Για την χρήση του όρου ‘Μακεδονία’ από την νέα πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Τις τελευταίες ημέρες,  αντικείμενο συζήτησης στην εγχώρια δημόσια σφαίρα, έχει αποτελέσει το γεγονός πως η νεο-εκλεγείσα πρόεδρος της γειτονικής ‘Βόρειας Μακεδονίας,’ αποκάλεσε την χώρα της σκέτο ‘Μακεδονία’ κατά την διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας της. Και όχι ‘Βόρεια Μακεδονία,’ όπως προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η χρήση του όρου ‘Μακεδονία’ από την Γκορντάνα Σιλιανόφσκα,[1] την νέα πρόεδρο της χώρας, συνιστά ευθεία παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία προβλέπει την χρήση του γεωγραφικού όρου ‘Βόρεια Μακεδονία’ για κάθε περίσταση: Είτε για επαφές και για συζητήσεις στο εσωτερικό, είτε για επαφές και για συζητήσεις με αξιωματούχους τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών (Ευρωπαϊκή Ένωση & ΝΑΤΟ).

Επιχειρώντας μία κατά βάση ψυχαναλυτική προσέγγιση, θα τονίσουμε πως ένας εκ των βασικών λόγων για τους οποίους η νέα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας έσπευσε να κάνει χρήση του όρου ‘Μακεδονία και όχι του ορθού ‘Βόρεια Μακεδονία’ κατά την διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας της, ήσαν και η «απόγνωση»[2] που βιώνει, σύμφωνα με την ανάλυση του Σλοβένου φιλοσόφου Σλάβοι Ζίζεκ. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

Σημαίνει πως η νέα πρόεδρος της χώρας βιώνει μία απόγνωση και μία εσωτερική αναταραχή, επειδή  γνωρίζει και μάλιστα παρά πολύ καλά πως είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί ή να καταργηθεί μία δεσμευτική συμφωνία όπως είναι η Συμφωνία των Πρεσπών.

Ως εκ τούτου, κατά την διάρκεια της ορκωμοσίας της, αποκάλεσε την χώρα της ως ‘Μακεδονία’ και όχι ως ‘Βόρεια Μακεδονία,’ προκειμένου να ‘ξαλαφρώσει’ και να εκτονώσει την πίκρα, την θλίψη και την απόγνωση που αισθάνεται από το γεγονός πως πολύ δύσκολα θα αλλάξει η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί (και στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας), ως απόρροια της εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Η απόγνωση προκύπτει ως απόρροια της διάψευσης ή της ματαίωσης των προσδοκιών που έτρεφε η υποψήφια του ‘VMRO-DPMNE’: Και η γλώσσα και η περίτεχνη χρήση της αποτελούν έναν καλό τρόπο ώστε να αμβλυνθεί η επίδραση που έχει η  βίωση αρνητικών συναισθημάτων όπως είναι η απόγνωση.

Ο ριζοσπαστισμός της Γκορντάνα Σιλιανόφσκα-Νταφκόβα[3] εξαντλείται λοιπόν στη γλώσσα, στο εγκάρσιο σημείο όπου δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο του να συνεχίσει να αποκαλεί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, την ‘Βόρεια Μακεδονία’ ως ‘Μακεδονία’. Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα υπογραμμίσουμε πως ο ριζοσπαστισμός της δεν μπορεί να αποκτήσει πολιτικό περιεχόμενο, καθότι, τόσο η ίδια όσο και το κόμμα της γνωρίζουν τις συνέπειες που θα υποστεί η χώρα σε περίπτωση όπου αμφισβητήσει την Συμφωνία των Πρεσπών, είτε εν μέρει είτε εν όλω.

 Και η πρώτη και σημαντικότερη επίπτωση θα είναι η θέσπιση εμποδίων στις διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 Διαπραγματεύσεις που  εξελίσσονται με ουκ ολίγα προβλήματα (βλέπε το Βουλγαρικό ‘veto’), με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εντός της επόμενης τριετίας.

 Και από την στιγμή όπου η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να κάνει χρήση πολλών διπλωματικών ‘εργαλείων’ προκειμένου να εξαναγκάσει την γειτονική χώρα να παραμένει πιστή στο πνεύμα της Συμφωνία των Πρεσπών, πως μπορούσε να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση υπό το ‘VMRO-DPMNE’ ένα ενδεχόμενο ελληνικό ‘βέτο’[4] στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας;

Μία άλλη επίπτωση της ευθείας αμφισβήτησης της Συμφωνίας των Πρεσπών, θα ήσαν η επιδείνωση των σχέσεων της χώρας με τους κυριότερους Δυτικούς συμμάχους της που τάχθηκαν εξ αρχής υπέρ της συμφωνίας (Ηνωμένες Πολιτείες & Γερμανία), και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, το να μην μπορέσει η χώρα να αποκτήσει λόγο και ρόλο στα Βαλκάνια. Όπως επιθυμεί εδώ και χρόνια.

