Οι όροι με τους οποίους γίνεται σήμερα ο διάλογος για το δυστύχημα στα Τέμπη και συγκεκριμένα για τις ευθύνες του, όπως και τα πρόσφατα επεισόδια στις σχετικές απεργίες και πορείες διαμαρτυρίας, δείχνουν ότι η κοινωνία μας δυσκολεύεται πολύ να δει ένα σοβαρό θέμα με περισσότερη ψυχραιμία όσο ο χρόνος περνάει. Αντιθέτως, έναν ολόκληρο χρόνο μετά την τραγωδία, η επίκληση στο συναίσθημα είναι ακόμη πιο έντονη.
Ειδικά για τις ευθύνες, είναι παράξενο το γεγονός ότι ενώ πέρυσι φτάσαμε σε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα για τα πραγματικά αίτια του δυστυχήματος, φέτος φαίνεται να τα συζητάμε από την αρχή. Φαίνεται, εν προκειμένω, να υπάρχουν δύο ξεκάθαρα πολιτικά «στρατόπεδα», όπου οι μεν λένε ότι για το δυστύχημα φταίει το ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη και οι δε, που ακούγονται πολύ περισσότερο γιατί βγαίνουν στους δρόμους, λένε ότι φταίει η ελληνική κυβέρνηση. Στα έντονα αντικυβερνητικά συναισθήματα των πρόσφατων πορειών διαμαρτυρίας προστίθενται μάλιστα και οι αντιπολιτευτικές δηλώσεις περί «προσπάθειας συγκάλυψης», οι οποίες πολώνουν ακόμα περισσότερο τη συζήτηση.
Το πρόβλημα με όλο αυτό το κλίμα είναι ότι κανένας πουθενά δεν φαίνεται να ασχολείται με τον πραγματικά μεγάλο υπεύθυνο: την αρρωστημένη, ωχαδελφίστικη νοοτροπία που διέπει ολόκληρο το ελληνικό δημόσιο και που έβαλε τους πιο ακατάλληλους ανθρώπους στις πιο ακατάλληλες θέσεις. Όχι ότι περιμέναμε να γίνουν πορείες διαμαρτυρίας εναντίον του δημοσίου, δηλαδή του εαυτού μας, αλλά κάποιος από τους διαμαρτυρόμενους θα πρέπει τουλάχιστον να μας εξηγήσει πώς θα εκμηδενίσουμε τις πιθανότητες να μην ξαναγίνει ένα τέτοιο δυστύχημα πέρα από το να φύγει η κυβέρνηση (η οποία άλλωστε κάποια στιγμή θα φύγει νομοτελειακά).
Βλέπετε, μπορεί στη δημοκρατία συνήθως για όλα να φταίει μία κυβέρνηση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση οι πραγματικές ευθύνες είναι μοιρασμένες ανάμεσα στο ανθρώπινο λάθος και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών εν γένει. Κάτι που σημαίνει ότι, αν βγάλουμε το ανθρώπινο λάθος από τη μέση, μεγαλύτερη ευθύνη και από τη σημερινή κυβέρνηση έχει η ελληνική κοινωνία. Αλλά αυτό δεν ακούγεται επί του παρόντος από κανέναν, γιατί ως άποψη δεν είναι αρεστή, δεν πουλάει, δεν έχει συναίσθημα. Το μόνο που ακούστηκε, από πέρυσι ακόμα, είναι ότι δεν μπορούμε να τα ρίχνουμε όλα αορίστως στην κοινωνία και το σύστημα γενικώς, γιατί «αν φταίνε όλοι, τελικά δεν φταίει κανένας». Σωστό είναι αυτό, μόνο που είπαμε ήδη ότι φταίει συγκεκριμένα ο σταθμάρχης (ή όποιος άλλος αποφασίσει η δικαιοσύνη ότι έκανε λάθος τότε) και δεν άρεσε καθόλου! Το αποτέλεσμα είναι να κάνουμε κύκλους σήμερα γύρω από την ίδια πολιτική κουβέντα που κάναμε και πέρυσι και ο κόσμος να βρίσκει άλλη μία αφορμή για να κάνει απεργία και να βγαίνει στους δρόμους.
Για να το θέσουμε αλλιώς, αν κάπου υπάρχει συγκάλυψη, αυτή αφορά τις διαδικασίες του βαθέος ελληνικού δημοσίου, για τις οποίες σχεδόν ποτέ δεν γίνεται κανένας λόγος, πουθενά. Δημόσιοι υπάλληλοι κάνουν εγκλήματα, εκούσια ή ακούσια, και δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ακριβώς συμβαίνει με τις περιπτώσεις τους, μέχρι που μυστηριωδώς βρίσκονται μία μέρα ξανά στις θέσεις τους ή εξακολουθούν να εισπράττουν τον μισθό τους, ακόμα κι όταν βρίσκονται στην φυλακή. Από την άλλη, κανονική συγκάλυψη σχετικά με τα αίτια του δυστυχήματος στα Τέμπη δεν γίνεται να υπάρξει, καθώς αυτά ήδη τα ξέρουμε, και το γεγονός ότι ο χώρος της τραγωδίας μπαζώθηκε πριν ερευνηθεί διεξοδικά και επιβεβαιώσει την κακή κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου αποτελεί πιθανότατα ένα ακόμα παράδειγμα της απαράδεκτης προχειρότητας του ελληνικού δημοσίου.
Σε κάθε περίπτωση, αν εξαιρέσουμε τους κοντινούς ανθρώπους των θυμάτων, οι οργισμένες αντιδράσεις έναν ολόκληρο χρόνο μετά το δυστύχημα δεν δικαιολογούνται. Γίνονται απεργίες και συλλαλητήρια που φωνάζουν για συγκάλυψη και αδικία χωρίς να έχει ξεκινήσει καλά καλά τη δουλειά της η δικαιοσύνη και που ζητούν από την κυβέρνηση απόδοση ευθυνών για τα αίτια, ενώ αυτό έχει γίνει ήδη από πέρυσι. Προφανώς αυτού του είδους οι αντιδράσεις από διάφορους κοινωνικούς φορείς εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο πολιτικό αφήγημα. Από την άλλη, το αίτημα για καλύτερο δημόσιο βάζει στο κάδρο των ευθυνών τους πάντες, οπότε για κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να δούμε ποτέ ούτε συλλαλητήρια ούτε απεργίες.