Ο Γιάννης Καφάτος σχολιάζει την επικαιρότητα που μερικές φορές είναι από μόνη της επιθεωρησιακό νούμερο. (και όταν δεν είναι την κάνει)
Πες μου πώς βρίζεις, μπορεί κάτι να λένε οι βρισιές που λες!
Τα «κακά λόγια» που λέγαμε μικροί, οι βρισιές, τα καντήλια, τα «γαλλικά» δείχνουν πολλά για τον χαρακτήρα μας. Δείχνουν πώς έχουμε μεγαλώσει, αλλά και πώς έχουμε επιλέξει να μεγαλώνουμε.
Πώς μού ήρθε τώρα αυτό το θέμα, Αυγουστιάτικα. Να σου πω. Μού ήρθε από τις τις πρόσφατες γυναικοκτονίες. Μου ήρθε επίσης διαβάζοντας αρρωστημένα, για τα δικά μου μέτρα, σχόλια, κάτω από αναρτήσεις – κυρίως γυναικών – που καταγγέλλουν όλο αυτό το πατριαρχικό σύστημα που πριν οπλίσει τα χέρια των δολοφόνων-γυναικοκτόνων, τους έχει μάθει ότι η γυναίκα είναι κάτι σαν αντικείμενο και ότι μπορείς να το «χαλάσεις» αν δεν σε ικανοποιεί πλέον.
Όταν λοιπόν για να βρίσεις χρησιμοποιείς τις χυδαιότερες λέξεις που περιγράφουν – κυρίως – τα γυναικεία γεννητικά όργανα, δεν είναι ανάγκη να είσαι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής ή ψυχολόγος για να καταλάβεις ότι υπάρχει ένα θέμα γύρω από αυτά που περιγράφουν οι βρισιές σου.
Πολλοί έχουν μεγαλώσει με «αρχές» που υποδηλώνουν με κάθε τρόπο ότι οι γυναίκες είναι «πράγματα», είναι μιαρές, είναι η αιτία για όλα.
Φυσικά δεν γίνανε όλοι δολοφόνοι, γυναικοκτόνοι.
Οι βρισιές μας πάντως βγάζουν, την ώρα της οργής μας, τον εαυτό που είναι κρυμμένος κάτω από την επίκτητη ευγένεια που κάποιοι κατάφεραν να αποκτήσουν.
Η μεγαλύτερη μου ήττα είναι όταν ακούω γυναίκες, και μάλιστα νέες όχι να μην αντιδρούν αλλά να χρησιμοποιούν και οι ίδιες αυτόν τον υβριστικό λόγο που οι άντρες επέβαλλαν με τα χρόνια.
Θέλω πολύ άντρες και γυναίκες να βάζουμε στη θέση του όποιον βρίζει υποτιμώντας την ύπαρξη και την ουσία του άλλου φύλου.
Θέλω πολύ, όπως «παίρνει» το αυτί μου πιτσιρίκια να βρίζουν χυδαία, να ακούσω κάποιον ή κάποια από την παρέα να βάζει στη θέση του όποιον βρίζει αναπαράγοντας όλα εκείνα τα στερεότυπα που καθιστούν τη γυναίκα «ιδιοκτησία».
Το πώς μας μεγάλωσαν είναι μια παράμετρος που δεν αλλάζει. Το πώς επιλέγουμε να μεγαλώνουμε και να ζούμε όμως είναι καθαρά δική μας υπόθεση κα δεν υπάρχουν «άλλοθι» για να τα χρησιμοποιούμε ως δικαιολογία.