Όσοι στήριξαν τον Κώστα Καραμανλή, τον Μάρτιο του 1997, στην εσωκομματική διαδικασία εκλογής προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, το έπραξαν για πολλούς λόγους.
Το όνομά του, πιο βαρύ κι από την ίδια στην ιστορία.
Την νεότητα και την πολιτική φρεσκάδα του, αφού μόλις είχε διαβεί το κατώφλι της πέμπτης δεκαετίας της ζωής του.
Την αναγκαιότητα ανανέωσης της Νέας Δημοκρατίας κι εκσυγχρονισμού της.
Και, φυσικά, τις ιδέες και τα ιδανικά του.
Απέναντί του, είχε τον Κώστα Σημίτη και το ΠαΣοΚ, των μεγάλων δημοσίων έργων που θεωρούνταν από πολλούς διαβλητά ως προς τις κοστολογήσεις, του χρηματιστηρίου που ακολούθησε διαλύοντας κόσμο και κοσμάκη, του κρατισμού και του πελατειακού κράτους.
Στις εκλογές του 2000, ο Καραμανλής κι η Νέα Δημοκρατία έχασαν.
Σ’ ένα βράδυ που το αποτέλεσμα άλλαζε κάθε μισή ώρα.
Μα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο κρυστάλλινος πολιτικός του λόγος είχε δρομολογήσει την άνοδό του στην εξουσία.
Όπως κι έγινε με την επέλασή του στις εκλογές του 2004, όπου ουσιαστικά δεν είχε αντίπαλο, αφού το ΠαΣοΚ του Σημίτη είχε καταρρεύσει στις συνειδήσεις της κοινωνίας και ο Γιώργος Παπανδρέου που έλαβε εν μια νυκτί το δακτυλίδι της ηγεσίας του, δεν ήταν υπολογίσιμη και ισχυρή υποψηφιότητα, πέραν των στενών ορίων του κόμματός του.
Ο Καραμανλής, λοιπόν, με κεντρικό σύνθημα «υπάρχει καλύτερη Ελλάδα και τη θέλουμε», εξήγγειλε την επανίδρυση του κράτους, τον εξοβελισμό των νταβατζήδων από την πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου και δημιούργησε μέγιστες προσδοκίες.
Ο ίδιος και το κόμμα του, δεν θεώρησαν μουσαφίρη κανέναν εξ όσων συνέδραμαν στην προσπάθειά του και πρωθυπουργός μα και υπουργός Πολιτισμού, άρχισε να φλερτάρει με την Αριστερά που τη θεωρούσε πολιτικό κι ιδεολογικό αντίπαλο κι όχι εχθρό του.
Εξ ου και το περίφημο ιδεολόγημα του Μεσαίου χώρου.
Τότε, λοιπόν, ξεκίνησαν αμέσως οι πολιτικές κι οικονομικές πρωτοβουλίες που προβάλλονταν ως ρηξικέλευθες. Πολύ περισσότερο αφού η Ελλάδα ζούσε τον μύθο της με τους Ολυμπιακούς αγώνες.
Τότε, ακόμη, άρχισαν να γίνονται, ορατά σε λίγους, σοβαρά μειονεκτήματα.
Όπως, για παράδειγμα, η μη συμμετοχή των αρίστων στις κυβερνήσεις του.
Ο Καραμανλής, δημιούργησε πέριξ του μια ομάδα συνεργατών –υπουργών του, που μεγάλο μέρος της κοινωνίας γνώριζε ότι δεν διαθέτουν τα εχέγγυα για να ακολουθήσουν τις σκέψεις ή τις επιθυμίες του ή το πολιτικό του όραμα.
Όλοι ήξεραν , επί παραδείγματι, ότι ο Προκόπης Παυλόπουλος, ουδόλως μπορούσε ως υπουργός Εσωτερικών – Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, να υπηρετήσει το όραμα της ανασύστασης του κράτους (άρα του αναγκαίου περιορισμού του), λόγω της βαθειάς κρατικίστικης πολιτικής του αντίληψης. Κι όμως ανέλαβε αυτόν τον τομέα!
