Της Τόνιας Α. Μανιατέα
«Πόσο εύμορφον είναι να ζη κανείς και να μελετά ταυτοχρόνως την ζωήν!» Με αυτή τη φράση κλείνει τη μνημειώδη διάλεξή του με τίτλο «Φιλολογία και Ζωή», εναρκτήρια της θητείας του ως υφηγητή της Φιλοσοφικής του πανεπιστημίου Αθηνών.
Είναι το σωτήριον έτος 1932 κι εκείνος μόλις 31 χρόνων και περιζήτητος καθηγητής ανά τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Κι όμως, πριν κλείσει τα 36, αυτός ο θαυμαστής και υμνητής της ζωής θα αυτοκτονήσει! Το έργο του Ιωάννη Συκουτρή παραμένει αθάνατο. Θα το θυμίζει, άλλωστε, και η βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, που φέρει το όνομά του. Ο βίος του, όμως, μοιάζει με κακό παραμύθι…
Γεννιέται το καταχείμωνο του 1901 στη Σμύρνη από γονείς κτηνοτρόφους, Χιώτες, που έχουν περάσει στη Μικρασία αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια του στο σχολείο ο Ιωάννης δείχνει την κλίση του. Είναι άριστος μαθητής. Αγαπάει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και γλώσσα, μιλάει και γράφει στην αττική διάλεκτο, μαθαίνει Λατινικά, Γαλλικά και Γερμανικά, ονειρεύεται να σπουδάσει. Στα 15 του έχει ήδη κερδίσει τον χαρακτηρισμό «πρώιμη ευφυία» αλλά τα οικονομικά της οικογένειας είναι ισχνά. Οι ανάγκες απειλούν να βγάλουν τον νεαρό στη βιοπάλη. Ωστόσο, ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος δεν διανοείται να αφήσει ανεκμετάλλευτο ένα τέτοιο μυαλό και τον στέλνει υπότροφο στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή, απ΄ όπου αποφοιτά με άριστα.
Όμως, μία αριστεία για έναν μαθητή, που όχι μόνον έχει προλάβει να ξεκοκαλίσει τη βιβλιοθήκη του σχολείου του, αλλά γράφει και μιλά με εξαιρετική ευχέρεια Αρχαία Ελληνικά και δημοσιεύει ήδη εντυπωσιακές φιλολογικές μελέτες με το ψευδώνυμο «Αντιφών ο Σμυρναίος», δεν είναι τίποτα. Είναι ακόμα στην αρχή. Τα χωριά της Μικρασίας, όπου ζουν Ρωμιοί, έχουν ανάγκη για δασκάλους που να μαθαίνουν στα ελληνόπουλα γραφή και ανάγνωση της μητρικής τους γλώσσας. Κι εκείνος, μόλις στα 18 του και για έναν χρόνο διδάσκει Ελληνικά στο χωριό Μουραδιέ (ένα τουρκόφωνο ελληνοχώρι, γνωστό ως Γκιαούρκιοϊ) της Μαγνησίας. Εκεί δημιουργεί τον «Εθνικό Όμιλο», έναν σύλλογο νέων, του οποίου τα μέλη ορκίζονται να μιλούν μόνον Ελληνικά!
Ωστόσο, οι καιροί στην Ιωνία είναι επικίνδυνοι για τους Ρωμιούς. Σε εφαρμογή της Συνθήκης του Μούδρου, οι συμμαχικές δυνάμεις έχουν καταλάβει επισήμως και για λόγους ασφαλείας τη Σμύρνη και στην απόβαση συμμετέχει και ο ελληνικός στρατός, γεγονός που προκαλεί πατριωτική έξαρση στους Έλληνες και φόβο και θυμό στους Τούρκους, των οποίων η έως πρότινος τουλάχιστον φαινομενική φιλική διάθεση έναντι των «απίστων» μεταστρέφεται σε εριστικότητα και καχυποψία. Αυτή την εποχή, ένας κύκλος «ελληνολατρών», που μιλούν μόνο την Ελληνική στην καρδιά της Μαγνησίας, είναι αρκετός για να ρίξει λάδι στη φωτιά…
Αλλά ο Συκουτρής δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με την επιθετικότητα των Τούρκων. Όσο ώριμος και σοφός κι αν χαρακτηρίζεται για την ηλικία του, δεν παύει να είναι ένας έφηβος ακόμη δάσκαλος και, ως γνωστόν, η νεότης «πάσχει» κατά κανόνα από επιμονή, αθανασία και άγνοια κινδύνου… Ποσώς τον αφορά η καχυποψία του τουρκικού περιβάλλοντος. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μπορεί απερίσπαστος να μελετά. Τα μαζεύει και φεύγει. Έρχεται στην Αθήνα και εισάγεται απευθείας στο 2ο έτος της Φιλοσοφικής.
