Το πρόβλημα είμαστε εμείς, όχι η τηλεδιοίκηση – Γράφει ο Μιχάλης Δεμερτζής

Στην Ελλάδα, τα ατυχήματα σε σιδηρόδρομους είναι υπερβολικά πολλά. Είναι πάνω από είκοσι τα τελευταία δέκα χρόνια. Επτά είχαμε μόνο το 2022 (με δύο νεκρούς). Συγγνώμη, αλλά όταν μες σε αυτά τα δέκα χρόνια δεν έχει αλλάξει επί της ουσίας τίποτα στον τομέα της σιδηροδρομικής ασφάλειας, το πολύνεκρο δυστύχημα ήταν απλά θέμα χρόνου. Λογικά όλο και κάτι θα αλλάξει τώρα, όμως είναι αργά.

Μιχάλης Δεμερτζής
Γράφει ο Μιχάλης Δεμερτζής

Το έχουμε αυτό το κουσούρι στη χώρα μας, δυστυχώς. Πρέπει να πονέσουμε πολύ για να κάνουμε μία πραγματική αλλαγή, έστω και μικρή. Κάποιες φορές, μάλιστα, ούτε αυτό είναι αρκετό, ειδικά όταν η αλλαγή αφορά στο κράτος μας. Δείτε την υπηρεσία του 112 για παράδειγμα: Κάθε χρόνο έχουμε πυρκαγιές στην Ελλάδα και σε κάποιες περιπτώσεις είχαμε και ανθρώπινα θύματα, αλλά, για κάποιο λόγο, τελικά «χρειάστηκε» να καούν πάνω από εκατό άνθρωποι στο Μάτι για να εισαχθεί στα εργαλεία της Πολιτικής Προστασίας μία απλή υπηρεσία προειδοποίησης.

Ομοίως, «χρειάστηκε» μία μετωπική σύγκρουση τρένων με πενήντα επτά νεκρούς για να ανακαλύψουμε ότι δεν λειτουργεί η τηλεδιοίκηση στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας και ότι όλα μπορούν να διαλυθούν αν ένας άνθρωπος κάνει ένα λάθος. Μετά από τέτοια τραγωδία, το αναμενόμενο είναι να λειτουργήσει η τηλεδιοίκηση και ίσως να εισαχθούν νέοι ηλεκτρονικοί αυτοματισμοί στο δίκτυο, αλλά δεν αρκεί αυτό. Όχι, όταν τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν συμβεί στους ελληνικούς σιδηρόδρομους άλλα είκοσι δύο περιστατικά, τα οποία «φωνάζουν» ότι μεγαλύτερο πρόβλημα κι από την τεχνολογική μας ανυπαρξία είναι η αδιαφορία μας.

Ενδεικτικά, υπάρχει περσινό περιστατικό εκτροχιασμού αμαξοστοιχίας το οποίο συνέβη «για άγνωστους λόγους». Αλήθεια, αυτή είναι η επίσημη εξήγηση. Τα τρένα εκτροχιάζονται από μόνα τους και δεν ξέρουμε το γιατί. Ποιοι είναι άραγε αυτοί οι ατρόμητοι σταθμάρχες, που παίζουν με την τύχη τους και μόνο που πηγαίνουν στις δουλειές τους; Για να μην πούμε για τους μηχανοδηγούς, που παίζουν κυριολεκτικά τις ζωές τους… Και πώς ανέχονται αυτό το «για άγνωστους λόγους»; Προφανώς, συνήθισαν τόσα χρόνια στη δυσωδία ενός σάπιου κρατικού μηχανισμού, όπως, εδώ που τα λέμε, έχουμε συνηθίσει όλοι μας.

Ειδικότερα, απέναντι στα στραβά του κράτους, η στάση της ελληνικής κοινωνίας είναι η μοιρολατρία και της ελληνικής πολιτικής η στασιμότητα. Το αποτέλεσμα μετά την καταστροφή, που μοιραία κάποια στιγμή θα έρθει, είναι να εκμηδενίζεται η έννοια της ευθύνης για όλους, πολίτες και πολιτικούς, και έτσι πρακτικά να χάνεται εντελώς η διδακτική πλευρά της τραγωδίας και να μένει μόνο η ανθρώπινη: Η κοινωνία θρηνεί για κάποιες μέρες και οι πολιτικοί κρίνονται από το πόσο συμπάσχουν. Μετά, η ζωή απλώς συνεχίζεται. Λόγου χάρη, παρά τις τόσες πυρκαγιές και πλημμύρες, όλη η Ελλάδα έχει αυθαίρετους οικισμούς και μπαζωμένα ρέματα, ενώ στην περίπτωση της πυρκαγιάς στο Μάτι, η κοινωνία οργίστηκε με την τότε κυβέρνηση για την ανάλγητη πολιτική διαχείριση της τραγωδίας και όχι για τις ολιγωρίες του κρατικού μηχανισμού. Αυτές, βλέπετε, είναι πάντα αναμενόμενες…

Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι πως έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να μπορούμε να αισθανόμαστε ασφαλείς σε αυτή τη χώρα. Ένα τραγικό δυστύχημα σαν αυτό στα Τέμπη μπορεί να αλλάξει κάποια πράγματα προς το καλύτερο, αλλά δεν αλλάζει το πραγματικό μας πρόβλημα, το οποίο δεν είναι ο σιδηρόδρομος και η τηλεδιοίκηση… Είναι όλα τα «ωχ αδερφέ» του Έλληνα πολίτη, όλα τα «δεν βαριέσαι» του Έλληνα δημόσιου υπαλλήλου και όλα τα «θα δούμε» του Έλληνα πολιτικού, μαζί. Αυτά, όπως έχει αποδειχθεί πολλάκις, δεν αλλάζουν δυστυχώς από τη μία στιγμή στην άλλη, ακόμα κι αν αυτή η στιγμή περιλαμβάνει μία τραγωδία…

Προηγούμενο άρθροΑποτίμηση των πρώτων στοιχείων για την τραγωδία στα Τέμπη, θα κάνει η ανακρίτρια με τους δικαστικούς πραγματογνώμονες
Επόμενο άρθροΟ Γιάννης Καφάτος σχολιάζει την επικαιρότητα: Τέμπη – Ωρωπός: Τόποι μαρτυρίου