 Συν τοις άλλοις, αυταρχικά καθεστώτα όπως το Ρωσικό και το Κινεζικό (κυρίως το πρώτο), μπορεί να σπεύσουν να αξιοποιήσουν την αναταραχή που θα προκληθεί εντός χώρας, με στόχο τόσο την ενίσχυση της επιρροής τους στη χώρα και στη  Βαλκανική χερσόνησο, όσο και την ‘απο-δυτικοποίηση’ της χώρας. Σε αυτή την συγκυρία[5] απαιτούνται ψυχραιμία και όχι βεβιασμένες αποφάσεις. Και η πρώτη αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.


[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως στην Σιλιανόφσκα και στην προεκλογική εκστρατεία που αυτή πραγματοποίησε, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό η εκλογική επικράτηση του εθνικολαϊκιστικού κόμματος ‘VMRO-DPMNE,’ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στη γειτονική χώρα. Και γιατί λέμε κάτι τέτοιο; Διότι, πρώτον, θέτοντας στο επίκεντρο την Συμφωνία των Πρεσπών και εκτοξεύοντας λεκτικές ‘κορώνες’ κατά της συγκεκριμένης συμφωνίας, κατάφερε να συσπειρώσει γύρω από την υποψηφιότητα και το κόμμα που την υποστήριζε (το πολιτικό κόμμα ‘VMRO-DPMNE’), αφενός μεν όλους όσοι αντιτίθενται στη συμφωνία ως έχει, και, αφετέρου δε, όλους όσοι επιζητούν την τροποποίηση της σε επιμέρους σημεία. Πάνω στην προεκλογική εκστρατεία που πραγματοποίηση η νεο-εκλεγείσα πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, ‘πάτησαν’ οι υποψήφιοι του ‘VMRO-DPMNE,’ εκμεταλλευόμενοι το κλίμα που είχε διαμορφωθεί κατά της συμφωνίας. Δεύτερον, διότι συνδύασε την εναντίωση της στη Συμφωνία των Πρεσπών (η Γκορντάνα Σιλιανόφσκα-Νταφκόβα όπως είναι το πλήρες όνομα της, ‘απενοχοποίησε’ τον όρο ‘Μακεδονία’ μετά από αρκετά χρόνια), με ευκρινείς αναφορές στο στόχο ένταξης της χώρας της Βαλκανικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθησυχάζοντας έτσι πολλούς μετριοπαθείς ψηφοφόρους που έσπευσαν να την ψηφίσουν, θεωρώντας πως δεν πρόκειται να θέσει εν αμφιβόλω την πορεία της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση παρά την εναντίωση της στη Συμφωνία των Πρεσπών. Τρίτον, διότι, κατάφερε να διαμορφώσει το προφίλ της υποψήφιας ή της πολιτικού της ‘διπλανής πόρτας’, πείθοντας πολλούς, μεταξύ αυτών και παραδοσιακούς ψηφοφόρους του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, πως είναι η πλέον κατάλληλη για να αναλάβει το αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας, ασκώντας τα καθήκοντα της ευσυνειδησία και ευρισκόμενη διαρκώς δίπλα στο ‘λαό’ (λαϊκιστική εσάνς). Παραπέμποντας στην ανάλυση των Flavin & Law, θα πούμε πως βασικό κριτήριο ψήφου προς την Σιλιανόφσκα-Νταφκόβα, ήσαν το γεγονός πως  ουκ ολίγοι εκλογείς  (και αυτοί που δεν έχουν ιδιαίτερους δεσμούς με κάποιο κόμμα και μετακινούνται από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση), εξέλαβαν την υποψήφια του ‘VMRO-DPMNE,’ ως ‘δική τους’. Ως ‘μία από αυτούς’. Βλέπε και, Flavin, Patrick., & Law, Wilson., ‘Ideological proximity, issue importance, and vote choice,’  Electoral Studies, 2012. Βλέπε και, Γκέκας, Ράλλης., ‘Παράγοντες που Επηρεάζουν την Εκλογική Συμπεριφορά των Ψηφοφόρων στις Τοπικές Εκλογές,’ Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος, 08/08/2023, Διαθέσιμο στο: Παράγοντες που Επηρεάζουν την Εκλογική Συμπεριφορά των Ψηφοφόρων στις Τοπικές Εκλογές – ΚΕΔΕ (kede.gr)
[2] Βλέπε σχετικά, Ζίζεκ, Σλάβοι, ‘Διαμαρτυρίες Απόγνωσης,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα/’The Project Syndicate,’’13/05/2024, σελ. 56. Μπορούμε να αποτολμήσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Η ρητορική της Γιορντάνα Σιλιανόφσκα-Νταφκόβα  μετατόπισε το δημοσιογραφικό και το πολιτικό ενδιαφέρον από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα, όπου και θα έχει συνομιλίες με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στις δικές της δηλώσεις. Στις οποίες πολλοί αφιέρωσαν χρόνο, ώστε να τις αναλύσουν. Και το θεωρητικά παράδοξο έγκειται στο ό,τι η Σιλιανόφσκα-Νταφκόβα κατέστη ‘talk of the town’ στην Ελλάδα, δίχως να αναφερθεί ιδιαιτέρως στις διμερείς σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών καθώς και στο πως αυτές πρέπει να εξελιχθούν στο μέλλον.