Φιλοξενείται στον Πειραιά, σε ένα υγρό υπόγειο, που του παραχωρεί μία υπέργηρη θεία του. Είναι μακριά από τη σχολή, αλλά το ότι δεν χρειάζεται να πληρώνει τού είναι παραπάνω από αρκετό. Στα διαλείμματα των μαθημάτων, βέβαια, δεν μπορεί να πάει στο σπίτι και να επιστρέψει. Την… βγάζει στον εθνικό κήπο, όπου ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών βρίσκει ήσυχο καταφύγιο για να μελετά και να τρώει ένα κομμάτι ψωμί και ελιές. Μόνο, που η πνευματική τροφή και οι ελιές δεν αρκούν για να συντηρήσουν έναν απαιτητικό –εκ της νεότητος- οργανισμό. Ο Ιωάννης αδυνατίζει διαρκώς και κάποτε φτάνει στα πρόθυρα της φυματίωσης.
Από τη δραματική θέση τον βγάζουν δύο καθηγητές του, που έχουν προσέξει τη δεινή οικονομική του κατάσταση και τον ωθούν στο να συμμετάσχει στον Σεβαστοπούλειο Διαγωνισμό (ο Χιώτης πλούσιος έμπορος Κωνσταντίνος Σεβαστόπουλος έχει κληροδοτήσει το σύνολο της περιουσίας του για φιλανθρωπικά έργα, μεταξύ των οποίων και η θεσμοθέτηση διαγωνισμού με χρηματικό έπαθλο στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας για τη «μόρφωσιν τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς γλώσσης»), όπου φυσικά θριαμβεύει και με το έπαθλο καταφέρνει να συντηρηθεί επαρκώς για κάμποσο καιρό.
(«Όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο, ήξερε περισσότερα από όσα ξέραμε όλοι εμείς όταν βγαίναμε» θα δηλώσει χαρακτηριστικά πολλά χρόνια μετά, η συμφοιτήτριά του Φωτεινή Τζωρτζάκη).
Στο μεταξύ, τα νέα από την πατρίδα του, στην πέρα όχθη του Αιγαίου, είναι δυσοίωνα. Ο Ιωάννης βιάζεται να αποφοιτήσει και να επιστρέψει στη Σμύρνη για να στρατευτεί και να προσφέρει κι εκείνος τις υπηρεσίες του τόσο ως στρατιώτης όσο και ως φιλόλογος. Τα γεγονότα τον προλαβαίνουν. Τον Ιούλιο κρατά στο χέρι του το πτυχίο του με το «άριστα» κι όσο αναζητεί τρόπο και χρήμα για να επιστρέψει στη Σμύρνη, ξημερώνει ο ζοφερός Αύγουστος κι αμέσως ο Σεπτέμβριος. Δεν καταφέρνει να περάσει απέναντι. Κι εκείνος, όπως και ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Μικρασίας, χαρακτηρίζει το ΄22 «χρονιά της συμφοράς».
Μία επαγγελματική πρόταση τον οδηγεί στην Κύπρο. Όσο ετοιμάζει τη διδακτορική του εργασία με θέμα τον βίο του φιλοσόφου Μιχαήλ Ψελλού, ζει και εργάζεται εκεί. Αντί μηνιαίας αμοιβής 180 λιρών (το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας προορίζεται για τη συντήρηση της οικογένειάς του, την οποία στο μεταξύ έχει κατορθώσει να φέρει στην Αθήνα) διδάσκει στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας, όπου και φιλοξενείται. Είκοσι μήνες μένει στο νησί και η προσφορά του είναι σπουδαία.
Διδάσκει, δίνει ανεξάρτητες διαλέξεις, ιδρύει συλλόγους, εκδίδει την Επιστημονική Επετηρίδα των καθηγητών και το θαυμάσιο περιοδικό «Κυπριακά Χρονικά», όπου δημοσιεύει λαογραφικές, ιστορικές, αρχαιολογικές, παλαιογραφικές μελέτες για την Κύπρο με στοιχεία που συλλέγει ο ίδιος οργώνοντας τον τόπο. Για το… αεικίνητον της παρουσίας του στην Κύπρο, δηλώνει: «Σκέπτομαι, ή μάλλον ελπίζω, να μη μείνω κι άλλον χρόνον, αλλ’ ακριβώς δι αυτό θέλω ν’ αφήσω καλήν ανάμνησιν και προσέτι, το σπουδαιότερον, ακριβώς δι αυτό δεν θέλω να φειδωλευθώ τας δυνάμεις μου εις το να δώσω μίαν ώθησιν εις την Σχολήν και τον τόπο».
