Για τον κυβερνητικό ανασχηματισμό – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Την Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021, ανακοινώθηκε επίσημα ο δεύτερος ανασχηματισμός της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, που εν προκειμένω, κατέστη πιο ευρύς από αυτόν του περασμένου καλοκαιριού,[1] συμπεριλαμβάνοντας και μία σειρά υπουργών και υπουργείων.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Ως προς αυτό βέβαια, ο τωρινός ανασχηματισμός περισσότερο έχει να κάνει με την πραγματοποίηση στοχευμένων έως λελογισμένων αλλαγών στο κυβερνητικό σχήμα, και όχι βαθυ-δομικών όπως ανέφεραν σχολιαστές, κάτι που, πολιτικά-μορφολογικά, μεταφράζεται ως εξής: Αφενός μεν, οι αλλαγές αφορούν κύρια μετακινήσεις υπουργών,[2] όπως διεφάνη με τις περιπτώσεις των Κωστή Χατζηδάκη και Μάκη Βορίδη που ανέλαβαν τα υπουργεία Εργασίας και Εσωτερικών αντίστοιχα, μετακινούμενοι από άλλα υπουργεία, και, αφετέρου δε, προστέθηκε  μία σειρά υφυπουργών σε συγκεκριμένα υπουργεία,[3] χωρίς να εκ-λείπουν και οι εσωτερικές μετακινήσεις που αφορούν θέσεις αναπληρωτών υπουργών (βλέπε την περίπτωση του νυν αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Βασίλη Κοντοζαμάνη).

Για την πραγματοποίηση αυτών των αλλαγών, ο πρωθυπουργός στράφηκε προς την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, ώστε να προχωρήσει στην υφυπουργοποίηση βουλευτών, επιλέγοντας όμως να προβεί, όπως σημειώθηκε, και σε ενδο-υπουργικές ανακατατάξεις.

 Η πρώτη παράμετρος, που σχετίζεται με την είσοδο στην κυβέρνηση μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας (11 τον αριθμό), προσιδιάζει προς την κατεύθυνση ενός επαναπροσδιορισμού της «εσωκομματικής κατανομής ισχύος»,[4] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Λαμπρινής Ρόρη, εκεί όπου η ομάδα βουλευτών που ανέλαβε υπουργικά πόστα, δύναται να συγκροτήσει έναν ιδιαίτερο πολιτικό ‘πυρήνα’ που διευρύνει τις δυνατότητες λήψης πολιτικών πρωτοβουλιών, όπως και αναπτύσσει περαιτέρω το δίκτυο επαφών, εντός (Νέα Δημοκρατία) αλλά και εκτός κόμματος, με τον βουλευτή που ορίζεται υφυπουργός να δύναται να συν-διαλλαγεί με την οργανωμένη βάση του κόμματος από άλλη θέση. Ευρύτερα ομιλώντας, ο πρωθυπουργός με τις επιλογές του, εμπλέκει περισσότερο το κόμμα στα της διακυβέρνησης, επανεπινοώντας την σχέση ‘πολιτικό κόμμα-κοινοβουλευτική ομάδα-κυβέρνηση.’

 Εάν δε προσθέσουμε και την δεύτερο παράμετρο που διέπει την φιλοσοφία των παρεμβάσεων στο σχήμα της κυβέρνησης που είθισται Μεταπολιτευτικά να αποκαλούνται ‘ανασχηματισμός,’ τότε, θα κάνουμε λόγο για την διαμόρφωση ενός σχήματος  όχι δραστικά διαφορετικού, που διατηρεί ανέπαφο τον βασικό κυβερνητικό πυρήνα[5] που συνδέεται με την εφαρμογή των σημαντικότερων  κυβερνητικών πολιτικών (διαχείριση εγχώριας κρίσης υγείας/ελληνο-τουρκικά), θέτοντας στο προσκήνιο την εισαγωγή του βουλευτή-‘εργάτη’ που σπεύδει να εφαρμόσει πολιτική και όχι να καλύψει απλώς κενά, κρατώντας παράλληλα ζωντανή την προοπτική με θέα στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής[6] ομάδας: ‘Εάν εργασθεί για την ευόδωση των θέσεων του κόμματος και των κυβερνητικών πολιτικών, ο βουλευτής είναι δυνάμει υπουργοποιήσιμος.’

