική περίοδος να αποτελέσει περίοδο ανασύστασης του ίδιου ‘εαυτού’ της, με την ίδια να προτάσσει την ανάκτηση της εθνικής ‘αξιοπρέπειας’ που ‘στέρησε’ από τον κόσμο η Μεταπολιτευτική πολιτική και οικονομική ελίτ.
Όσον αφορά την άρθρωση και την άσκηση μίας νεο-ναζιστικής βίας που διαλεκτικά συνένωνε γύρω από το διακύβευμα ‘εκκαθάρισης’ του ‘άλλου’ και του δημόσιου χώρου, τα επιμέρους τμήματα της οργάνωσης, θα αναφέρουμε πως αυτή εμπεριέχεται σε δύο επίπεδα, φθάνοντας έως του σημείου της εκφραστικής και αποδεκτής για έναν κόσμο (οργάνωση-μέλη), και για έναν καταστατικό πυρήνα, φόνευση.
Έτσι, με όρους τυπολογικής διάκρισης, αφενός μεν η Χρυσαυγίτικη βία ασκήθηκε εξατομικευμένα εντός του αστικού ιστού, στοχεύοντας πολιτικούς, ιδεολογικούς αντιπάλους ή αλλιώς, ‘εχθρούς’ (νεο-ναζιστική ‘εχθροπάθεια), όπως κατέδειξαν τα υποδείγματα βίαιης δράσης εναντίον του Σαχζάτ Λουκμάν και του Παύλου Φύσσα, και, αφετέρου δε, ασκήθηκε περισσότερο μαζικά και συστηματοποιημένα. Σε αυτό το πλαίσιο, στην Αθήνα τον Μάιο του 2011, η δράση ταγμάτων εφόδου της οργάνωσης, νοηματοδότησε ‘φορτισμένα’ τα χαρακτηριστικά επιτέλεσης πογκρόμ εναντίον σκουρόχρωμων μεταναστών σε περιοχές πέριξ του κέντρου της Αθήνας.
Ως προς αυτό, έχουμε να κάνουμε με την οργάνωση ενός πογκρόμ που ως μορφή και τρόπος άσκησης πολιτικής βίας που παραγάγει εκ νέου το σημαίνον ‘Χρυσή Αυγή’ εισέρχεται στην κοινωνική και πολιτική σκηνή της χώρας, τροφοδοτούμενο από τα πολιτικοϊδεολογικά στοιχεία που συνθέτουν την Χρυσή Αυγή, όσο και από την δυνατότητα μίας προσαρμογής στα νέα δεδομένα της Μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που την περίοδο της κρίσης δεν θέλησε να είναι κάτι λιγότερο από ανθεκτική προσαρμογή.
Με αυτό τον τρόπο η βία επιδιώχθηκε στρατηγικά να καταστεί ‘αντηχείο,’ η ‘φωνή όσων τους έχουν στερήσει την φωνή’ αναπαριστώντας ό,τι συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο: ‘Η Χρυσή Αυγή είναι εδώ.’ Όπως επισημαίνει ευκρινώς ο Μάριος Εμμανουηλίδης: «Ως εξουσιαστική δύναμη, η ΧΑ φράσσει, αλλά δεν δημιουργεί, πολεμάει αλλά δεν ενσωματώνει, μολύνει αλλά δεν κατακτά».[1] Το είδος αυτό της βίας ασκήθηκε έντονα την περίοδο 2010-2013, δίχως αυτή η αναφορά να σημαίνει ό,τι και στο παρελθόν η Χρυσή Αυγή δεν πρότασσε την βίαιη και ακτιβιστική δράση.
Πιάνουμε το νήμα από εκεί όπου το αφήσαμε πιο πάνω, σημειώνοντας ό,τι εν τω μέσω της βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, η οργάνωση επανεπινοεί το πλαίσιο της συλλογικής, πολιτικής ‘ευθύνης,’ προβαίνοντας στην ιδιαίτερη σύνδεση του εθνικισμού που παραπέμπει και σε έναν εθνικισμό των ‘ανόθευτων αξιών’ και του ‘αίματος’ με τον κρισιακό πολιτικό βολονταρισμό που αναγάγει σε σημαίνον πεδίο εκδήλωσης πολιτικής, τον δρόμο. Η Χρυσή Αυγή[2] ισχυροποιήθηκε κοινωνικά και πολιτικά, διότι κατάφερε να προσδώσει περιεχόμενο και σε ένα δεύτερο επίπεδο, να αντιπροσωπεύσει κοινωνικά-πολιτικά, την βιωμένη αίσθηση της ‘αποστροφής’ για όλους όσοι ‘απειλούν’ και ‘υφαρπάζουν.’
Η οργάνωση εισέρχεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, λίγο μετά την επιτυχία της στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010, σημασιοδοτώντας το αίμα και την τιμή, αφήνοντας να διαρρεύσει η οργανωτική δομή της, η μορφή των ταγμάτων που δεν θέτουν στο στόχαστρο απλά, αλλά, οριοθετούν.
Στο λόγο του φορέα που κινείται στον αστερισμό του εξτρεμιστικού εθνικισμού, ενέχοντας έναν καταστατικό πυρήνα νεο-ναζιστικών αντιλήψεων, ενυπάρχουν οι «γενικόλογες αναφορές περί κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής ταυτότητας»,[3] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Βασιλικής Γεωργιάδου για το Γερμανικό εθνικο-σοσιαλιστικό NPD.
Λίγο μετά την καταδίκη για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης, μπορούμε να επισημάνουμε ό,τι η Χρυσή Αυγή, υπονομεύοντας έμπρακτα και στρατηγικά την λειτουργία, εντός αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των κοινωνικών-πολιτικών συναινέσεων, πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά και ιδεολογικά, ακόμη και τώρα που είναι δραστικά συρρικνωμένη, με όρους διαρκούς νοηματοδότησης της ευρύτερης πολιτικής της κίνησης, των αφηγήσεων της που προσιδιάζουν προς διάφορες κατευθύνσεις, την αναφορά ενός ‘εργαλειοποιημένου’ κοινοβουλευτισμού, της προβολής μίας ιστορικοποιημένης αίσθησης περί βίας, αυτό που περιφραστικά θα αποδίδαμε ως εξής: Μέσω της βίας η Χρυσή Αυγή θεωρεί ό,τι ‘γράφει εκ νέου την ιστορία.’ Η καταδικαστική απόφαση είναι σημαντική, αλλά θεωρούμε πως δεν διαγράφει αυτόματα το όλο φορτίο της Χρυσής Αυγής. Σε κοινωνικό, πολιτικό, και κρατικό επίπεδο, εάν εδώ λάβουμε υπόψιν την διείσδυση σε τμήματα της ελληνικής αστυνομίας. Σε επίπεδο ιδεολογίας που συγκροτεί και εμπεριέχει την αίσθηση της σημαίνουσας ‘ανοικειότητας,’ όπως δείχνει η επίθεση που δέχθηκε ο δημοσιογράφος Θωμάς Ιακόμπι τον περασμένο Ιανουάριο στην Αθήνα.
Η πολιτικοϊδεολογικά διαπάλη ενάντια στη Χρυσή Αυγή πρέπει να εμπλουτίζεται με όρους δημοκρατίας, διακρατώντας ως υπόστρωμα ό,τι ο συνταγματολόγος Γιώργος Σωτηρέλης ονομάζει ως «αγώνα εναντίον της λήθης, σε σχέση με ό,τι συνέβαλε στην άνοδο και τη στήριξη της Χρυσής Αυγής».[4]