Το 1924 επιστρέφει στην ελληνική πρωτεύουσα, ορίζεται βοηθός του Φιλοσοφικού Σπουδαστηρίου της βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής και τον επόμενο χρόνο, στα μόλις 24 χρόνια του, αναγορεύεται αριστούχος διδάκτωρ της σχολής. Αυτή τη χρονιά γνωρίζει και παντρεύεται την κόρη του υπουργού των κυβερνήσεων Βενιζέλου, Μίνωα Πετυχάκη, Χαρά, διευθύντρια του Αρσάκειου. Αλλά και πάλι ο τόπος δεν είναι αρκετός για να ικανοποιήσει τις ανησυχίες του. Ταξιδεύει ίσαμε τη Λειψία και το Βερολίνο και έρχεται κοντά στους διάσημους φιλολόγους του 20ου αι.
Οι μελέτες του στη γερμανική γλώσσα για τη ζωή και το έργο του Δημοσθένη, του πυθαγόρειου Σπευσίππου και των Σωκρατικών φτάνουν τη φήμη του στους κύκλους των Ευρωπαίων λογίων. Το 1927 πληροφορείται ότι βρίσκεται μεταξύ των τριών υποψηφίων για την έδρα Κλασικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Πράγας. Τον νικά η εντοπιότητα ενός εκ των υποψηφίων. Φεύγει στη Γαλλία για να συνεχίσει εκεί τις μελέτες του. Με μία εργασία του, που αποδεικνύει τη γνησιότητα του Επιτάφιου του Δημοσθένη, αναγορεύεται διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το 1929 επιστρέφει στην Αθήνα.
«Δόξα μεν εστί ο παρά των πολλών έπαινος, κλέος δε ο παρά των σπουδαίων» διδάσκει ο αγαπημένος του γραμματικός της αρχαιότητας, Αμμώνιος και ο ίδιος έχει ήδη πνιγεί στο κλέος. Αλλά η δίψα του για γνώση παραμένει ακόρεστη. Εμβριθής μελετητής της γλώσσας, βαθιά διεισδυτικός νους, ο νεαρός Σμυρνιός Ιωάννης Συκουτρής συμμετέχει με όλη του την ψυχή στην πνευματική ζωή της Αθήνας, που αυτή την εποχή γεννάει σοφούς… Η γενιά των διανοουμένων του ΄30 μεγαλουργεί.
Έχει το χάρισμα να συγκεντρώνει γύρω του ανθρώπους. Με πυρήνα τον εαυτό του δημιουργεί ομόκεντρους κύκλους, που δονούνται στο άκουσμα των λόγων του.
(«Το μάθημά του είχε ένα πάθος! Μία έξαρση! Κάθε μέρα το περιμέναμε με ανυπομονησία! Ζωντάνευε το κείμενο! Τον συγγραφέα! Άνοιγε δρόμους στη σκέψη μας» θα περιγράψει το 1989 η φοιτήτριά του Αγλαΐα Φακάλου – Μακάρωφ, σε εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης).
Είναι, λοιπόν, ένας βαθιά χαρισματικός άνθρωπος, που μετατρέπει σε γοητευτικό αφήγημα ακόμα και το πιο ανιαρό μάθημα. Γεμίζει αμφιθέατρα, εμπνέει φοιτητές να γίνουν αντάξιοί του, δημιουργεί φανατικό κοινό. «Στις διαλέξεις του, αληθινές μυσταγωγίες, δεν περιορίζεται στην Αρχαιότητα, αλλά προχωρεί να ερμηνεύσει, πάντα με τη διεισδυτικότητα, την ευαισθησία και την εκφραστική άνεση που τον διακρίνουν, αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και νεοέλληνες ποιητές» θα σημειώσει σε άρθρο του για τον Συκουτρή ο αείμνηστος καθηγητής κλασικής Φιλολογίας Φάνης Κακριδής, ο πατέρας του οποίου, Ιωάννης, είναι πνευματικός συνομιλητής και επιστημονικός συνοδοιπόρος του Συκουτρή. Ο Ιωάννης Κακριδής, μάλιστα, γίνεται από τα επιμελέστερα μέλη της φιλοσοφικής «κλίκας των Σμυρνιών», την οποία οργανώνει ο Συκουτρής μέσα στο πανεπιστήμιο.
