Σε μία εποχή ακραίων καιρικών φαινομένων, που περιορίζουν την αγροτική παραγωγή, και ραγδαίων δημογραφικών μεταβολών, που αυξάνουν τη ζήτηση, η διαθεσιμότητα τροφής έρχεται στο προσκήνιο, για ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη – μαζί και την Ελλάδα.
Μπορεί η αύξηση της αποτελεσματικότητας στον αγροδιατροφικό τομέα να ενισχύσει το σύστημα τροφίμων; Η απάντηση σε αυτό το καίριο ερώτημα είναι «ναι», ενώ η απάντηση στο «πώς», μπορεί να είναι η παραγωγικότητα, η οποία αναφέρεται ως η ικανότητα του συστήματος τροφίμων να παράγει περισσότερα αγαθά (π.χ., τρόφιμα, ζωοτροφές), με λιγότερους πόρους (π.χ., γη, νερό, ενέργεια, εργασία).
Η πιο συνήθης μέτρηση που μπορεί να αποτυπώσει την αποδοτικότητα όλων των εισροών σε σχέση με την τελική παραγωγή, είναι ο δείκτης TFP (Total Factor Productivity). Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση GAP 2024 (Global Agricultural Productivity) του Πανεπιστημίου Virginia Tech, η παγκόσμια παραγωγικότητα στον αγροδιατροφικό τομέα δεν επιταχύνεται, καθώς η μέση ετήσια αύξηση του δείκτη TFP ήταν μόλις 0,7% την τελευταία δεκαετία, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το 2% που θεωρείται απαραίτητο, ώστε να καλυφθούν οι παγκόσμιες ανάγκες σίτισης. Στην Ελλάδα, ο δείκτης της παραγωγικότητας είναι επίσης αρκετά χαμηλός, με την παραγωγικότητα στην ελληνική γεωργία να είναι έως και 40% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σύμφωνα με την Eurostat.
Γιατί όμως η παραγωγικότητα στη χώρα μας παραμένει τόσο χαμηλή;
Ένας από τους συντρέχοντες λόγους είναι ότι οι επενδύσεις στην έρευνα και καινοτομία, συχνά δεν είναι επαρκείς ή δεν ενσωματώνονται κατάλληλα στον αγροδιατροφικό τομέα. Παράλληλα, δεν υιοθετούνται νέες τεχνολογίες λόγω κόστους, αλλά και έλλειψης εκπαίδευσης και σχετικής υποστήριξης.
Οι κλιματικές προκλήσεις και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, από την άλλη, μειώνουν την προβλεψιμότητα και αποδοτικότητα. Υπάρχουν συχνά απώλειες και μετά τη συγκομιδή, όπως αδιάθετα προϊόντα, περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές, και διακυμάνσεις τιμών. Επίσης, η ανάπτυξη αποσπασματικών πολιτικών, χωρίς σαφή σύνδεση μεταξύ τεχνολογίας, εκπαίδευσης και χρηματοδότησης, έχει ως αποτέλεσμα απώλεια πόρων και αδυναμία επέκτασης των λύσεων.
Από τα παραπάνω, είναι ξεκάθαρο ότι η χαμηλή παραγωγικότητα στην αγροδιατροφή συνδέεται με σύνθετες προκλήσεις και, η βελτίωση, δεν αφορά μόνο την πρωτογενή παραγωγή, αλλά ολόκληρη την αλυσίδα αξίας τροφίμων, από το χωράφι έως το πιάτο. Στόχος είναι η μεγαλύτερη απόδοση, η λιγότερη σπατάλη και το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ταυτόχρονα.
Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν στο χωράφι, όπως η χρήση τεχνολογιών έξυπνης γεωργίας, μεταξύ άλλων, με τρακτέρ με GPS και αισθητήρες, drones και μέσα που βοηθούν στην αύξηση της απόδοσης των καλλιεργειών, και στη μείωση των εισροών (λιπάσματα, νερό).