 Σε αυτό το σημείο όμως, μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις ως προς το εύρος του συγκεκριμένου κυβερνητικού ανασχηματισμού. Πρώτον, δεν αίρεται και σε ένα δεύτερο επίπεδο, δεν αμβλύνεται η πολιτική αντίφαση-αντινομία που αφορά την πολιτική διακήρυξη και επιμονή στο σχήμα του ευέλικτου κράτους που επιδιώκει να δρα άμεσα και δραστικά και την έμπρακτη δημιουργία ενός διευρυμένου και δυσκίνητου κυβερνητικού σχήματος (57 πρόσωπα) που εμπεριέχει κατά σειρά, υπουργούς, αναπληρωτές υπουργούς και υφυπουργούς με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την κατανομή των αρμοδιοτήτων και περισσότερο, την χάραξη πολιτικών.

Αυτή η αντίφαση χαρακτήριζε και το πρώτο κυβερνητικό σχήμα που διαμορφώθηκε μετά τις νικηφόρες για την Νέα Δημοκρατία βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, παρά την έμφαση στο λόγο περί ευέλικτου και επιτελικού κράτους και κατ’ επέκταση, μίας επιτελικής εκτελεστικής εξουσίας που πράττει ‘ό,τι είναι απαραίτητο.’

 Η αντίφαση αυτή δεν αντιμετωπίσθηκε και τώρα, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα σχήμα που δεν είναι ακριβώς συνέχεια του προηγούμενου, αλλά αναντίστοιχο των προσδοκιών που δημιουργήθηκαν περί κυβερνητικής ευελιξίας. Κατά δεύτερον, εντοπίζουμε την έλλειψη σημαντικής αντιπροσώπευσης (γυναικεία υπο-αντιπροσώπευση) στο κυβερνητικό σχήμα, κάτι που επίσης παρατηρήθηκε και στο άμεσο μετεκλογικό κυβερνητικό σχήμα. Όπως τονίζει ο δημοσιογράφος Μιχάλης Μητσός, «μόλις 9 υπουργοί ή υφυπουργοί είναι γυναίκες, ποσοστό 15%».[7] Υπό αυτό το πρίσμα, και δίπλα στην γυναίκα υπο-αντιπροσώπευση, ανακύπτει και το ζήτημα της απουσίας γυναικών από τις πλέον σημαντικές κυβερνητικές θέσεις, τη εξαιρέσει της υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως.  Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο.

Διότι, δεν  έχουμε να κάνουμε εδώ με την σημασιοδότηση πολιτικοϊδεολογικών σκοπιμοτήτων, αλλά για την προβολή, σε πραγματικό κυβερνητικό χρόνο, της πρόσληψης της πολιτικής με όρους παράδοσης και ‘αρρενωπότητας,’ (ο άνδρας πολιτικός που γνωρίζει από ‘πρώτο χέρι τα θέματα και δίνει λύσεις’),  κάτι που δεν αφορά μόνο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Το οποίο, σε επίπεδο κοινοβουλευτικής ομάδας, επίσης υπο-εκπροσωπείται όσον αφορά την συμμετοχή γυναικών.[8]

Και ένα τρίτο στοιχείο το οποίο και διακρίνουμε, συνδέεται με την, πλην εξαιρέσεων, απουσία μίας ευρύτερης μεταρρυθμιστικής δυναμικής (βλέπε την περίπτωση του αποπεμφθέντος Τάκη Θεοδωρικάκου από το υπουργείο Εσωτερικών)[9] στο νυν κυβερνητικό σχήμα, δυναμική που θα μπορούσε να αποκτήσει μία ορμή εάν ‘επικοινωνούσε’ με ευρείας έκτασης μεταβολές στο όλο σχήμα που θα αντλούσε από την φιλοσοφία επι-τέλεσης εγκάρσιων τομών. Και στο κυβερνητικό σχήμα αλλά και ευρύτερα, δίνοντας εκ νέου πολιτικό και προγραμματικό στίγμα εν τω μέσων των προκλήσεων και δη των διαχειριστικών προκλήσεων της πανδημίας. Συμπερασματικά, ο ανασχηματισμός καθίσταται ανασχηματισμός περισσότερο μίας ιδιαίτερης διαχείρισης, και όχι πολιτικής τόλμης.