Όλοι ήξεραν ότι ο Δημ. Σιούφας, ουδόλως μπορούσε να στηρίξει την ανάπτυξη της χώρας. Κι όμως ανέλαβε αυτόν το τομέα. Με αποτέλεσμα αντί ανασύστασης του κράτους, τις χιλιάδες χιλιάδων διορισμούς και την ακόμη μεγαλύτερη μεγέθυνση του κράτους, με ότι αυτό συνεπάγεται στα δημοσιονομικά.
Ο δε καθηγητής Γιώργος Αλογοσκούφης, ανέλαβε την ευθύνη του Οικονομικού επιτελείου.
Τις δε κρίσιμες θέσεις των υφυπουργών, ανέλαβαν άνθρωποι με κριτήριο πιο πολύ την γεωγραφική ισορροπία της κυβέρνησης παρά την ανάδειξη έργου. Κάποιοι εξ αυτών, ιδιαιτέρως μέτριου πολιτικού βεληνεκούς. Μια ματιά στην σύνθεση εκείνης της κυβέρνησης, πείθει περί τούτου και τον πλέον δύσπιστο.
Τότε, μεταξύ άλλων, γίνεται το πρώτο σοβαρότατο πολιτικό σφάλμα.
Ο Αλογοσκούφης με μια κίνηση άκρως επιπόλαιη, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου.
Εξαγγέλλει την περίφημη απογραφή, με στόχο να καταδειχθεί ότι ο Σημίτης δεν χειρίστηκε καλά τα οικονομικά. Κι αρχίζει μια συνεχής συζήτηση σχετικά με το είχε «μαγειρευτεί» για να μπει η χώρα στην ΟΝΕ, λες κι η Ελλάδα δεν έκανε ότι όλες οι άλλες χώρες.
Κι αυτή η απογραφή, δημιουργεί μια τεράστια σπίλωση της χώρας στο εξωτερικό, αφού γίνεται γνωστό «φωναχτά» ότι είμαστε κράτος κουτοπόνηρων ή μπαγαπόντηδων ή λαός που κοροϊδεύουμε εκείνους που όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες εκείνοι έκαναν παρέα στις μαϊμούδες στα δέντρα…
Αμέσως μετά, προχωρά η άλλη εξαγγελία του Καραμανλή, για τους νταβατζήδες, με τον νόμο περί βασικού μετόχου.
Μα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο νόμο ο Προκόπης Παυλόπουλος; Που ούτως ή άλλως είχε επαγγελματικές – συμβουλευτικές σχέσεις με δαύτους;
Εξ ου και η θλιβερή αποτυχία του νόμου, που κατέπεσε στις Βρυξέλλες, αφού ήταν αντίθετος με την ευρωπαϊκή νομοθεσία!
Ουσιαστικά, αυτό ήταν το πρώτο σοβαρότατο πλήγμα εναντίον της κυβέρνησης Καραμανλή, η οποία ωστόσο δεν είχε χάσει την δημοφιλία της.
Πολύ περισσότερο, αφού ο Καραμανλής έκανε σημαντικά ανοίγματα στην εξωτερική πολιτική, στην οποία ήταν ολοφάνερο ότι είχε ρίξει μεγάλο προσωπικό βάρος.
Όμως, ότι ξεκίνησε, ότι συμφώνησε, έμεινε στα σχέδια.
Όπως ο περίφημος αγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης, ο οποίος καθιστούσε την Ελλάδα πιο ανεξάρτητη σε σχέση με το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Κι αυτό δημιούργησε την έντονη αντίδραση, αν όχι την οργή, των ΗΠΑ προς τον Κώστα Καραμανλή.
Πολλά έχουν γραφεί για εκείνη την περίοδο και περισσότερα έγιναν στα πολιτικά παρασκήνια.
Το καλοκαίρι του 2007, κάηκε η μισή Πελοπόννησος. Εξ αιτίας του …στρατηγού άνεμου, κατά την αστεία ρήση του αρμόδιου υπουργού δημόσιας τάξης, του Βύρωνα Πολύδωρα (ναι κι εκείνος ήταν υπουργός!!)…
Παρά ταύτα, στις εκλογές που προκηρύχτηκαν, ο Καραμανλής ήταν και πάλι θριαμβευτής.
Με εξακολουθούμενη την λαϊκή εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του.
Ο Καραμανλής ρίχνει και πάλι το προσωπικό του βάρος στα εξωτερικά.