[3] Εάν η νέα πρόεδρος της χώρας συνόδευε την χρήση του όρου ‘Μακεδονία’ με την γλωσσική στρατηγική ‘δαιμονοποίησης’ της Ελλάδας (έχουμε κατά νου την ανάλυση του Νεόφυτου Ασπριάδη)  και Ελλήνων πολιτικών όπως είναι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, τότε θα δυσχέρανε ακόμη περισσότερο την θέση της ίδιας και της χώρας της, προκαλώντας την ακόμη πιο έντονη αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Έξυπνα όμως απέφυγε κάτι τέτοιο, με τον όρο ‘Μακεδονία’ που χρησιμοποίησε κατά κόρον, να συμπυκνώνει την στάση της απέναντι στη συμφωνία. Όλα όσα ήθελε να πει και δεν μπορούσε. Βλέπε σχετικά, Ασπριάδης, Νεόφυτος., ‘Ο επικοινωνιακός πόλεμος και η πολιτική επικοινωνία ως στοιχείο της διεθνούς πολιτικής: μια συγκριτική ανάλυση στις σύγχρονες διεθνείς συγκρούσεις,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, 2020, Διαθέσιμη στο: Ο επικοινωνιακός πόλεμος και η πολιτική επικοινωνία ως στοιχείο της διεθνούς πολιτικής: μια συγκριτική ανάλυση στις σύγχρονες διεθνείς συγκρούσεις (didaktorika.gr)
[4] Διακινδυνεύουμε την ακόλουθη εκτίμηση. Σε περίπτωση ελληνικού ‘βέτο,’ η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας δεν θα μπορούσε να μακροημερεύσει στην εξουσία (η δημοκρατία της γειτονικής χώρας είναι σταθερή) με τις πολιτικές εξελίξεις που θα προέκυπταν να ήσαν ραγδαίες. Άλλωστε, υπάρχει και το σχετικά πρόσφατο παράδειγμα του ‘βέτο’ που έθεσε η Βουλγαρία στην ενταξιακή διαδικασία της (κακώς, κατά την γνώμη μας), της Βόρειας Μακεδονίας. Οι διάφορες Σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να το διαχειριστούν αποτελεσματικά και να άρουν τις συνέπειες του, με αποτέλεσμα και να πάνε πίσω οι διαπραγματεύσεις και να εισέλθει το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα σε διαδικασία ‘φθοράς’ από την οποία δεν μπόρεσε να εξέλθει, εμφανιζόμενο ως ‘ανίκανο να κάνει πράξη το όραμα χιλιάδων Βορειομακεδόνων’. Συν τοις άλλοις, μία ανοιχτή αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, θα μπορούσε να πυροδοτήσει εντάσεις μεταξύ Σλαβόφωνων πολιτικών και της πολιτικής ηγεσίας της Αλβανικής μειονότητας της χώρας που έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της συμφωνίας.
[5] Η Ελλάδα, και μετά την ψήφιση και την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, ήσαν εκ των βασικότερων υποστηρικτών (ήδη οι πρώτες ‘εθνικο-πατριωτικές κορώνες’ έχουν κάνει την εμφάνιση τους στα καθ’ ημάς), της ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως ένας εκ των πλέον βασικών παραγόντων που έχουν συμβάλλει στην επιβράδυνση του ρυθμού με τον οποίο πραγματοποιούνται οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ Βόρειας Μακεδονίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι και το ό,τι οι η δυναμική της διαδικασίας ένταξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αμβλυνθεί σε σημαντικό βαθμό. Για τον «εξευρωπαϊσμό» των χωρών των  Δυτικών Βαλκανίων, βλέπε και την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Νικόλαου Τζιφάκη & της Μαριλένας Κοππά με τίτλο ‘Ο Εξευρωπαϊσμός των Δυτικών Βαλκανίων,’ Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις, 2024, Διαθέσιμο στο: Kallipos: Ο Εξευρωπαϊσμός των Δυτικών Βαλκανίων Αυτή την στιγμή, όσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία,  μπορούμε να μιλήσουμε για έναν «εξευρωπαϊσμό σε στασιμότητα», για να δανεισθούμε την ορολογία του Νικόλαου Τζιφάκη & της Μαριλένας Κοππά.
Προηγούμενο άρθροΟυκρανία: Το Κίεβο κατηγορεί τη Ρωσία για κρατήσεις και εκτελέσεις αμάχων στην περιφέρεια του Χαρκόβου
Επόμενο άρθροΔιάστημα: Την πιο μακρινή συγχώνευση μαύρων τρυπών ανίχνευσε το James Webb