Το 2022 ήταν μια εξαιρετική χρονιά για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων – Γράφει ο Χρήστος Παγώνης

Το 2022 ήταν μια εξαιρετική χρονιά για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων με αύξηση +12,5% του όγκου παραγωγής, +24,2% της κατανάλωσης & +5,2%των εξαγωγών.

Χρήστος Παγώνης
Γράφει ο Χρήστος Παγώνης

Η εγχώρια αγορά αλκοολούχων ποτών χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό ο τομέας της εγχώριας παραγωγής φαίνεται να έχει κάνει άλματα ανάπτυξης ποιοτικά αλλά και παραγωγικά, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από μερικά χρόνια.

Στον κλάδο της παραγωγής αλκοολούχων ποτών δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που παρέχουν προϊόντα με καθιερωμένα εμπορικά σήματα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Στην πλειοψηφία τους οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα και τοπικής εμβέλειας, διεσπαρμένες κυρίως στην περιφέρεια .

Σε γενικές γραμμές, η ελληνική ποτοποιία έχει δείξει αξιοθαύμαστη αντοχή μέσα στις δυσμενείς συνθήκες που επικράτησαν από το 2010 (λόγω της αύξησης των φορολογικών συντελεστών κατά +130%) μέχρι σήμερα. Ειδικά τα στοιχεία του 2019 κατέγραψαν μια σαφή ανοδική πορεία σε όλους τους τομείς και ιδίως στις εξαγωγές. Το 2020 ακόμη και στις απρόοπτες δυσμενείς συνθήκες (λόγω της πανδημίας), έδειξε για μια ακόμη φορά τη μεγάλη αντοχή του κλάδου της παραγωγής, με βασικό κινητήριο μοχλό τις εξαγωγές. Το 2021, με την ανάκαμψη στην οικονομία και τη μερική επαναφορά της δραστηριότητας στην εστίαση και τον τουρισμό, ο κλάδος αρχίζει σταδιακά να ανακάμπτει στα προCovid επίπεδα, με μικρή αύξηση της παραγωγής σε σύγκριση με το 2020 (+1%), σημαντική ενίσχυση της κατανάλωσης των ελληνικών ποτών στο εσωτερικό της χώρας, ενώ παρατηρείται μικρή μείωση των εξαγωγών-αποστολών (-4,0%).

Το 2022 εξελίχθηκε σε μία εξαιρετική χρονιά για τον κλάδο της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων, καταγράφοντας σημαντικές αυξήσεις (σε επίπεδο όγκου) τόσο στην παραγωγή +12,5% και στην κατανάλωση +24,2% αλλά και στις εξαγωγές +5,2% που έχουν μια συνεχή ανοδική πορεία, επιβεβαιώνοντας την εξαιρετική ποιότητα των Ελληνικών αλκοολούχων ποτών και αποσταγμάτων.

Βεβαίως, υπάρχουν πολλές δυνατότητες για περαιτέρω ανάπτυξη και παραγωγή μεγαλύτερου εύρους προϊόντων, καθώς και νέων προϊόντων, με στόχο την αύξηση του μεριδίου της κατανάλωσης των παραγομένων στη χώρα αλκοολούχων ποτών, η οποία σήμερα κυριαρχείται από αλκοολούχα ποτά προέλευσης εξωτερικού.  Ωστόσο, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, αύξησης του κόστους παραγωγής και αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, οι προοπτικές για το 2023 είναι πολύ λιγότερο αισιόδοξες.

