Όταν θα τελειώσει όλη αυτή η ιστορία με την πανδημία και τα lockdown και θα κοιτάξουμε πίσω για να δούμε πώς τα πήγαμε ως χώρα, ένα πράγμα θα μετρήσουμε: Πόσους χάσαμε. Και για μέτρο σύγκρισης, θα έχουμε όλες τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπως αυτές έχουμε και για οποιοδήποτε άλλο σημαντικό δείκτη. Τούτων δοθέντων, η αλήθεια – για κάποιους πικρή, για άλλους ευχάριστη – είναι πως μέχρι στιγμής η Ελλάδα τα πηγαίνει καλά. Τι να κάνουμε…; Έτσι λέει ο αριθμός των θυμάτων του κορονοϊού σε σχέση με τον πληθυσμό μας.
Το Bloomberg, από την άλλη, λέει ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χειρότερες χώρες για να ζει κάποιος μες στην πανδημία, επειδή για το μήνα που διανύουμε τα πήγαμε χάλια… Και, όντως, τα σχετικά στοιχεία που παρουσιάζει για το μήνα Δεκέμβριο δεν είναι καλά και αυτό είναι λυπηρό, γιατί οι επιδόσεις μας ως χώρα μετριούνται με ανθρώπινες ζωές. Ωστόσο, το κατά πόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί το συγκεκριμένο δημοσίευμα για να γίνεται ουσιαστική κριτική στην εθνική μας προσέγγιση είναι το λιγότερο συζητήσιμο, αφού κάτι τέτοιο θα είχε νόημα αν αυτή η προσέγγιση ήταν διαφορετική τώρα, τον Δεκέμβριο, σε σχέση με τους μήνες που τα πήγαμε καλύτερα. Και, βάζοντάς τα όλα κάτω, ξέρετε ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά της ελληνικής αντιμετώπισης του πρώτου κύματος της πανδημίας με αυτή του δευτέρου; Η χαλάρωση της κοινωνίας. Τα υπόλοιπα είναι ίδια, εκτός από το μέτρο της απαγόρευσης κυκλοφορίας μετά τις 9 το βράδυ και, πολύ εσχάτως, το click away. Ακόμα και το μεγαλύτερό μας πρόβλημα, το ακαταλόγιστο της Εκκλησίας, ίδιο παρέμεινε!
Ξαναλέμε: Η Εκκλησία έχει το ακαταλόγιστο. Για την ακρίβεια, η Εκκλησία φαίνεται περίπου να συγκυβερνά, αυτό είναι απαράδεκτο και το χρεώνεται η επίσημη, η κανονική ελληνική κυβέρνηση. Αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο μπορεί τώρα να μιλούσαμε για άλλα, καλύτερα νούμερα σε κρούσματα ή θύματα. Αυτή η κριτική όμως δεν μπορεί να ακυρώσει το γεγονός ότι η Ελλάδα τα πηγαίνει ακόμα πολύ καλύτερα από την Γαλλία, την Βρετανία, το Βέλγιο, την Σλοβενία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, την Ουγγαρία, την Ισπανία, την Ελβετία, τη Βουλγαρία, τη Σουηδία, τη Ρουμανία και ένα σωρό άλλες χώρες παρόμοιου βιοτικού επιπέδου. Υπάρχουν βέβαια και ανεπτυγμένες χώρες που τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα όπως ο Καναδάς ή η Νορβηγία, αλλά είναι πολύ λιγότερες. Με άλλα λόγια, είναι άλλο να κάνει κανείς κριτική στην ελληνική προσέγγιση – πράγμα θεμιτό – και άλλο να λέει ότι η Ελλάδα είναι στις χειρότερες χώρες για να περάσει κάποιος την πανδημία, λες και τα μέτρα περιορισμού είναι ανύπαρκτα ή ακατάλληλα ή η χώρα μας είναι μία τριτοκοσμική κόλαση με κόσμο να πεθαίνει έξω από κατειλημμένες ΜΕΘ.
