Ένα σύμπαν μόνος του! – Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Υπήρξε κάτι περισσότερο από τραγουδοποιός. Ήταν ένας κόσμος αυτόνομος, ένα σύμπαν που περικλείει μισό αιώνα ελληνικής ζωής. Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν έγραψε απλώς τραγούδια, διαμόρφωσε έναν τρόπο να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε. Από το «Φορτηγό» ως τα ύστερα χρόνια του στο Ηρώδειο, πορεύτηκε με την ίδια παράξενη ένταση: ανάμεσα στο λυρισμό και την ειρωνεία, στην πίστη και στην αμφισβήτηση! Πάντα όμως στο φως.

Νίκος Σακελλαρόπουλος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον άκουσα ζωντανά. Δεν ήταν μόνο η μουσική, ήταν η αίσθηση ότι μπροστά μου στεκόταν κάποιος που «μετέφραζε» την Ελλάδα με τρόπο δικό του. Που έπαιρνε τις αντιφάσεις μας —το μεγαλείο και τη μικρότητα, την οργή και την τρυφερότητα— και τις έκανε τραγούδια.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1944, παιδί της μετεμφυλιακής Ελλάδας, μεγάλωσε ανάμεσα σε αντίρροπες δυνάμεις: τη βυζαντινή παράδοση και το ροκ, το πολιτικό πάθος και την υπαρξιακή αγωνία. Όταν κατέβηκε στην Αθήνα, κουβαλούσε ήδη μέσα του την ορμή μιας γενιάς που αναζητούσε λόγο να υπάρξει. Το «Φορτηγό» του, 1966, δεν ήταν απλώς δίσκος,  ήταν προκήρυξη: μια νέα γλώσσα, που παντρεύει τη λαϊκή κουλτούρα με τον Μπομπ Ντύλαν και τον Μπρεχτ.

Με τα «Περιβόλια του Ουρανού» και τον «Μπάλλο» καθιέρωσε τη δική του σχολή. Δεν ανήκε σε κανέναν κύκλο — ούτε στους ρομαντικούς της Αριστεράς ούτε στους εστέτ της διανόησης. Κρατούσε πάντα μια ιδιότυπη απόσταση, σαν να έλεγε: «Αφήστε με να ψάξω μόνος μου το τραγούδι της Ελλάδας». Και το έψαξε. Άλλοτε στα χνάρια του ρεμπέτικου, άλλοτε στα ηπειρώτικα στα τσάμικα ή στις παρέες των φοιτητών, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αλλαγής.

Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο κατεξοχήν αφηγητής της νεοελληνικής περιπέτειας. Τραγούδησε τον έρωτα και την αμφισβήτηση, τον λαό και τον μικροαστό, τον εαυτό του και την Ελλάδα σαν να ήταν ένα και το αυτό. Στο «Βρώμικο Ψωμί» και στα «Τραπεζάκια Έξω» έγραψε τη μουσική της Μεταπολίτευσης, με το βλέμμα στραμμένο όχι στα συνθήματα, αλλά στις σκιές πίσω τους. Είχε την τόλμη να σαρκάσει ό,τι αγάπησε και να αγαπήσει ό,τι σατίρισε.

Σαββ3

Η πορεία του δεν ήταν ποτέ ομαλή. Συχνά προκάλεσε, μπέρδεψε, προβλημάτισε — όπως ο κάθε κορυφαίος δημιουργός που δεν βολεύεται. Άλλοι τον είπαν «προφήτη», άλλοι «προδότη». Εκείνος συνέχισε να γράφει, να πειραματίζεται, να στήνει παραστάσεις που έμοιαζαν με τελετές μνήμης και αναγέννησης. Όπως στους «Αχαρνείς» ή στο «Χατζιδάκις – Σαββόπουλος Live», όπου η ελληνική μουσική περνούσε μέσα από το φίλτρο ενός νου που έβλεπε τα πάντα σαν ενιαίο αφήγημα.