Το… μπόλιασμα των φοιτητών με θάρρος και δύναμη, όταν εκείνοι αισθάνονται για διαφορετικούς λόγους να κλονίζεται το ενδιαφέρον τους για τη φιλολογία, είναι για τον Συκουτρή στόχος ζωής. Κάποτε επισκέπτεται έναν από αυτούς στο νοσοκομείο. Ο νεαρός θα υποβληθεί σε σοβαρή εγχείρηση στο μάτι και φοβάται μήπως αυτό κάμψει τη δύναμή του να μελετά. Τότε ο Συκουτρής απλώνει το στέρνο του και με παρρησία του απευθύνει: «Μα, και εγώ δεν βλέπω καθόλου από το ένα μάτι! Αυτό δεν με εμποδίζει να μελετώ και να προοδεύω!»
(Παρά ταύτα, σε επιστολές της συζύγου Κακριδή, Όλγας Κομνηνού, τις οποίες θα ανακαλύψει αργότερα ο γιος της, Φάνης, και θα κυκλοφορήσει σε μία έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, ο Συκουτρής σκιαγραφείται σχεδόν ως αγοραφοβικός. Πάσχει από επικοινωνιακή αδεξιότητα, λέει, και το γνωρίζει. Συχνά ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του «μισόκοσμο», «υπερβολικό» και «καχύποπτο». Είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, με τεράστιες αδυναμίες και κραυγαλέα προσόντα, όπως κάθε ιδιοφυία. Δεν αυτοπροσδιορίζεται σαφώς, αλλά στην πραγματικότητα, στις επιστολές διαφαίνεται η ελιτίστικη ματιά με την οποία περιβάλλει την ύπαρξή του. Συχνά πυκνά, δε, κάνει λόγο για ανθρώπους κατώτερους που τον φθονούν).
Ο Συκουτρής εκτιμά τους ανθρώπους ανάλογα με την πνευματική τους στάθμη, την ειλικρίνεια και την ανιδιοτέλειά τους. Από τα μαθητικά του χρόνια ακόμη, είναι γοητευμένος από την πλατωνική διδαχή περί «πνευματικού αριστοκρατισμού» (στο έργο του «Πολιτεία», ο Πλάτων διατυπώνει ότι η ιδανική πολιτεία είναι αυτή που κυβερνάται από την «αριστοκρατία», δηλαδή από ένα σύνολο ανθρώπων που ξεχωρίζουν για τη σοφία, τη γνώση, την αρετή, τη δικαιοσύνη και την ικανότητα διακυβέρνησης των πολιτών). Πιστεύει ολόψυχα ότι οι πολιτικάντηδες πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους σε προσωπικότητες, οι οποίες με την ηθική και πνευματική υπεροχή τους θα βγάλουν τον κόσμο από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει.
Είναι δεινός γνώστης του επαναστατικού σοσιαλισμού και συστηματικός μελετητής των θεωρητικών του κομμουνισμού, νους ανοικτός, προοδευτικός, αληθινά δημοκράτης με βαθιά πίστη στην καλλιέργεια του μυαλού και την ψυχική δύναμη του ανθρώπου, τοποθετημένος, ωστόσο, ιδεολογικά στη συντηρητική πτέρυγα. Επιδιώκει την αντιπαράθεση και τον διάλογο, σε όλα τα πεδία και ασφαλώς, στην πολιτική.
(«Αυτό στο οποίο στόχευε ήταν να σου κινήσει το μυαλό. Να σε κάνει κριτικό απέναντι στις απόψεις του. Ήταν ένας θαυμάσιος δάσκαλος, τον οποίο λάτρευαν όλοι οι φοιτητές του» θα εξηγήσει αργότερα φοιτήτριά του, αυτοπροσδιορισμένη ως οργανωμένη κομμουνίστρια).
Όταν την 4η Αυγούστου του 1936 επιβάλλεται το καθεστώς Μεταξά διατυπώνει στο κοντινό του περιβάλλον την εκτίμηση ότι η κατάσταση στον τόπο θα βελτιωθεί. Ωστόσο, λίγους μήνες μετά, εξομολογείται στον φίλο και δικηγόρο του, αείμνηστο Πολυδεύκη Καλδή: «είναι κι αυτοί σαν τους άλλους»…
Στον ίδιο άνθρωπο θα εξομολογηθεί κάποτε ότι η μοίρα στάθηκε πολύ σκληρή απέναντί του, επειδή του στέρησε τους «δύο πιο δυνατούς δεσμούς, που πρέπει να έχει ο άνθρωπος από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο: τη γενέθλια γη και τον απόγονο». Θα ομολογήσει πως, όταν πληροφορήθηκε πως δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την αγαπημένη του σύζυγο, να αλλάξει το όνομά του και να «κρυφτεί» σε ένα απομακρυσμένο νησί, όπου θα διδάσκει στα λιγοστά παιδιά.