Το κακό με αυτή την μηδενιστική ανάγνωση δεν είναι ότι το φταίξιμο για τα θύματα της πανδημίας πέφτει εκ των πραγμάτων στο κράτος ή την κυβέρνηση, αλλά ότι αθωώνεται η κοινωνία. Την ίδια στιγμή είναι προφανές πως, αντιθέτως, ο κόσμος έχει κουραστεί από τα παρατεταμένα μέτρα περιορισμού, κάτι που συμβαίνει και αλλού, γι αυτό και το δεύτερο κύμα είναι σφοδρότερο και σε άλλες χώρες που τα πηγαίνουν γενικώς καλά, όπως Γερμανία ή Ιρλανδία. Ειδικά οι δυτικές κοινωνίες δεν είναι συνηθισμένες να υπακούν πειθήνια σε μέτρα περιορισμού από το κράτος, όπως π.χ. συμβαίνει στην Κίνα, και ειδικότερα για την Ελλάδα, φαίνεται κι από την έρευνα του Bloomberg, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το μεγάλο πρόβλημα είναι η κοινωνία και όχι το κράτος. Η εν λόγω έρευνα, βλέπετε, έκρινε σκόπιμο να μετρήσει το πόσο αυστηρά είναι τα μέτρα σε κάθε χώρα και, για κάποιο λόγο, να τα αξιολογήσει θεωρώντας την αυστηρότητά τους ως κάτι αρνητικό. Η Ελλάδα, λοιπόν, για το Δεκέμβριο αξιολογείται συνολικά πολύ δυσμενώς, επειδή έχει υψηλό ποσοστό θανάτων τη στιγμή που έχει λάβει τα αυστηρότερα μέτρα (με τη λιγότερη δυνατότητα κυκλοφορίας των πολιτών). Σαν να λέμε τα μέτρα ελήφθησαν και είναι αυστηρά, αλλά δεν αποδίδουν αναλόγως… Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό πέρα από το ότι δεν τηρούνται από το κοινό;
Στη Θεσσαλονίκη, λ.χ., η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Μιλάμε για την πόλη που ονομάστηκε «Μπέργκαμο της Ελλάδας» και αντί οι δρόμοι της να ερημώσουν όπως έγινε στο κανονικό Μπέργκαμο όταν οι ΜΕΘ γέμισαν, οι Θεσσαλονικείς ξεκίνησαν Νοέμβριο να γεμίζουν την παραλία για βόλτα με τη μάσκα στο πηγούνι τους, για να φτάσουν Δεκέμβριο να βάζουν τα καλά τους (!) για να βγουν φωτογραφία με το χριστουγεννιάτικο δέντρο στην Αριστοτέλους. Οι κύριοι οδικοί άξονες, δε, από τα μέσα Δεκεμβρίου και μετά βρίσκονται στα όρια του μποτιλιαρίσματος και κάποια απογεύματα τα ξεπερνούν κιόλας.
Αν κάποιος θέλει να τα βάλει με το κράτος για αυτή την εικόνα δεν χρειάζεται να ψάξει στο Bloomberg… Μπορεί πολύ εύκολα να τα βάλει με την αστυνομία που φαίνεται πως αφήνει τον κόσμο να πίνει τον καφέ του στα παγκάκια ή να βγαίνει βόλτα ανενόχλητος με το αυτοκίνητο, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό δεν είναι αρκετό για να κρυφτεί το παγκοσμίως προφανές: Όταν έχεις τηλεόραση, διαδίκτυο, οικογενειακό γιατρό, μάσκες, γάντια, smartphone, laptop, τηλεργασία, κούριερ, επιδότηση, delivery, ψηφιοποιημένο δημόσιο, web-banking, συνεχή δελτία τύπου και εξαγγελίες από λοιμωξιολόγους, επιδημιολόγους και πολιτικούς προϊσταμένους, ενημερώσεις σε Facebook, Twitter και δελτία ειδήσεων και άλλα πολλά, που, ναι, δεν δουλεύουν όλα ρολόι αλλά, όχι, δεν χρειάζονται να δουλεύουν όλα μαζί τέλεια ταυτόχρονα για να ζήσεις αξιοπρεπώς στην καραντίνα και να ξέρεις τι σου γίνεται, τότε δεν μπορείς να πεις ότι φταίει το κράτος.
Όχι ότι δεν φταίει και το κράτος. Αλλά αυτό το ίδιο κράτος, το μέτριο, το δυσκίνητο, το ευνουχισμένο κράτος στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να μπει όλη αυτή η πρόοδος μες στα σπίτια μας και να μας δώσει μία εξατομικευμένη ελευθερία που δεν μετριέται μόνο με τα τετραγωνικά μέτρα γης στα οποία επιτρέπεται να μετακινηθεί το σώμα μας. Ε, αυτή η ελευθερία, όσο κι αν πια τη θεωρούμε αυτονόητη, αλίμονο, δεν παραχωρείται δωρεάν. Πληρώνεται με ένα νόμισμα που μπορεί σε χώρες σαν την Κίνα ή το Βιετνάμ, που τα πάνε καλά με την πανδημία, να θεωρείται υποτιμημένο, αλλά έκανε και τη Δύση αυτό που είναι σήμερα… Αυτό το νόμισμα λέγεται ατομική ευθύνη.