Τα αποτελέσματα της κάλπης της 21ης Μαΐου μπορεί να έχουν διαφόρων ειδών αναγνώσεις από πολιτικής σκοπιάς, από κοινωνικής σκοπιάς όμως υπάρχει μία και μόνο βασική ανάγνωση: Την τελευταία δεκαετία, η ελληνική κοινωνία έχει εμφανώς ωριμάσει.
Μάλλον δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο… Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, συνεχόμενες μεγάλες κρίσεις διαταράσσουν τα ύδατα παγκοσμίως και δεν έχουν αφήσει κανέναν ανέγγιχτο. Ειδικότερα οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες είδαν τους θεσμούς τους να δοκιμάζονται ή και να ξεπερνιούνται από οικονομικά σοκ, πανδημίες και πολέμους και αναγκάστηκαν να ψάξουν για λύσεις εκ του μηδενός, καταλήγοντας κάποιες φορές σε μέτρα ακραία (π.χ. λοκ ντάουν) και προσπαθώντας συνάμα να μην προδώσουν τις αξίες τους.
Μέσα από τέτοιες συνθήκες μπορούν να αναδυθούν κάποιες αρετές σε μία κοινωνία, όπως π.χ. η εθνική ομοψυχία ή το αίσθημα της ατομικής ευθύνης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι δεδομένο πως καμία ωρίμανση δεν έρχεται χωρίς κόστος. Ειδικά στην Ελλάδα, νιώσαμε περισσότερο από κάθε άλλη δυτική χώρα τι εστί οικονομική κρίση και, όταν το 2015 ενδώσαμε στο εθνολαϊκιστικό παραμύθι των εύκολων λύσεων, ήρθαμε αντιμέτωποι με την πιθανότητα της πλήρους οικονομικής καταστροφής. Περίπου δέκα χρόνια μετά, μπορεί να μην έχουμε καταλάβει ακόμα τι θα πει εθνική ομοψυχία ή να μην αυξήσαμε αξιοσημείωτα το αίσθημα της ατομικής μας ευθύνης, αλλά τουλάχιστον καταλάβαμε ως λαός ότι λεφτόδεντρα δεν υπάρχουν και ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να κυβερνηθεί μία χώρα, ειδικά εν μέσω κρίσης.
Μιλάμε για την ίδια κοινωνία που μόλις πριν οκτώ χρόνια έβγαινε στις πλατείες και φώναζε στον υπόλοιπο πλανήτη ότι δεν του χρωστάει ευρώ. Μετά τα τραυματικά αποτελέσματα εκείνης της στάσης μας και για όλη την επόμενη τετραετία αναγκαστήκαμε να μάθουμε κάποια πράγματα που πριν δεν γνωρίζαμε, όπως το τι είναι οι αγορές, πόσο σημαντικές είναι οι τράπεζες, πώς μας ωφελούν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και το πλαστικό χρήμα κ.α., και παρ’ ότι για πολλά εξ αυτών εξακολουθούμε να διαφωνούμε, τελικά καταλήξαμε το 2019 στην ελάχιστη αναγκαία συναίνεση για να επανέλθουμε σε μία σχετική κανονικότητα.
Εάν το 2019 ήταν η ένδειξη ότι κάναμε ουσιαστικά βήματα μπροστά, το 2023 είναι η ένδειξη ότι δύσκολα θα κάνουμε βήματα πίσω. Με άλλα λόγια, οι εκλογές της περασμένης Κυριακής έδειξαν ότι μετά την αβεβαιότητα θέλουμε να τελειώνουμε και με τα ψέματα. Για να είμαστε ακριβείς βέβαια, περισσότερο θέλουμε να τελειώνουμε με τις μπαρούφες…
Για παράδειγμα, το «Δεν έχει σύνορα η θάλασσα» του Α. Τσίπρα μπορεί εν πρώτοις να φαινόταν μία αριστερίστικη χαριτωμενιά, μέχρι που ο Ερντογάν είπε να τη δοκιμάσει, οπότε και άρχισε να ρίχνει μετανάστες στο Αιγαίο και να προσπαθεί να καταργήσει τα σύνορα στον Έβρο, κι εκεί έπαψε να είναι αστείο. Ομοίως, οι αμετροέπειες του ΣΥΡΙΖΑ ότι λ.χ. ζούμε σε χούντα υπό τον Μητσοτάκη μπορεί πριν δέκα χρόνια να φαίνονταν «εντός προγράμματος», τώρα όμως μοιάζουν απαράδεκτες γιατί τις λένε οι ίδιοι άνθρωποι που ανέβηκαν στην εξουσία και τα έκαναν μαντάρα λέγοντάς μας ότι ζούμε σε χούντα υπό την Ευρώπη.
Ωστόσο, το γεγονός ότι τώρα ο λαός μας φαίνεται κάπως πιο ώριμα σκεπτόμενος, δεν σημαίνει φυσικά ότι έχει ξαφνικά ανοσία στον λαϊκισμό. Κατ’ αρχάς, όσο πιο πολύ ωριμάζει η κοινωνία σαν σύνολο, τόσο πιο έντονα αντιδρούν τα κομμάτια της εκείνα που εκπροσωπούν τα πιο χαμηλά της ένστικτα και, εν προκειμένω, την 21η Μαΐου πολλά αντισυστημικά μικρά κόμματα, από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά, προσέλκυσαν αθροιστικά ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων. Οι εκλογές που έρχονται τον επόμενο μήνα, λοιπόν, θα δείξουν εάν η δυναμική που έχει ο αντισυστημισμός στη χώρα μας υπολείπεται επιτέλους, για πρώτη φορά, από τη δυναμική που έχει αρχίσει να αποκτά η κοινή λογική.