Σήκωσε λοιπόν τις οικονομίες του από την τράπεζα, μάζεψε τα πράγματά του, έβγαλε εισιτήριο για την Ανάφη (κατά την πιθανότερη εκδοχή) άφησε στο σπίτι τα περισσότερα χρήματα μαζί με ένα μήνυμα για τη Χαρά και έφυγε για το λιμάνι. Περιμένοντας, όμως, τη μπουρού να ηχήσει αναχώρηση, μετάνιωσε, κατέβηκε από το πλοίο και έτρεξε πίσω με την ελπίδα ότι εκείνη δεν θα είχε προλάβει να επιστρέψει στο σπίτι και να διαβάσει το σημείωμα. Πράγματι, η Χαρά είχε πολλή δουλειά στο Αρσάκειο και καθυστέρησε να γυρίσει στο σπίτι. Ο Συκουτρής δεν της το είπε ποτέ.
Δικά τους παιδιά δεν αποκτούν, αλλά έχουν τους φοιτητές του που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τους στο Παγκράτι. «Να, τα παιδιά μας, Χαρά» της λέει κάθε φορά που ακούγεται το κουδούνι στην πόρτα. Συμβουλεύει, καθοδηγεί, διδάσκει. «Θέλει δουλειά η φιλολογία» τους λέει συχνά πυκνά. «Θέλει συνεχή μελέτη, σκέψη, προσοχή. Είναι έρωτας η φιλολογία. Θέλει αφοσίωση και πίστη».
Η ΕΠΙΜΟΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΕΡΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ – ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΥΛΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΣΤΗ ΦΗΜΗ ΤΟΥ
Έτσι κι αυτός. Αφοσιωμένος και πιστός. Διδάσκει, μελετά και συγγράφει. Ως το 1935 έχει εκδώσει οκτώ μελέτες κυρίως περί την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, αναρίθμητες μεταφράσεις και εργασίες, που φιλοξενούνται σε ξένα έντυπα και ασφαλώς, τα Κυπριακά Χρονικά, που αποτελούν σπουδαία παρακαταθήκη για την κυπριακή βιβλιογραφία. Στο μεταξύ, το 1931, με πρωτοβουλία του υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπαθεί να καλύψει ένα σημαντικό κενό της ελληνικής εκπαίδευσης, δρομολογώντας την έκδοση σε μετάφραση όλων των κειμένων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών.
Η σειρά αυτή υπό τον γενικό τίτλο «Ελληνική Βιβλιοθήκη», εκτός από το αρχαίο κείμενο και τη μετάφραση στην καθαρεύουσα θα περιέχει και συνοπτικό πρόλογο και μια γενική εισαγωγή στο κάθε έργο. Σύμφωνα δε με τον σχετικό νόμο (5058/1931) κάθε χρόνο το υπουργείο Παιδείας θα χρηματοδοτεί την Ακαδημία με 350.000 δρχ. για τον σκοπό αυτό. Από την πλευρά της η Ακαδημία αποφασίζει ομόφωνα να αναθέσει το έργο της νέας ελληνικής βιβλιοθήκης στον υφηγητή Ιωάννη Συκουτρή.
Στο αιτιολογικό της απόφασης αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η επιλογή δεν γίνεται τυχαία καθώς ο Συκουτρής, παρά το νεαρόν της ηλικίας του (μόλις 30 ετών), είναι αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους Έλληνες φιλολόγους με ευρύ ερευνητικό έργο και επιστημονικές εργασίες με διεθνή αναγνώριση. Αποτελεί σπάνια περίπτωση Έλληνα διανοουμένου και φιλολόγου, ο οποίος με το έργο του προσπαθεί να βοηθήσει τους νεοέλληνες να προσεγγίσουν τον κόσμο της αρχαίας Ελλάδας αποφεύγοντας την τυπολατρία και τη σχολαστικότητα των προκατόχων του. Είναι γνωστός για τις γνώσεις και το πάθος του για την αρχαία Ελλάδα και αξιέπαινος για τη μεταδοτικότητά του στους φοιτητές του.
Η υλοποίηση αυτού του προγράμματος πάντως ξεκινά δύο χρόνια μετά τη λήψη της απόφασης. Τα πρώτα έργα, που εκδίδονται, είναι το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα σε μετάφραση και εισαγωγή Ιωάννη Συκουτρή και το «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη σε εισαγωγή επίσης Συκουτρή και μετάφραση Μενάνδρου. Το «Συμπόσιο» κυκλοφορεί το 1934. «Όχι χωρίς ιδιαιτέραν συγκίνησιν παραδίδω εις την δημοσιότητα την παρούσαν έκδοσιν του Συμποσίου» ξεκινά την εισαγωγή του ο συγγραφέας. Αν και οπαδός της καθαρεύουσας, υποστηρίζει τη χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία και την ποίηση.