Επίσης, στην αγροβιομηχανία, δηλαδή στη μεταποίηση τροφίμων, στη διανομή και στο λιανικό εμπόριο, η παραγωγικότητα επικεντρώνεται στη λειτουργική αποδοτικότητα, στη βελτιστοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας και στην προσθήκη αξίας, με παραδείγματα όπως:
· Αυτοματοποιημένες γραμμές επεξεργασίας τροφίμων, που αυξάνουν την παραγωγή και μειώνουν το κόστος εργασίας σε εργοστάσια που παράγουν κονσερβοποιημένα προϊόντα ή γαλακτοκομικά.
· Ψηφιοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας, με χρήση λογισμικού για παρακολούθηση αποθεμάτων, logistics και πρόβλεψη ζήτησης, μειώνοντας τις απώλειες και βελτιώνοντας τους χρόνους παράδοσης, ενώ βελτιστοποιούνται τα αποθέματα σε όλο το μήκος της αλυσίδας αξίας.
· Βελτιώσεις στην ψυκτική αλυσίδα, με σύγχρονα συστήματα ψύξης και μεταφοράς που περιορίζουν τις απώλειες μετά τη συγκομιδή, ειδικά σε ευπαθή προϊόντα, όπως φρούτα, ψάρια, κρέατα και γαλακτοκομικά.
· Κοινές προμήθειες α’ και β’ υλών, υλικών συσκευασίας, λιπασμάτων, ζωοτροφών, βιοδιεγερτών, υδρολιπαντικών ουσιών, αλλά και υπηρεσιών, μεταξύ των μελών του οικοσυστήματος αγροδιατροφής.
· Συνέργειες στη χρήση κρίσιμων παγίων, όπως μηχανημάτων, τρακτέρ, γενικότερων εξοπλισμών, με επενδύσεις από τα μέλη του οικοσυστήματος.
Παράλληλα, η πρόσβαση σε καινοτόμα τεχνολογία και σύγχρονη εκπαίδευση, η αντιμετώπιση της κλιματικής αβεβαιότητας, η μείωση της γραφειοκρατίας και η συνεργασία-δικτύωση, αποτελούν κρίσιμες στρατηγικές για την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Ενδεικτικά, αναφέρονται οι παρακάτω σκέψεις για:
· Δημιουργία αγροτικών demo farms, για πρακτική επίδειξη τεχνολογιών.
· Εφαρμογή συστημάτων παρακολούθησης μικροκλίματος και έξυπνης άρδευσης.
· Δημιουργία τοπικού γραφείου υποστήριξης για επιδοτήσεις και προγράμματα (π.χ., LEADER, ΠΑΑ).
· Ενίσχυση της δημιουργίας clusters και ομάδων παραγωγών, με κοινό branding και στόχους.
Νέα παραγωγή μέσω της κυκλικής οικονομίας
Πέρα όμως από τις τεχνολογικές και οργανωτικές παρεμβάσεις, η ενίσχυση της παραγωγικότητας συνδέεται με την υιοθέτηση των αρχών κυκλικής οικονομίας. Η μετάβαση από γραμμικά μοντέλα σε κυκλικά συστήματα, δημιουργεί νέες ευκαιρίες για αξιοποίηση πόρων και μείωση απωλειών σε κάθε στάδιο της αλυσίδας αξίας.
Η κυκλική οικονομία δεν είναι απλώς μια βιώσιμη προσέγγιση· αποτελεί τον νέο στρατηγικό πυλώνα για την αναγέννηση της παραγωγικότητας στην αγροδιατροφή. Μέσα από τις αρχές της επαναχρησιμοποίησης, της ανακύκλωσης, της ανάκτησης, και άλλων, μετασχηματίζουμε τα παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα, δημιουργώντας αξία εκεί που παλαιότερα υπήρχε απώλεια. Μετατρέπουμε, κατ’ αυτό τον τρόπο, τα απόβλητα σε νέα υλικά και προϊόντα και «ξεκλειδώνουμε» νέες ροές εσόδων.
