Θυμάμαι! Όπως θυμόμαστε όλοι ή εν πάση περιπτώσει οι περισσότεροι.
Φώτα, χρώματα, μουσικές, γέλια, η προσδοκία του Άγιου Βασίλη, τα κάλαντα, οι διακοπές από το σχολείο. Το στόλισμα του δέντρου. Τα δώρα των γονιών, του νονού, των θείων, των παππούδων… Τα οικογενειακά ανταμώματα με ξαδέλφια, το παιγνίδι… Οι κουραμπιέδες της μάνας μου και τα μελομακάρονα της γιαγιάς μου… Τα μεγάλα τραπέζια με γαλοπούλες, χοιρινά κι ένα σωρό καλούδια… Η αγάπη που αντάλλασσαν με τα μάτια ο πατέρας με τη μάνα μου…
Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα, Χριστούγεννα της απόλυτης παιδικότητας.
Περίμενα με λαχτάρα το δώρο του πατέρα μου (καλή σου ώρα εκεί ψηλά που είσαι μπάρμπα Γιώργη), αφού μου είχε πει ότι θα είναι δώρο- έκπληξη.
Αναρωτιόμουν, τι μπορεί να ήταν αυτό. Κάποιο μεγαλύτερο ποδήλατο, όπως του είχα ζητήσει; Κάποιο τρανζιστοράκι για ν’ ακούω το ποδόσφαιρο; Ή μήπως εκείνο το ταξίδι στην Αγγλία για να δω από κοντά τον Τζορτζ Μπεστ;
Αγωνία, σας λέω! Κι ανυπομονησία. Και προσμονή. Μπορεί και να μη κοιμήθηκα το προηγούμενο βράδυ.
Ρωτούσα τη μάνα μου, δεν μου έλεγε. Ρωτούσα τη γιαγιά Θεοδώρα, δεν ήξερε.
Ώσπου, παραμονή Χριστουγέννων προς το μεσημεράκι, άκουσα το αυτοκίνητο του πατέρα μου να σταθμεύει μπροστά στην παλιά μονοκατοικία, στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά..
Οι παλμοί μου άρχισαν να κτυπούν ασυνήθιστα. Έτρεξα γρήγορα στην εξώπορτα, την άνοιξα κι είδα τον πατέρα μου. Ένα μέτρο απόσταση. Κρατούσε μια κούτα που φαινόταν βαριά.
- Τι δώρο μου έφερες τελικά; τον ρώτησα κοιτάζοντας με περιέργεια την κούτα.
- Περίμενε, μη βιάζεσαι, είναι και του αδελφού σου μαζί … Πάμε μέσα πρώτα!
- Έλα ρε μπαμπά, δώσε μου το τώρα…
Να μη σας τα πολυλογώ, τραβήξαμε κατ’ ευθείαν στο σαλόνι. Ήρθε κι ο αδελφός μου ο Μένιος, ήρθε κι μαμά Βενετία.
Κι άρχισε η ιεροτελεστία. Ανοίγει την κούτα ο πατέρας μου, βγάζει ένα μεγάλο πακέτο, μου το δίνει, με αγκαλιάζει και με φιλάει. Το ίδιο κάνει με ένα άλλο πακέτο στον Μένιο. Το πακέτο μου ήταν μεγάλο και βαρύ. Πολύ βαρύ! Τα νύχια μου χώθηκαν αστραπιαία στο χαρτί περιτυλίγματος κι άρχισα να το ξεσκίζω. Σε δέκατα δευτερολέπτου πάγωσα.
Βιβλία! Πέντε ίδια μεγάλα βιβλία! «Γεωργίου Δ. Παπαϊωάννου, Μεγάλη σχολική εγκυκλοπαίδεια»! Τόμος 1,2,3,4,5!