Σε εποχή που το γλωσσικό ζήτημα κρατά διχασμένη την κοινότητα των λογίων, οι καινοτόμες και ριζοσπαστικές ιδέες του Συκουτρή βρίσκουν κάμποσους εχθρούς τόσο στις τάξεις των αριστερών διανοούμενων (π.χ. Δ. Γληνός), όσο και σε ακραίους συντηρητικούς κύκλους της ελληνικής εκπαίδευσης (π.χ. Ν. Εξαρχόπουλος). Η μετάφραση του αρχαίου κειμένου του Συμπόσιου, πάντως, είναι δοσμένη σε ήπια καθαρεύουσα, γεγονός που μάλλον δεν ικανοποιεί ούτε τους μεν, ούτε τους δε.
Από την άλλη, το συγκεκριμένο έργο του Πλάτωνα, είναι κατά γενική ομολογία ένα από τα ωραιότερα πονήματα της αρχαίας λογοτεχνίας και εξελίσσεται διαλεκτικά με συνομιλίες που περιστρέφονται γύρω από την αγάπη του ιδίου φύλου, ειδικά γύρω από τις σχέσεις μεταξύ εφήβων και ενηλίκων ανδρών, με κορυφαίο το εγκώμιο του Αριστοφάνη στον φτερωτό θεό που εντυπωσιάζει τους συνδαιτυμόνες του.
Κατά τον ποιητή, ο έρωτας είναι εξ ορισμού ενάρετος, γιατί δεν μένει στις σαρκικές απολαύσεις, αλλά περιλαμβάνει εκ των πραγμάτων την πνευματική επικοινωνία και ένωση. Αν δεν το κάνει, δεν είναι έρωτας. («Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η πρώτη ρητή συζήτηση για την αγάπη στη δυτική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, το Συμπόσιο, αρχίζει ως συζήτηση για την ομοφυλοφιλική αγάπη» θα σχολιάσει δεκαετίες αργότερα ο Έλληνας καθηγητής ανθρωπιστικών σπουδών, φιλοσοφίας και συγκριτικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Αλέξανδρος Νεχαμάς).
Στο εισαγωγικό του κείμενο και για την πληρότητα της παρουσίασης, ο Συκουτρής συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μία μικρή ενότητα περί ανδρικής ομοφυλοφιλίας, ως στοιχείου διαδεδομένου στις ανώτερες κλίμακες της αρχαιοελληνικής κοινωνίας. Οι κριτικές για την εργασία του Συκουτρή από εσωτερικό και διεθνείς φιλολογικούς κύκλους είναι διθυραμβικές. Οι Marshal και Herter των πανεπιστημίων Λονδίνου και Βόννης αντίστοιχα αλλά και οι Ξενόπουλος, Κύρου, Τζάρτζανος, Μελάς και τόσοι άλλοι επευφημούν το αποτέλεσμα της δουλειάς του νεαρού λαμπρού επιστήμονα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επικροτεί δημοσίως το έργο διατυπώνοντας τη βεβαιότητα ότι αυτό θα είναι μόνο η αρχή για μια σειρά αντίστοιχα σπουδαίων παρουσιάσεων και των υπολοίπων έργων της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Δύο χρόνια μετά (!), ωστόσο, το Φθινόπωρο του 1936, ο Συκουτρής δέχεται επίθεση περί «ανηθικότητας» και «διαφθοράς» από το περιοδικό «Επιστημονική Ηχώ». Κατηγορείται ως «υμνητής της ομοφυλοφιλίας» και «χυδαίος υβριστής της ηθικής των αρχαίων Ελλήνων». Η πολεμική σε βάρος του προβεβλημένου πανεπιστημιακού εντείνεται μέρα με τη μέρα. Το χειρότερο είναι ο σάλος δεν κοπάζει, ακόμη κι όταν οι κατηγορίες που του προσάπτονται καταρρίπτονται από τα ίδια τα γεγονότα. Ως και η «είδηση» που δημοσιεύει το περιοδικό, περί απόσυρσης του Συμποσίου από την αγορά, διαψεύδεται, αφού ήδη από νωρίς έχει γίνει γνωστό ότι τα αντίτυπα του έργου που έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά έχουν εξαντληθεί σε χρόνο ρεκόρ.