Σημαντικές προϋποθέσεις για  την ενίσχυση της βιώσιμης  ανάπτυξης του κλάδου παραγωγής και των εξαγωγών του είναι :

  • η προσαρμογή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης των αλκοολούχων ποτών στο μέσο όρο της ΕΕ, προσεγγίζοντας αναλογικότερα τη σχέση της φορολόγησης με το εισόδημα των Ελλήνων πολιτών,
  • η επικαιροποίηση της νομοθεσίας σύμφωνα με το ενωσιακό πλαίσιο και μείωση της γραφειοκρατίας και διοικητικών ελέγχων, που φέρνουν την εγχώρια ποτοποιία σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση έναντι των αλκοολούχων ποτών που έρχονται από το εξωτερικό,
  • η αναθεώρηση του καθεστώτος παραγωγής χύμα αποσταγμάτων, ώστε να τεθούν συγκεκριμένοι κανόνες και να μην δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός έναντι του τσίπουρου /τσικουδιάς των συστηματικών αποσταγματοποιών, που επενδύουν στην ανάπτυξη επώνυμων προϊόντων, επώνυμης ζήτησης και αυξημένης προστιθέμενης αξίας,
  • η καταπολέμηση παράνομης εμπορίας αλκοολούχων και αποσταγμάτων. Ενίσχυση των μέσων και εργαλείων, για την αποτελεσματική άσκηση του έργου των διωκτικών αρχών. Εντατικοποίηση των ελέγχων στην επιτόπια αγορά
  • η αλλαγή νοοτροπίας της κοινωνίας, όσον αφορά την εκτίμηση της ποιότητας των αλκοολούχων ποτών και τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του καταναλωτικού κοινού ότι τα ελληνικά αλκοολούχα ποτά ουδόλως υστερούν των αλκοολούχων ποτών προελεύσεως εξωτερικού
  • η θέσπιση προγραμμάτων προβολής & προώθησης ελληνικών αποσταγμάτων σε χώρες εντός και εκτός ΕΕ,
  • η αξιοποίηση του τουριστικού κύματος που δέχεται η Ελλάδα, μέσα από την ένταξη των αποσταγμάτων σε προγράμματα ανάδειξης γαστρονομικού τουρισμού.
  • η σύναψη Εμπορικών Συμφωνιών με τρίτες χώρες οι οποίες δημιουργούν σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Η παραγωγή εμφανίζει σταθερά , ανοδική πορεία, καταφέρνοντας να έχει μικρές απώλειες (ακόμα και το 2020) σε μια περίοδο που η εγχώρια ζήτηση υποχώρησε δραστικά, λόγω της στροφής που επέδειξαν οι επιχειρήσεις του κλάδου προς τις εξαγωγές.

Ειδικά το 2022, η εγχώρια παραγωγή αποσταγμάτων και άλλων αλκοολούχων ποτών παρουσίασε αύξηση +12,5% σε σύγκριση με το 2021και διαμορφώθηκε στα  21,2 εκ. λίτρα αλκοόλης (+2,3 εκ. λίτρα αλκοόλης)

Στο συνολικό διάστημα της 10ετίας (2013-2022) η συνολική παραγωγή των αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει σημαντική αύξηση 26,3% (+4,4 εκ. λίτρα αλκοόλης).

Στον κλάδο της παραγωγής αλκοολούχων ποτών δραστηριοποιείται σημαντικός  αριθμός επιχειρήσεων που παρέχουν προϊόντα με καθιερωμένα εμπορικά σήματα και υψηλή αναγνωρισιμότητα. Στην πλειοψηφία τους οι παραγωγικές μονάδες του κλάδου είναι επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, κυρίως οικογενειακού χαρακτήρα και τοπικής εμβέλειας.

Συνολικά στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή περίπου 350 επιχειρήσεις (ποτοποιίες & αποσταγματοποιίες), που είναι διεσπαρμένες σε όλη τη χώρα . (250 ποτοποιίες και άλλες 90 περίπου αποκλειστικά αποσταγματοποιίες)

 Από τα στοιχεία προκύπτει:

