Με την Άλκηστη –Σεβαστή Αττικιουζέλ μεγαλώσαμε σχεδόν μαζί. Την είχα «συναντήσει» στην «Τετραλογία» του Μούτση, σε ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη, Κώστα Καρυωτάκη και Γιάννη Ρίτσου. Είχε επαναβαπτιστεί από τον Μούτση σε Πρωτοψάλτη.
Έγινε αγαπημένη μου. Ερμήνευσε τον ανθό της πνευματικής δημιουργίας των Κρανουνάκη – Νικολακοπούλου. Τραγούδια απίστευτης εσωτερικής μα κι εξωστρεφούς δύναμης που μιλούσαν (θα μιλάνε εσαεί) στις ψυχές των νεοελλήνων. Το πρώτο της τραγούδι ήταν το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη, το 1974 για την Τετραλογία. Κι εκτιμώ ότι το έργο ζωής της είναι ο δίσκος με τίτλο «Παραδέχτηκα» (Goran Bregović – Λίνα Νικολακοπούλου). Μα αυτή η εκτίμηση είναι υποκειμενική.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά εξ αιτίας μιας περίεργης απόφασης που έλαβε με αφορμή μια εμφάνισή της στο «Παλλάς», όπου τραγούδησε μεταξύ άλλων τον περίφημο «Άδωνι». Εκεί λοιπόν η Άλκηστις, αφαίρεσε τη λέξη «χοντρή» από τους στίχους για να καταδικάσει τον ρατσισμό του σώματος, το λεγόμενο το body shaming.
Ομολογώ ότι ένιωσα ότι η Πρωτοψάλτη αλλοιώνει μόνη την υστεροφημία της. Δεν ξέρω τι την ανάγκασε να …δικαιολογήσει τους στίχους ενός τραγουδιού σαράντα ετών, αλλά φοβάμαι ότι κάπου έχουμε χάσει τη μπάλα. Ο δικαιωματισμός έχει κάποια λογική, αλλά εδώ πρόκειται για ιστορία, εδώ πρόκειται για κάτι με το οποίο έχει ταυτιστεί ο νεοέλληνας, χωρίς να το ενοχλεί η φράση «χοντρή νευρική». Κι από πού κι ως πού η λέξη «χοντρή» θεωρείται προσβολή, κακόηχη ή βρισιά;
Η Άλκηστις λοιπόν, άνοιξε και πάλι μια τεράστια συζήτηση. Ο δικαιωματισμός και το body shaming, είναι σε θέση να παρεμβαίνουν σε καλλιτεχνικές ή πνευματικές δημιουργίες του παρελθόντος; Αν συμβεί αυτό δεν καταρρέουν κορυφαία έργα παγκοσμίου ενδιαφέροντος, σε επίπεδο κινηματογράφου, βιβλίου, θεάτρου, ζωγραφικής κλπ;
Να μείνουμε στα δικά μας. Θα μπορούσε ποτέ ο μακαρίτης Πανούσης να κάνει σάτιρα; Θα μπορούσαν οι «Άγαμοι θύται» να κάνουν το καταπληκτικό σκετς με τη …γριά; Θα μπορούσε ποτέ ο Τζαβέλας να πει το «πατάω το κουμπί και βγαίνει μια χοντρή»; Θα μπορούσε ο Ζαμπέτας να λέει τον «Αράπη» και να χαλάει ο κόσμος; Ήταν βρισιά ή υποτίμηση η λέξη «αράπης»; Και τι θα έπρεπε να πει, ο «έγχρωμος, ο ταμ ταμ»; Θα μπορούσε ο Γκιωνάκης να παίξει τον περίφημο ρόλο του «καθυστερημένου» στα «Κίτρινα γάντια»; Θα έπεφταν τα 17 πραγματικά χαστούκια στην περίφημη ταινία «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο»; Αν τα αφαιρέσουμε πρέπει να σβηστεί όλη η ταινία. Όπως και τόσες άλλες παλιές ελληνικές ή μη ταινίες. Θα μπορούσε ο Γκιωνάκης να παίξει το έργο «Ο αγαθιάρης κι η ατσίδα», με τη Διαλυνά; Ο Βουτσάς «το ανθρωπάκι» ή «το θύμα»; Ο Ορέστης Μακρής τον «μεθύστακα» ή τον «γρουσούζη»; Θα γυριζόταν ποτέ το κλασικό αριστούργημα «Ο καλός – ο κακός κι ο άσχημος»;
Θέλω να πω ότι σε πολλά πράγματα υπερβάλουμε. Ναι, μπορεί σήμερα να φιλτράρουμε διαφορετικά τις λέξεις και τις έννοιες, αλλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή να πετάξουμε κορυφαία πολιτισμική κληρονομιά.
Προσωπικά απολαμβάνω χωρίς ενοχές και τύψεις τον «Άδωνι», όταν τον ακούω με τη φωνή της αγαπημένης μου Άλκηστης, ακόμη κι όταν λέει με υπέροχο τρόπο για τη «χοντρή νευρική»! Όπως χαζεύω τον Ρίζο ως «κοντό» ή τη Στυλιανοπούλου ως «δουλικό».
Προσωπικά δεν αισθάνομαι την ανάγκη καταγγελιών στην τέχνη. Κι εκτιμώ ότι η Άλκηστις υπερέβαλλε και μάλιστα υπέρ το δέον. Αλλά, είναι κι αυτό αναφαίρετο δικαίωμα της.