Δεν έπαψε ποτέ να είναι ανήσυχος. Έβλεπε την τέχνη ως διαρκή αναμέτρηση με τον εαυτό. Κάθε εποχή τον ξαναδιάβαζε διαφορετικά: οι νέοι της δεκαετίας του ’70 τον άκουγαν ως φωνή της ελευθερίας, οι μεταγενέστεροι ως καθρέφτη της κρίσης, οι σημερινοί ως ζωντανό αρχείο της ελληνικής ταυτότητας. Κι όμως, ακόμη κι όταν έμοιαζε απόμακρος, ο λόγος του διατηρούσε εκείνη τη σπίθα: την αγωνία του ανθρώπου που ρωτά, που ψάχνει, που δεν βολεύεται.

Πάντα με συγκινούσε ο τρόπος που συνδύαζε την οξυδέρκεια με την τρυφερότητα. Μπορούσε μέσα σε μια φράση να χωρέσει και την ειρωνεία και την πίστη. Να μιλήσει για το έθνος και τον γείτονα, για τη Μεσόγειο και την πλατεία Εξαρχείων, χωρίς να προδώσει καμία πλευρά του εαυτού του. Ίσως γιατί, κατά βάθος, ποτέ δεν πίστεψε ότι ο κόσμος χωράει σε «στρατόπεδα».

Στις ύστερες δεκαετίες, μεταμορφώθηκε σε κάτι σπάνιο: σε ζωντανό μύθο που συνομιλεί με τον χρόνο του. Οι συναυλίες του είχαν πια τη μορφή ιεροτελεστίας — εκεί όπου οι γενιές συναντιούνταν γύρω από έναν κοινό πυρήνα: τη γλώσσα και τη μουσική που μας ένωναν.

Θυμάμαι στο Ηρώδειο, το βλέμμα του να σαρώνει το κοινό σαν να το αποχαιρετά και να το καλωσορίζει ταυτόχρονα. Εκείνη η στιγμή είχε κάτι από τελετή μετάβασης: από το προσωπικό στο συλλογικό, από το τώρα στο πάντα. Πιο πολύ ήμουν βουρκωμένος εκείνο το βράδυ, παρά άκουγα…

Το έργο του είναι ένα μωσαϊκό της νεότερης Ελλάδας. Από το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» έως τον «Πολιτικό Στίχο», από τον «Καημό της Πενθερά»ς έως την «Ωδή στον Καραϊσκάκη», όλα δείχνουν την ίδια επιθυμία: να ενώσει το υψηλό με το ταπεινό, την ιστορία με την καθημερινότητα, τη συλλογική μνήμη με το προσωπικό βίωμα.

Σαββ2

Τώρα, που τον αποχαιρετούμε, αυτό που μένει δεν είναι μόνο τα τραγούδια — είναι ο τρόπος που μάθαμε να ακούμε μέσα απ’ αυτά. Μας έμαθε ότι το ελληνικό τραγούδι μπορεί να είναι ποίηση, πολιτική, προσευχή και παιχνίδι μαζί. Ότι η τέχνη δεν είναι διακόσμηση, αλλά αναζήτηση ταυτότητας. Κι ότι ο δημιουργός δεν χρειάζεται να ανήκει πουθενά για να μιλήσει για όλους.

Ο Σαββόπουλος υπήρξε ένα σύμπαν μόνος του — ένας μοναχικός πλανήτης που γύριζε γύρω από τον ήλιο της Ελλάδας, φωτίζοντας τις πιο απρόσμενες πλευρές της. Μας άφησε μια παρακαταθήκη γεμάτη μουσικές και φιλοσοφημένες στιχουργίες. Ένα διαρκές, παλλόμενο συναίσθημα. Κι αυτό αποτελεί το σπουδαιότερο δώρο του.

Όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, όποτε ακούω εκείνη τη φωνή να ψιθυρίζει «ας κρατήσουν οι χοροί», κάτι μέσα μου ησυχάζει. Ξέρω πως, κάπου εκεί έξω, ο Νιόνιος συνεχίζει να κρατά ρυθμό — κι εμείς, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, εξακολουθούμε να πορευόμαστε μαζί του.

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων της Πέμπτης 23 Οκτωβρίου 2025
Επόμενο άρθροΑλεξάνδρα Σδούκου: Η κυβερνητική θέση είναι σαφής και ενιαία