 

[1] Πέραν της ανάληψης κεντρικού ρόλου στο υπουργείο Οικονομικών από τον Θεόδωρο Σκυλακάκη, με διακύβευμα την διαχείριση και  την κατανομή των πόρων από το ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης, ίσως η σημαντικότερη κίνηση του προηγούμενου ανασχηματισμού υπήρξε η ανάληψη καθηκόντων υφυπουργού Εργασίας από τον καθηγητή Πάνο Τσακλόγλου, με στόχο την χάραξη και προώθησης της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
[2] Για τις προεκτάσεις του ανασχηματισμού, βλέπε σχετικά, Ευαγγελοδήμου Ελένη, ‘2+4 μηνύματα από τον Μητσοτάκη,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 05/01/2020, σελ. 8-9.
[3] Εστιάζοντας περισσότερο στο εσωτερικό του κυβερνητικού σχήματος, διακρίνουμε την δημιουργία θέσεων υφυπουργών σε επιμέρους υπουργεία, πολιτική που άπτεται της ανάδειξης συγκεκριμένων πολιτικών προτεραιοτήτων. Έτσι, στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δημιουργείται το χαρτοφυλάκιο της δημογραφικής πολιτικής για την οικογένεια το οποίο και αναλαμβάνει η (μέχρι πρότινος γενική γραμματέας) Μαρία Συρεγγέλα. Στο υπουργείο Τουρισμού καθήκοντα υφυπουργού τουριστικής εκπαίδευσης και ειδικών μορφών τουρισμού, αναλαμβάνει η Σοφία Ζαχαράκη ενώ δημιουργείται ειδική θέση υφυπουργού στο υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής πολιτικής με κάτοχο εδώ της θέσης του υφυπουργού, τον Κώστα Κατσαφάδο. Περαιτέρω, ένα πλαίσιο υπουργικής-πολιτικής εξειδίκευσης αναδύεται και ενσωματώνεται διοικητικά-πολιτικά, στις δομές υπουργείων.  Στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, η Γενική Γραμματεία Μεταναστευτικής πολιτικής, υποδοχής και ασύλου, μετασχηματίζεται σε χαρτοφυλάκιο για την ένταξη το οποίο και ανέλαβε η Σοφία Βούλτεψη. Δεν παραλείπουμε να σημειώσουμε την εύστοχη, πολιτικά, κίνηση του πρωθυπουργού να δημιουργήσει διακριτή θέση υφυπουργού για θέματα σύγχρονου πολιτισμού στο υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, με τον Νικόλα Γιατρομανωλάκη, να αναλαμβάνει να ‘θεραπεύσει’ ένα κρίσιμο αντικείμενο που άπτεται των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στο πεδίο του πολιτισμού, έχοντας να διαχειριστεί κρίσιμα ζητήματα.
[4] Βλέπε σχετικά, Ρόρη Λαμπρινή, ‘Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και μεταβολές στον κομματικό ανταγωνισμό,’ στο: Γεωργαράκης Ν.Γ., & Δεμερτζής Ν., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού,’ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών/ Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 204.
[5] Πιο πάνω, έγινε λόγος για την «εσωκομματική ανακατανομή ισχύος» που έλαβε χώρα με αφορμή την υφυπουργοποίηση βουλευτών και την υπουργοποίηση (υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας) του Κώστα Σκρέκα. Με άξονα την διατήρηση στη θέση τους των υπουργών που διαχειρίζονται τα σημαντικότερα ίσως χαρτοφυλάκια για την εικόνα μίας κυβέρνησης, θα υπογραμμίσουμε πως, από την επαύριον των εκλογών ακόμη, έχει συγκροτηθεί μία «πολιτική τάξη» κατά την έκφραση των Borchert & Zeiss, που φέρει εντός της  τους υπουργούς όπως είναι οι υπουργοί Εξωτερικών, Οικονομίας, Εθνικής Άμυνας, Υγείας, Παιδείας, Προστασίας του Πολίτη, την πολιτική ομάδα γύρω από τον πρωθυπουργό και ενίοτε, την ηγεσία της Κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Αναφέρεται στο: Κακεπάκη Μανίνα, ‘Υπάρχει πολιτική χωρίς επαγγελματίες πολιτικούς; Μεταβολές και συνέχειες στα χαρακτηριστικά των μελών του κοινοβουλίου, 1996-2005,’ στο: : Γεωργαράκης Ν.Γ., & Δεμερτζής Ν., (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού…ό.π., σελ. 169.