Με κορύφωση το βέτο στο Βουκουρέστι, στην «επιχείρηση» των ΗΠΑ να εισέλθουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ, παρά την άρνησή τους να εγκαταλείψουν την αλυτρωτική τους «γλώσσα» και παρά την απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή και των κομμάτων της Βουλής (πλην ΛΑΟΣ) να αποδεχθούν σύνθετη ονομασία τους.
Η προσβολή απέναντι στον πρόεδρο Μπους θεωρήθηκε από τις ΗΠΑ κορυφαία ενέργεια του Έλληνα πρωθυπουργού. Κι άρχισαν να εμφανίζονται «σκάνδαλα» (Βατοπέδι) που έπλητταν θανάσιμα την κυβέρνησή του, αφού εμφανίζονταν ως αυτουργοί στενοί συνεργάτες του, όπως ο Θεόδωρος Ρουσσόπουλος ή κι ο Γιάννης Αγγέλου.
Ταυτοχρόνως, καίγεται και καταστρέφεται η Αθήνα, με την ευγενή διακριτική παρακολούθηση του αρμόδιου υπουργού, Προκόπη Παυλόπουλου.
Κι έρχεται, ως κερασάκι στην τούρτα, η παγκόσμια οικονομική κρίση.
Όσοι ασχολούνταν στενά με την Οικονομία, έβλεπαν ότι η συσσώρευση χρέους κι ελλειμμάτων αυξάνονταν ανησυχητικά. Ο δε υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Παπαθανασίου, καθησύχαζε την κοινωνία ότι η διεθνής κρίση δεν θα θίξει την Ελλάδα.
Ο Καραμανλής επενέβη.
Ζήτησε εθνική ομοψυχία, συναίνεση κι αντιμετώπιση του προβλήματος με σθεναρές περικοπές κι οικονομίες.
Αλλά, ήταν ολοφάνερο ότι η χώρα πλησίαζε στο τέλος εποχής Καραμανλή.
Πολύ περισσότερο αφού ο Γιώργος Παπανδρέου στήριζε την πολιτική του στο «όχι» και στο «λεφτά υπάρχουν».
Η πτώση της κυβέρνησής του δεν άργησε.
Κι από τότε, αρχές Οκτωβρίου 2009, ο Κώστας Καραμανλής διάγει πολιτικό λήθαργο.
Μ’ ένα μικρό διάλλειμα τις κρίσιμες ώρες πριν το γελοίο δημοψήφισμα του Τσίπρα, στο οποίο παρενέβη υπέρ του «ναι», αλλά δεν επηρέασε, καθώς αποδείχθηκε, την βούληση σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων.
Όμως, είναι πάντα χρυσός η σιωπή;
Πώς γίνεται ο άνθρωπος που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τόσες μεγάλες προσδοκίες, να παραμένει βουβός και να μιλούν εξ ονόματός του οι… Αντώναροι κι οι Βλάχοι;
Πώς γίνεται στενοί του συνεργάτες να συμπορεύονται και να επωφελούνται της εξουσίας για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ;
Πώς γίνεται να επικαλείται το όνομά του ακόμη κι ο Καμμένος κι εκείνος να το ανέχεται;
Πώς γίνεται να κατηγορείται ότι επί ημερών του η χώρα ξέφυγε δημοσιονομικά κι εκείνος τα έχει κάνει πλακάκια με τον Τσίπρα, με ένα σχέδιο μη επίθεσης; Και να μη μιλά;
Πώς γίνεται να διασύρεται η παράταξη και το κόμμα του κι εκείνος να σιωπά;
Πώς γίνεται να αμφισβητούνται συστηματικά οι μετά από αυτόν πρόεδροι της Νέας Δημοκρατίας από «τζουμπέδες» του και να ισχυρίζονται ότι «όποτε γουστάρει» παίρνει το κόμμα στα χέρια του, χωρίς εκείνος να τους βάζει στη θέση τους;
Θα του άρεσε όταν αποφασίσει να λύσει τη σιωπή του, να μην υπάρχει ακροατήριο να τον ακούσει;
Εξ ου και η παραίνεση στο χθεσινό άρθρο (τίτλος «Η Δεξιά συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ κι ο Καραμανλής») για άμεση τοποθέτησή του στη Βουλή!