Τα κύματα της Covid-19 διαδέχονται το ένα το άλλο αδιάκοπα. Η ελπίδα ενός ιού που θα γίνει «εποχικός» ή «ενδημικός» απομακρύνεται. Ο SARS-CoV-2 είναι εδώ και θα είναι μαζί μας τους επόμενους μήνες, αν όχι χρόνια.
Για να ζήσουμε όμως μαζί του, δεν πρέπει να του διευκολύνουμε τη ζωή ώστε να μη χαλάσει τις δικές μας. Οι επανειλημμένες λοιμώξεις δεν αποφέρουν την προστασία που αναμενόταν. Και παρά τους εμβολιασμούς, οι ανοσοκατεσταλμένοι, οι πάσχοντες από χρόνια νοσήματα και οι ηλικιωμένοι κινδυνεύουν να πεθάνουν.
Για να ζήσουμε λοιπόν με τον ιό, θα πρέπει να μειώσουμε δραστικά τους κινδύνους, άρα να βγούμε από μια βραχυπρόθεσμη διαχείριση της απειλής και να αναπτύξουμε μια παγκόσμια και μακροπρόθεσμη υγειονομική στρατηγική σε πέντε άξονες: εποπτεία της επιδημίας, πρόληψη των μολύνσεων, διάγνωση και έλεγχος, εμβολιασμός και, τέλος, προσαρμογή του συστήματος φροντίδας.
Μέχρι τώρα, η εποπτεία της πανδημίας στηριζόταν κυρίως σε δείκτες, όπως τα κρούσματα με βάση τον αριθμό των θετικών τεστ. Ο αριθμός όμως των τεστ αλλάζει με τον καιρό και με τις συνθήκες. Τα παιδιά και οι ασυμπτωματικοί, για παράδειγμα, κάνουν λιγότερα τεστ. Πρέπει λοιπόν να γίνονται παράλληλες έρευνες με αντιπροσωπευτικά δείγματα του πληθυσμού, ώστε να είναι σαφέστερη η κυκλοφορία του ιού.
Η μείωση του αριθμού των μολύνσεων προϋποθέτει και μια στρατηγική πρόληψης που στηρίζεται στις γνώσεις για τους τρόπους μετάδοσης του ιού. Χρειάστηκαν περισσότερα από δύο χρόνια στις αρχές για να αναγνωρίσουν ότι ο SARS-CoC-2 μεταδίδεται κυρίως με σωματίδια στον αέρα. Στο στοιχείο αυτό πρέπει λοιπόν να στηριχθεί η πρόληψη, πράγμα που σημαίνει ότι η μάσκα στα μέσα μεταφοράς και στους χώρους με κακό αερισμό είναι απαραίτητη.
Ο τρίτος άξονας της διαχείρισης της επιδημίας αφορά την επεξεργασία μιας στρατηγικής για τη διάγνωση και τον έλεγχο. Είναι προφανώς σημαντικό να γίνεται το τεστ όσο το δυνατόν πιο νωρίς, ώστε να γνωρίζουμε αν είμαστε φορείς, αν πρέπει να απομονωθούμε και αν πρέπει να ειδοποιήσουμε το περιβάλλον μας. Στο πλαίσιο αυτό, τα self-test μπορεί να είναι πολύ χρήσιμα σε έναν «συλλογικό» έλεγχο, όπως για παράδειγμα στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις επιχειρήσεις, στους κινηματογράφους και στα εστιατόρια.
Τα εμβόλια αποτέλεσαν ένα πολύτιμο εργαλείο στην πρόληψη σοβαρών μολύνσεων και επέτρεψαν να σωθούν το 2021 τουλάχιστον 14 εκατομμύρια ζωές σε όλο τον κόσμο. Η αποτελεσματικότητα των σημερινών εμβολίων κατά των νέων παραλλαγών του ιού, όμως, είναι περιορισμένη. Φεύγουμε λοιπόν από την εποχή της αποτελεσματικότητας σε ποσοστό άνω του 90% κατά της νοσηλείας και του θανάτου και μπαίνουμε σε μια εποχή όπου το ποσοστό αυτό είναι 70%. Η εμβολιαστική στρατηγική πρέπει λοιπόν να επανεξεταστεί, ώστε να απαντήσει στα ερωτήματα: ποιος πρέπει να εμβολιάζεται πότε και με ποια εμβόλια;
Είναι επίσης απαραίτητο να ενισχυθεί η ικανότητα του συστήματος των νοσοκομείων, τα οποία ανταποκρίθηκαν στα πρώτα κύματα της πανδημίας, αντιμετωπίζουν όμως σήμερα μια πρωτοφανή κρίση έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού.
(*) O Μαχμούντ Ζουρεϊκ είναι καθηγητής επιδημιολογίας και δημόσιας υγείας στο πανεπιστήμιο Versailles-Saint-Quentin
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Le Monde