  1. ότι το ούζο παραμένει διαχρονικά το ηγεμονικό ποτό της ελληνικής παραγωγής, κατέχοντας το μερίδιο του 63,5%. Το ούζο παρουσιάζει σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2021 (+14,2%) ενώ στη 10ετία η αύξηση αυτή είναι 21,24%. Κινητήριο μοχλό αποτελούν οι εξαγωγές του.
  2. το τσίπουρο/τσικουδιά (αν και κατέχουν μικρό μερίδιο 8,8% της παραγωγής) εξελίσσονται με σταθερά ανοδική πορεία . Παρουσίασαν σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2021 (+8%) ενώ στη 10ετία η αύξηση αυτή είναι 90,8% . Όλο και περισσότεροι παραγωγοί (151) στρέφονται στην παραγωγή/τυποποίησή τους καθώς το θεσμικό πλαίσιο φαίνεται να ξεκαθαρίζει. Κινητήριο μοχλό αποτελεί η εγχώρια διάθεσή του.
  3. τα λικέρ, αν και αποτελούν ένα μικρό μερίδιο της παραγωγής 4,4%, καταγράφουν σταθερή αυξητική πορεία. Παρουσίασαν  σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2021 (+18,6%) ενώ στη 10ετία η αύξηση αυτή είναι 160,2%.  Τα ελληνικά βότανα, τα φρούτα τα άνθη δίνουν την ιδέα, ο ενθουσιασμός των ποτοποιών, η αγάπη τους για την παράδοση μέσα από συνεχείς πειραματισμούς καθώς και οι νέες καλαίσθητες συσκευασίες αποτελούν την κινητήριο δύναμη των ελληνικών λικέρ.
  4. Πέραν των ούζου, τσίπουρου/τσικουδιάς και λικέρ παράγουν μια σημαντική ποικιλία άλλων αλκοολούχων ποτών κατέχοντας το μερίδιο του 23,3% της παραγωγής, όπως βότκα, gin, ρούμι, απόσταγμα σταφυλής, ρακόμελο, κυρίως όμως αφορούν τα ποτά «τύπου brandy» (κατά >80%) που παράγονται από την πλειοψηφία των ποτοποιών (124).

 ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Ως γνωστόν η πανδημία αποτέλεσε μια νέα δοκιμασία για τον κλάδο, επηρεάζοντας την κατανάλωση, ιδιαίτερα την επιτόπια (on-trade), λόγω των αναγκαστικών lockdowns στην εστίαση αλλά και του περιορισμού των τουριστικών ροών, δημιουργώντας ασύμμετρες επιπτώσεις στον κλάδο σε σύγκριση με την υπόλοιπη οικονομία. Η μικρή ενίσχυση της κατ’ οίκο κατανάλωσης δεν αντιστάθμισε τις απώλειες από την εστίαση και τον τουρισμό με αποτέλεσμα η συνολική (εγχωρίων & εισαγομένων) κατανάλωση των αλκοολούχων ποτών το 2020 να μειωθεί κατά 27,4% (στα 10,22 εκ. λίτρα αλκοόλης) έναντι του 2019.

Η ανάκαμψη του 2021 στην οικονομία αλλά και η μερική επαναφορά της δραστηριότητας στην εστίαση και τον τουρισμό, ενίσχυσαν την εσωτερική αγορά και το επίπεδο κατανάλωσης το 2021 έκλεισε αντιπροσωπεύοντας το 90% του επιπέδου του 2019 και το 74% του επιπέδου του 2010.

Όσον αφορά τη διάθεση στο εσωτερικό, των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, παρουσιάζει διακυμάνσεις ανά έτος, με μεγαλύτερη μείωση το 2020 και μεγαλύτερη αύξηση στο επόμενο έτος 2021 (+24,5%) και το 2022 (+24,2%).  Το 2022 εξελίχθηκε σε πολύ καλή χρονιά καθώς, όλες οι κατηγορίες των ελληνικών αλκοολούχων ποτών εμφανίζουν αύξηση. Σε επίπεδο 10ετίας (2013-2022) η κατανάλωση των εγχωρίως παραγομένων ποτών, στο εσωτερικό της χώρας, εμφανίζει αύξηση +18,6% .