Γραπτές διαμαρτυρίες πολιτιστικών σωματείων της Πάτρας φτάνουν στο γραφείο του πρωθυπουργού Μεταξά, ο οποίος δίνει εντολή για διερεύνηση του θέματος. Το πόρισμα της επιτροπής που συστήνεται για τον λόγο αυτόν, βγάζει τον Συκουτρή δικαιωμένο. «Όχι μόνον δεν εξυμνεί την ομοφυλοφιλία, αντιθέτως την αποδοκιμάζει» αναφέρει ρητώς. Στο ζοφερό πολεμικό σκηνικό επιχειρείται και η εμπλοκή του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, μέλους της Ακαδημίας, τον οποίο οι καταγγέλλοντες εγκαλούν ότι δεν εμπόδισε την κυκλοφορία του έργου. Είναι πλέον προφανές ότι πρόκειται για συστηματική και επίμονη επιχείρηση λασπολόγησης ενός λαμπρού πνεύματος, που έχει τιμήσει διεθνώς την Ελλάδα, αλλά, με απόλυτη συνέπεια προς την κατάρα της φυλής, πρέπει να τιμωρηθεί γι αυτό…
Εκείνος παρακολουθεί εμβρόντητος και βουβός. Με τούτα και με κείνα κι έτσι καθώς δεν καταφέρνουν να τον γκρεμίσουν από το βάθρο του, οι κατήγοροί του καταφεύγουν στη λαϊκή ετυμηγορία. Σε λίγο, περισσότερα από ογδόντα σωματεία και σύλλογοι της αχαϊκής πρωτεύουσας υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας… «Καταδικάστε τον υβριστή» απαιτούν οι κρεοπώλες (!), «γκρεμίστε τον διαφθορέα» αξιώνουν οι αχθοφόροι (!), «εξορίστε τον κίναιδο» βροντοφωνάζουν οι σταφιδέμποροι (!).
Ο Γκέμπελς ωχριά. Η λάσπη κάποτε πιάνει τόπο και η φωνή λαού μετατρέπεται σε οργή θεού…. Ο ιεράρχης Χρυσόστομος αναγκάζεται να πάρει θέση. Δηλώνει ότι δεν ενημερώθηκε για την έκδοση του Συμπόσιου και πως όταν πια το πληροφορήθηκε, διαμαρτυρήθηκε έντονα, αλλά ήταν αργά. Τον Μάιο του 1937 η Ιερά Σύνοδος παίρνει θέση, καταδικάζοντας τον Συκουτρή σε τεύχος του περιοδικού της, «Φωνή της Εκκλησίας». Η δε Ακαδημία υπόσχεται ότι θα αφαιρέσει από την έκδοση το επίμαχο κομμάτι περί ομοφυλοφιλίας (δεν αφαιρείται ποτέ).
Ο Συκουτρής δεν αντέχει άλλο και δημοσιοποιεί φυλλάδιο με σκωπτικό άρθρο υπό τον τίτλο «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου, τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι» (!), με το οποίο απαντά στις διαβολές σε βάρος του. Ταυτόχρονα, σε επιστολή που στέλνει σε φοιτήτριά του εξομολογείται: «Να μπορούσε μόνο να μιλούσε στων φοιτητών μου την καρδιά. Αυτό είναι το όνειρό μου και ο πόθος μου. Γιατί το Συμπόσιο και η εκλογή του διαλόγου δεν είναι τυχαία. Είναι όχι μόνον απλώς μία έκδοσις, αλλά μία φωνή, μία πρόσκλησις αγάπης, κοινής αγάπης για τον Πλάτωνα και τον πλατωνισμό. Μίας αγάπης που θα βοηθήσει ίσως εκείνους που ακούνε τη φωνή, να ανέβουν ψηλότερα. Θα βοηθήσει επίσης εκείνον που την εκπέμπει στον αγώνα του κατά της μοναξιάς του…».
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ο Συκουτρής ταξιδεύει στην αγαπημένη του Γερμανία, όπου πια «ανθεί το φαινόμενο Χίτλερ». Επιστρέφει βαρύθυμος και απογοητευμένος. «Δεν υπάρχει πλέον ίχνος πνεύματος στη Γερμανία. Κυριαρχεί η στρατοκρατία με όπλο τη βία» θα δηλώσει με την επιστροφή του στον φίλο του Κάλδη.
