Πολύς λόγος έγινε τις προηγούμενες εβδομάδες για το πρόσφατο νομοσχέδιο των υπουργείων Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη («Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις») και η αιτία ήταν οι διατάξεις του για την κατάργηση των «αιώνιων φοιτητών», την κατώτατη βάση για τους εισακτέους στα ΑΕΙ και τη φύλαξη των πανεπιστημιακών χώρων από ειδικό σώμα της ΕΛ.ΑΣ.
Η αμφισβήτησή του μάλιστα δεν προήλθε μόνο από την Αριστερά, που έχει έτσι κι αλλιώς αξιακό πρόβλημα με την ύπαρξη ορίων στο ποιοι και πόσοι εισάγονται στα πανεπιστήμια και τη φύλαξη στους χώρους τους, αλλά κι από πιο «μεταρρυθμιστικές» φωνές, που θεωρούν ότι το εν λόγω νομοσχέδιο είναι επιφανειακό και δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. «Πού είναι οι αυστηρές αξιολογήσεις των καθηγητών;», «Τι θα γίνει με τη σύνδεση πανεπιστημίου-αγοράς;», «χρειάζεται αναβάθμιση της ποιότητας σπουδών…» Αυτά και άλλα, ακόμα πιο απαιτητικά, ήταν τα σχόλια για το νομοσχέδιο και κάπου εδώ πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτι: Οι επικρίσεις που αξιώνουν βελτιώσεις και περιμένουν μεταρρυθμίσεις που θα εκσυγχρονίσουν την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι πολύ χρήσιμες και πρέπει να ακούγονται… Ωστόσο, στην Ελλάδα, το πρόβλημα ήταν πάντα τα αυτονόητα. Σπανίως είχαμε ζήτημα με τα μεγαλεπήβολα…
Για να το πούμε αλλιώς, μιλάμε για τη χώρα που μπορεί να στήσει Ολυμπιακούς Αγώνες σε χρόνο-ρεκόρ, αλλά να της πάρει δέκα χρόνια για να μετρήσει τους δημόσιους υπαλλήλους της· που κατέκτησε στο ποδόσφαιρο το Κύπελλο Ευρώπης, αλλά δεν μπορεί να διοργανώσει ένα εγχώριο πρωτάθλημα της προκοπής· που στήνει ένα υπερσύγχρονο εμβολιαστικό κέντρο για τον Covid-19 το οποίο θα ζήλευαν κράτη-πρότυπα, αλλά της χαλούν τα ψυγεία καταστρέφοντας μερικές εκατοντάδες εμβολιαστικές δόσεις…. Βλέπετε πώς πηγαίνει το μοτίβο.
Το βασικό ζητούμενο, λοιπόν, και στην Παιδεία μας είναι τα μικρά και «εύκολα», όχι τα μεγάλα και «δύσκολα»… Είναι οι μικρές λεπτομέρειες, αυτές που πολλοί ονομάζουν περιφρονητικά «τεχνικές», οι οποίες αν μείνουν ως έχουν, δεν υπάρχει η βάση για να σταθούν οι «ποιοτικές». Κι επειδή, εν προκειμένω, πιο σημαντικό κι από αυτά που διδάσκουμε στα παιδιά μας είναι η νοοτροπία που τους περνάμε, το νομοσχέδιο εισάγει πολύ ουσιαστικές αλλαγές. Με την κατάργηση των «αιώνιων φοιτητών», την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας εντός του πανεπιστημίου και την κατώτατη βάση για τους εισακτέους κάνουμε άλματα, που τώρα μας φαίνονται μικρά ασήμαντα βήματα. Οι «αιώνιοι φοιτητές» μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν θεωρούνταν καν πρόβλημα. Το πανεπιστημιακό άσυλο, δε, το θεωρούσαμε κάτι προοδευτικό. Όλοι το θεωρούσαν ως τέτοιο…! Για τέτοιο σκοτάδι μιλάμε.
Δεν λέμε βέβαια ότι το εν λόγω νομοσχέδιο ήρθε και μας έφερε το φως το αληθινό, αλλά, στη χώρα που τίποτα δεν είναι αυτονόητο, θα είναι ο λόγος που μετά από δέκα-είκοσι χρόνια θα λέμε «Καλά, είναι δυνατόν παλιά να μην υπήρχε βάση για εισακτέους;». Το «παλιά», που λέτε, είναι τώρα και αν είχαμε λύσει τόσο βασικά θέματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευσή μας, το νομοσχέδιο δεν θα χρειαζόταν κι εμείς δεν θα γράφαμε αυτό το άρθρο. Να, που χρειάζεται όμως.
Από την άλλη, όπως είπαμε, χρειάζεται να υπάρχει και η κριτική και να ζητάμε πάντα το καλύτερο… Υπάρχουν όντως κι άλλα σοβαρά ζητήματα που πρέπει να λυθούν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, τα έχουμε γράψει κι εμείς. Απλά, στην πολιτική μπορεί πολύ εύκολα να «φας τα μούτρα σου» αν το παρακάνεις με τις αλλαγές, με αποτέλεσμα στο τέλος να μην κάνεις τίποτα. Πόσες φορές δεν το έχουμε δει αυτό στην Ελλάδα; Κορυφαίο παράδειγμα το ασφαλιστικό. Συμπερασματικά, το νέο νομοσχέδιο για την Παιδεία, ναι, θα μπορούσε να είναι πιο «τολμηρό» και ενδεχομένως πιο διεισδυτικό ως προς τις παθογένειές μας… Υπάρχει, όμως, λογικός άνθρωπος που μπορεί να διαφωνήσει με τις αλλαγές του;