[6] Η Νέα Δημοκρατία εντός Βουλής, μετά την υπουργοποίηση του Νίκου Δένδια (υπουργείο Εξωτερικών) και την ανάληψη της θέσης του προέδρου της Βουλής των Ελλήνων Κώστα Τασούλα, στερείται, αν και δεν της στοιχίζει,  αυτού που ο Michel Dogan, χαρακτηρίζει ως «ισχυροί κοινοβουλευτικοί» (great parliamentarians). Βλέπε σχετικά, Dogan Michel, ‘Is there a ruling class in France?,’ στο: Dogan M., (επιμ.), ‘Εlite configurations at the Apex of Power,’ Brill, Leiden, 2003, σελ. 67-68. Χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στον ιδεότυπο του «ισχυρού κοινοβουλευτικού», λόγω άρθρωσης πολιτικού λόγου, εμπειρίας από κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις πολιτικοϊδεολογικής χροιάς, εκφοράς επιχειρημάτων διανθισμένων με ευρύτερες ιστορικές-λογοτεχνικές αναφορές, έχει ο βουλευτής Ηλείας του κόμματος, Κώστας Τζαβάρας.
[7] Βλέπε σχετικά, Μητσός Μιχάλης, ‘Κριτήρια,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 05/01/2020, σελ. 56. Για την ακρίβεια, οι γυναίκες-μέλη της κυβέρνησης είναι 10, καθότι προστίθεται και η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη. Η σημαντική υπο-αντιπροσώπευση των γυναικών όμως, παραμένει.
[8] Το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικείας εκπροσώπησης στη Βουλή το έχει το πολιτικό κόμμα ΜέΡΑ 25 (44,5%), και ακολουθούν το ΚΚΕ με 33%, η Ελληνική Λύση με 30%, ο ΣΥΡΙΖΑ με 27%, το Κίνημα Αλλαγής με 18% και η Νέα Δημοκρατία με 14,5%. Σε σύνολο 300 βουλευτών, έχουμε 62 γυναικείες παρουσίες. Βλέπε σχετικά, ‘Βουλή: 62 γυναίκες στη νέα σύνθεσή της – Δείτε όλα τα ονόματα,’ Εφημερίδα ‘Η Καθημερινή,’ 08/07/2019, https://www.kathimerini.gr/politics/1032922/voyli-62-gynaikes-sti-nea-synthesi-tis-deite-ola-ta-onomata/ Παρ’ όλα αυτά, και για ένα έχουμε ένα μικρό μέτρο σύγκρισης, στις βουλευτικές εκλογές του 2019 υπήρξε μία μικρή έστω αύξηση της γυναικείας εκπροσώπησης (62), από τις 54 γυναίκες που εκλέχθηκαν για μία κοινοβουλευτική θητεία στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
[9] Σε αυτό το σημείο έχουμε μία διπλή αντικατάσταση, καθώς και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση, και ο υφυπουργός αρμόδιος για θέματα Αυτοδιοίκησης, μετακινήθηκε για να ορισθεί υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ. Στη θέση τους, ανέλαβαν ο Μάκης Βορίδης ως υπουργός και ο Στέλιος Πέτσας ως αναπληρωτής υπουργός, αρμόδιος για το κομμάτι της Αυτοδιοίκησης. Η αντικατάσταση τους θεωρούμε πως δεν απέχει από την απουσία μεταρρυθμιστικής πολιτικής και μεταρρυθμιστικού ‘αποτυπώματος,’ όπως ανέδειξε ευδιάκριτα το πρόγραμμα για την Τοπική Αυτοδιοίκηση ‘Αντώνης Τρίτσης,’ ο οικονο-κεντρικός χαρακτήρας του οποίου δεν αρκεί για να το εντάξει στην κατηγορία της μεταρρύθμισης.
Προηγούμενο άρθροΠερί της κόντρας κυβέρνησης-Εκκλησίας – Γράφει ο Μιχάλης Δεμερτζής
Επόμενο άρθροΤο ηλεκτρονικό εμπόριο στο στόχαστρο των ελέγχων της ΑΑΔΕ – Γράφει ο Χρήστος Παγώνης