- Τι είναι αυτό; Πάλι θα διαβάζω;
- Θα θυμηθείς κάποια στιγμή και θα λες ότι αυτό είναι το καλύτερο δώρο που πήρες ποτέ…
«Άσε μας ρε πατέρα», λέω από μέσα μου…
Ο Μένιος, ως πιο μικρός και μη έχων σχέση ακόμη με σχολείο, ήταν πιο τυχερός. Μέσα στο δέμα που πήρε ήταν ένα μεγάλο πυροσβεστικό αυτοκίνητο, με σειρήνα, που δούλευε με μπαταρίες.
Έμεινα παγωμένος! Ίσως και μουτρωμένος!
Ο πατέρας μου έφυγε πάλι προς τον έξοδο του σπιτιού κι εγώ άκουγα τη μάνα μου να με κατσαδιάζει που δεν ήμουν ευγενικός μαζί του και δεν του είπα ένα ευχαριστώ…
«Άσε ρε μαμά, άκου εγκυκλοπαίδεια για δώρο», της ψιθύρισα, με μπόλικη αυθάδεια. Αν ήταν άλλη ημέρα δεν θα γλίτωνα την τιμωρία.
Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι ο πατέρας μου γύρισε πάλι στο σπίτι.
Κρατούσε ένα τεράστιο πακέτο, τυλιγμένο με κόκκινο χαρτί που είχε πολλούς αγιοβασίληδες κι άσπρες κορδέλες.‘Ήρθε προς το μέρος μου, με αγκάλιασε και μου το έδωσε. Αναθάρρησα!
- Τι είναι αυτό; Άλλη εγκυκλοπαίδεια;
- Άνοιξε να δεις…
Τσακίστηκα! Κι όσο άνοιγα το μεγάλο πακέτο, τόσο η καρδιά μου χόρευε πιο πολύ.
Νααααααααααιιιιιιιιιιιιιιιι! Το μεγάλο τρενάκι που είχαμε δει στη βιτρίνα του Σακιώτη, στη Βασιλέως Γεωργίου, πίσω από το Δημοτικό θέατρο.
Τότε, μούτρωσε ο Μένιος κι άρχισε να γκρινιάζει:
- Εγώ ένα πυροσβεστικό κι ο Νίκος ολόκληρο τρένο, με βαγόνια, με μηχανές, με σταθμούς;
Ο πατέρας μου μειδίασε.
- Μαζί θα παίζετε… Μαζί έχετε τα πάντα… Και από την εγκυκλοπαίδεια κι οι δυο θα διαβάζετε και θα μαθαίνετε…
Για πότε έγινε το σαλόνι καλοκαιρινό, ούτε που θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι για να στηθεί ολόκληρο το τρενάκι, έπρεπε να μετακινηθεί ένας καναπές…
Ευτυχία! Ήρθε κι ο Στρατής, ο ξάδελφός μου. Κι ο Λουκάς, ο φίλος και συμμαθητής. Κι ο Τάσος κι ο Νίκος, τα άλλα ξαδέλφια μου…
Χαμός! Του- του, του-του έκανε το τρένο κάθε ένα λεπτό… Να κι η διαπεραστική σειρήνα του πυροσβεστικού που έκανε τη μάνα μου να κλείνει με τα χέρια της τ’ αυτιά της! Να κι οι φωνές, τα γέλια, οι τσακωμοί.
- Όχι έτσι ρε…. Θα το χαλάσεις…
- Μα δεν ξέρεις εσύ…
- Άσε ρε που δεν ξέρω…
- Ρεεεεεεεεεεεεεε, όχι έτσι, θα τρακάρει!
- Ρε συ; Βλάκας είσαι;
Αχ ρε πατέρα! Αχ ρε πατέρα! Πού είσαι ρε πατέρα;
Καλά Χριστούγεννα σε όλους!
Με οικογενειακή θαλπωρή, χαμόγελα κι αγκαλιές!
Και καμιά εγκυκλοπαίδεια…