Ο έτσι κι αλλιώς κοπιώδης βίος του γίνεται ασήκωτος. Το λαμπρό πνεύμα του Ιωάννη Συκουτρή αντιστέκεται σθεναρά σε ό,τι προσπαθεί να το θολώσει. Πονάει επειδή δεν αξιώνεται απόγονο. Πονάει από την απογοήτευση που τον γεμίζει ένας λαός, στον οποίο έχει επενδύσει πνεύμα και ψυχή. Πονάει με την εχθρότητα που δέχεται από το καθηγητικό περιβάλλον, διότι στο μεταξύ, γνωρίζει ότι ένας κύκλος πανεπιστημιακών, υποστηρικτών της αυστηρής καθαρεύουσας, προωθεί σθεναρά για τη θέση του καθηγητή, για την οποία ο ίδιος προορίζεται, συνάδελφό του «καθαρό», αξιοποιώντας (ή και ενορχηστρώνοντας) την πολεμική σε βάρος του. Ο Συκουτρής μυρίζεται πανταχόθεν τοξικότητα, αλλά δεν δείχνει διατεθειμένος να τη διαχειριστεί. Ίσως επειδή δεν διαθέτει τα ίδια όπλα. Είναι άλλης πάστας πολεμιστής αυτός. Το πνεύμα του προορίζεται για έρευνα, όχι για πόλεμο.
(«Ο Συκουτρής είχε κάνει υπαρξιακή οντότητα το νιτσεϊκό ιδανικό… Πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι δυνατός και ο ίδιος να ορίζει τη μοίρα του και να κανονίζει και το τέλος του. Αυτή θα είναι και η τελείωση του “εγώ” του» θα προσπαθήσει να περιγράψει την προσωπικότητα του σπουδαίου δασκάλου χρόνια μετά, φοιτητής του).
Σάββατο, 18 Σεπτέμβρη του 1937, φεύγει για μία εκδρομή στην Κόρινθο. Θέλει, λέει, να εισπνεύσει ανεμπόδιστο αέρα στον βράχο που δεσπόζει κοντά στην πεδιάδα της περιοχής. Στο ξενοδοχείο, όπου καταλύει, γράφει προς τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Καλαμαρά ένα σημείωμα, με το οποίο κληροδοτεί τα βιβλία του στην Ακαδημία, αφήνει ένα ποσό στη σύζυγό του Χαρά και ζητά να δημοσιευτεί ατόφιο και χωρίς συμπλήρωμα το τμήμα της εισαγωγής στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη, το οποίο έχει προλάβει να ετοιμάσει. Επιπλέον, γράφει δυο τρεις κάρτες, που στέλνει στους αγαπημένους φοιτητές του. «Χαίρε από την Κόρινθο!». Δευτέρα πρωί ανεβαίνει στον Ακροκόρινθο και ώρες μετά επιστρέφει στο δωμάτιό του. Την επομένη το πρωί βρίσκεται νεκρός στο κρεβάτι του. Μία Τρίτη, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1937, ο λαμπρός φιλόλογος και φιλόσοφος Ιωάννης Συκουτρής περνάει στην άλλη πλευρά του Αχέροντα. Είναι μόλις 36 χρόνων, αλλά αφού ποτέ δεν τον χώρεσε ο τόπος, και γι αυτή τη μετάβαση είναι έτοιμος σαν από καιρό…
«Η αυτοκτονία δεν ήτο δια τους αρχαίους αμάρτημα. Ο ελεύθερος είναι κύριος της ζωής του και δικαιούται και να τελευτά. Αν, δε, αυτοκτονεί, δεν το κάμει ως ποινή πράξεώς του, αλλά δια της ελευθερίας αναγκάζει και τους εχθρούς να αναγνωρίσουν τον ηρωισμόν που του ηρνήθησαν. Έτσι, ο ωραίος θάνατος αποκαθιστά την τιμή» …
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ Ιωάννη Συκουτρή (Εκδ. ΚΑΚΤΟΣ)
ΠΛΑΤΩΝ / συμπόσιο – κριτίας Β. Δεδούση, Γ. Κορδάτου (Εκδ. Ζαχαρόπουλος)
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ – «Ηρωικός Τρόπος Ζωής» Ιωάννη Συκουτρή – Επιμέλεια: Νικόλαος Καρράς (Εκδ. ΠΕΛΑΣΓΟΣ)
ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ – ΠΛΑΤΩΝ (Εκδ. ΣΚΑΙ)
ΑΜΜΩΝΙΟΣ * ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΛΕΞΕΩΝ (Εκδ. ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ)
ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ – ΕΚΠΟΜΠΗ «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ», ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΣΥΚΟΥΤΡΗ (1989)
«Με φιλίαν παντοτινήν και άδολη» ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΥΚΟΥΤΡΗ ΣΤΙΣ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΟΥ (Εκδ. ΜΙΕΤ) – Επιμέλεια: Ελένη Ράμφου
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΥΚΟΥΤΡΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (1922 – 1924) Φάνη Ι. Κακριδή (Εκδ. ΜΙΕΤ)
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΩΝ – ΠΟΙΗΤΩΝ Παύλου Νικοδήμου
ΑΠΕ-ΜΠΕ