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι :

  1. το μερίδιο του ούζου (αν και εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο 42,31%) στη συνολική εγχώρια διάθεση των ελληνικών αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει, με μικρές διακυμάνσεις, πτωτική πορεία, με αποτέλεσμα στο σύνολο της δεκαετίας να καταγράφεται πτώση -13,5%. Βέβαια το 2022 σημείωσε αύξηση +16,4%.
  2. η κατηγορία τσίπουρο/τσικουδιά από το 2016, παρουσιάζει ανοδική πορεία στην εσωτερική αγορά, η οποία μεγεθύνεται έτι περισσότερο τα 3 τελευταία έτη. Το 2022 σημείωσε αύξηση +17,4%, ενώ στη δεκαετία 2013-2022 παρουσιάζει τεράστια αύξηση όγκων +86%.Το μερίδιο του είναι 26,44% στη συνολική εγχώρια διάθεση των ελληνικών αλκοολούχων ποτών.
  3. η εγχώρια κατανάλωση των ελληνικών λικέρ (αν και έχει μικρό μερίδιο 5%) παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις με τεράστια μείωση το 2020, η οποία αντιστρέφεται εξ ολοκλήρου το 2022. Το 2022 σημείωσε αύξηση +45,8%, ενώ στη δεκαετία 2013-2022 παρουσιάζει αύξηση όγκων +14,1%.
  4. η συνολική εγχώρια διάθεση των άλλων αλκοολούχων ποτών παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις (στη 10ετία) με τεράστια μείωση το 2020, η οποία ανακάμπτει εξ ολοκλήρου το 2022 σημειώνοντας αύξηση +44,25%. Στο σύνολο της δεκαετίας, καταγράφεται αύξηση +56,5%.Τα άλλα αλκοολούχα ποτά (όπως βότκα, gin, ρούμι, απόσταγμα σταφυλής, ρακόμελο, κυρίως όμως τα ποτά «τύπου brandy») διατηρούν σημαντικό μερίδιο της εγχώριας κατανάλωσης 26,1%

 ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ

  • O κλάδος της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια και ανοδική πορεία στις εξαγωγές, όπως αποτυπώνεται και από τα στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους , της τελευταίας 10ετίας 2013-2022 όπου καταγράφεται αύξηση κατά 28,5% ως προς τον όγκο. Ενώ το 2022 η αύξηση είναι 5,2% στο σύνολο των αλκοολούχων ποτών & αποσταγμάτων της ελληνικής παραγωγής προάγοντας την ελληνική παράδοση σε όλο τον κόσμο και επιβεβαιώνοντας ότι τα ελληνικά ποτά αναγνωρίζονται διεθνώς.
  • Αυτό επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της EUROSTAT που επεξεργάσθηκε ο ΣΕΑΟΠ, το 2022 έκλεισε με αύξηση των ελληνικών εξαγωγών των αλκοολούχων ποτών κατά 11,8% σε αξία (από 86,5 εκ. € σε 96,7 εκ. €). Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι εξαγωγές παρουσίασαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και το 2020 (κατά την περίοδο της πανδημίας), καταγράφοντας αύξηση σε αξία και σε ποσότητα .
  • Ο υψηλός δείκτης εξωστρέφειας (εξαγωγές προς εγχώρια παραγωγή) αυξήθηκε κατά 1,5 μονάδα την τελευταία δεκαετία, καθώς το 2022 διαμορφώθηκε στο 65,5% από 64% που ήταν το 2013
  1. το μερίδιο του ούζου, με 10,5 εκ. λίτρα αλκοόλης (37,4 εκ. φιάλες), εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο με 72,4% του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών. Παρουσιάζει στο σύνολο της δεκαετίας αύξηση +37,8%, ενώ και το 2022 σημείωσε αύξηση +11%.
  2. Οι εξαγωγές του τσίπουρου/τσικουδιάς αν και αντιπροσωπεύουν σε όλο το διάστημα της δεκαετίας ένα πολύ μικρό μερίδιο (0,4%-0,8%) του συνόλου των εξαγωγών, καταγράφουν μικρή αλλά σταθερή, ανοδική πορεία, με συνέπεια στο σύνολο της 10ετίας να σημειώνουν αύξηση 118,8%. Όμως το 2022 σε σχέση με το 2021εμφανίζουν πτώση -11%.
  3. Οι εξαγωγές των ελληνικών λικέρ αν και αντιπροσωπεύουν στη δεκαετίας ένα μικρό μερίδιο (2%-4%) του συνόλου των εξαγωγών καταγράφουν σταθερή, ανοδική πορεία καταγράφοντας σε σύνολο 10ετίας (2013-2022) άνοδο +500% . Όμως το 2022 σε σχέση με το 2021  εμφανίζουν πτώση -7% .
  4. Τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά (Brandy, gin, vodka, άλλα αποστάγματα, χαμηλόβαθμα ποτά) βρίσκονται σταθερά στη 2η θέση των εξαγωγών, με μερίδιο 21,4% (3 εκ. λίτρα αλκοόλης ή 10,8 εκ. φιάλες) επί του συνόλου των εξαγωγών. Κυρίως αφορούν τα ποτά τύπου brandy (κατά ≈90%) και παράγονται από την πλειοψηφία των ποτοποιών. Το 2022 σε σχέση με το 2021 καταγράφουν πτώση κατά -9%, ενώ σε σύνολο 10ετίας (2012-2021) η πτώση είναι -5,3% (171 χιλ. λίτρα αλκοόλης ή 0,6 εκ φιάλες ).

O Πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ κ. Μαυράκης δήλωσε «Αισθανόμαστε ενθουσιασμένοι και περήφανοι που το 2022 αποτέλεσε μία χρονιά-ορόσημο στη μακρά ιστορία του κλάδου. Ελπίζουμε ότι η πολύ καλή πορεία του 2022 θα συνεχιστεί και το 2023, υπάρχουν πολλές δυνατότητες για περαιτέρω ανάπτυξή του και παραγωγή μεγαλύτερου εύρους προϊόντων, αν και εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, αύξησης του κόστους παραγωγής και των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, οι προοπτικές για το 2023 και ειδικότερα για το 2024 είναι πολύ λιγότερο αισιόδοξες »

Πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα στήριξης της εξωστρέφειας του κλάδου της ελληνικής παραγωγής αποσταγμάτων, που θα λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές του ανάγκες, για να μπορέσει ανταπεξέλθει στις βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις :

  • Νομοθετικά εμπόδια στις εξαγωγές προς σημαντικές εξαγωγικές αγορές του κλάδου π.χ. στην Εγγύς Ανατολή.
  • Προβλήματα στην οικονομία σε μεγάλες εξαγωγικές αγορές λόγω του διεθνούς περιβάλλοντος πχ. Γερμανία, Αγγλία.
  • Απουσία κρατικής οικονομικής υποστήριξης προωθητικών ενεργειών του κλάδου στο εξωτερικό σε αντίθεση με άλλους κλάδους μεταποίησης όπως πχ. ο οίνος.
  • Θέσπιση πολύπλοκων , χρονοβόρων, διαδικασιών ελέγχου , γραφειοκρατία που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις και εξαντλεί τους περιορισμένους πόρους τους,  ερήμην των αναγκών του κλάδου.
  • Αύξηση του κόστους παραγωγής (ενέργεια, πρώτες ύλες) και διακίνησης των προϊόντων μας.
Προηγούμενο άρθροΜεσανατολικό: Τελικά η Αριστερά είναι «με τον άνθρωπο» ή όχι; – Γράφει ο Μιχάλης Δεμερτζής
Επόμενο άρθροΕξαφανίζονται τα φυτά! του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου(*)