Στην Ελλάδα υπάρχουν ήδη αρκετά παραδείγματα επιτυχημένης εφαρμογής των αρχών της κυκλικής οικονομίας, που οδηγούν σε αύξηση παραγωγικότητας.
Η αξιοποίηση υπολειμμάτων, όπως τα κλαδέματα, τα υπολείμματα ελαιοτριβείων και οι φλούδες φρούτων, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του κόστους διαχείρισης αποβλήτων έως και 40%, ενώ, παράλληλα, ενισχύει την παραγωγή εδαφοβελτιωτικών, βιοαερίου και ζωοτροφών.
Η ενσωμάτωση τέτοιων πρακτικών σε τοπικά αγροτικά οικοσυστήματα, όχι μόνο μειώνει το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά ενισχύει την παραγωγικότητα μέσω της μείωσης κόστους πρώτων υλών, της βελτιστοποίησης της εφοδιαστικής αλυσίδας και της δημιουργίας νέων αγορών για δευτερογενή προϊόντα.
Μπορούμε να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι οι έννοιες της αύξησης παραγωγικότητας και της εφαρμογής μοντέλων κυκλικής οικονομίας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η κυκλική οικονομία μάς καλεί να δούμε τα απόβλητα ως ευκαιρίες, να επεκτείνουμε τη διάρκεια ζωής των πόρων και να ανοίξουμε νέες ροές εσόδων, που ενισχύουν την ανθεκτικότητα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Μας δίνει τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να ξεφεύγουμε από τη νοοτροπία της αύξησης έντασης της παραγωγής, και να υιοθετήσουμε μία προσέγγιση μετασχηματισμού όπου με νέες, καινοτόμες λειτουργίες πετυχαίνουμε αύξηση παραγωγικότητας μέσω βέλτιστης αξιοποίησης των υπαρχόντων πόρων.
Συμπερασματικά, η αύξηση της παραγωγικότητας στον αγροδιατροφικό τομέα απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση που συνδυάζει τεχνολογία, εκπαίδευση, βιώσιμες πρακτικές και συνεργασίες. Από την υιοθέτηση λύσεων όπως η γεωργία ακριβείας και τα έξυπνα συστήματα άρδευσης, έως την ψηφιοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας και την αυτοματοποίηση στη μεταποίηση, κάθε βήμα συμβάλλει στη μείωση κόστους και σπατάλης. Παράλληλα, η ενσωμάτωση αρχών κυκλικής οικονομίας μετατρέπει τα απόβλητα σε πόρους και δημιουργεί νέες ροές αξίας, ενώ η δικτύωση παραγωγών και η απλοποίηση γραφειοκρατικών διαδικασιών ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα. Η παραγωγικότητα δεν είναι πλέον ζήτημα αποκλειστικά ποσότητας, αλλά και ποιότητας, ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από συντονισμένες δράσεις σε όλη την αλυσίδα αξίας.
Γράφουν οι:
· Θάνος Μαύρος, Εταίρος της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της ΕΥ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
· Ερμιόνη Ραυτοπούλου, Assistant Manager στο Τμήμα Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Διεπιχειρησιακών Λειτουργιών της EY Ελλάδος
· Μαρία Κοντογιάννη, Senior Consultant στο Τμήμα Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Διεπιχειρησιακών Λειτουργιών της EY Ελλάδος
Στην φωτογραφία από αριστερά:
· Θάνος Μαύρος, Εταίρος της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της ΕΥ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
· Μαρία Κοντογιάννη, Senior Consultant στο Τμήμα Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Διεπιχειρησιακών Λειτουργιών της EY Ελλάδος
· Ερμιόνη Ραυτοπούλου, Assistant Manager στο Τμήμα Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Διεπιχειρησιακών Λειτουργιών της EY Ελλάδος
ΑΠΕ-ΜΠΕ

























