ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ – Γερμανία: Η διαχείριση της πανδημίας προκαλεί πολιτική ένταση

«Αυτή τη στιγμή δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε χαλάρωση», δήλωσε την περασμένη Τρίτη ο υπουργός Υγείας και καθηγητής Επιδημιολογίας Καρλ Λάουτερμπαχ. «Τα επιστημονικά στοιχεία επιτρέπουν ένα πρώτο βήμα προς το άνοιγμα», είπε χθες ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, υπό την πίεση των ομόσπονδων κρατιδίων που ανυπομονούν για άρση των περιορισμών.

Σε συνδυασμό με την «ανταρσία» της αντιπολίτευσης για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών και τις επιφυλάξεις των συγκυβερνώντων Φιλελεύθερων (FDP), η διαχείριση της πανδημίας εξελίσσεται σε εξαιρετικά περίπλοκη πρόκληση.

Το γεγονός ότι τα κρούσματα κορονοϊού παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο δε φαίνεται να αποθαρρύνει τις κυβερνήσεις κάποιων κρατιδίων από τα σχέδια ανοίγματος της κοινωνικής ζωής και της αγοράς, ακόμη και πριν από την προγραμματισμένη για τις 16 Φεβρουαρίου διάσκεψη των πρωθυπουργών με τον καγκελάριο. Ενδεικτικά, η Δήμαρχος/Κυβερνήτης του Βερολίνου Φραντσίσκα Γκίφεϊ ανακοίνωσε ότι από τις 18 Φεβρουαρίου στο κρατίδιο καταργείται ο Κανόνας 2G (πρόσβαση μόνο σε εμβολιασμένους και ιαθέντες) για την είσοδο στα καταστήματα «όχι πρώτης ανάγκης».

Την ίδια απόφαση έλαβε και το γειτονικό κρατίδιο του Βρανδεμβούργου. Οι πελάτες των καταστημάτων θα είναι πάντως υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν μάσκες τύπου FFP-2. Αντίστοιχα, η Βάδη-Βυρτεμβέργη κατήργησε προχθές τον Κανόνα 3G (πρόσβαση σε εμβολιασμένους/ιαθέντες και σε όσους προσκομίζουν αρνητικό τεστ), ενώ η Βαυαρία, το κρατίδιο με τον υψηλότερο δείκτη κρουσμάτων στη Γερμανία, ακύρωσε τον περιορισμό ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων εστίασης.

Ανάλογες αποφάσεις έλαβαν η Βρέμη, η Έσση και το Μεκλεμβούργο-Πομερανία και αναμένεται να ακολουθήσουν το Αμβούργο και η Σαξονία, η οποία θα μετατρέψει τον Κανόνα 2G σε 3G. Αντιθέτως, η Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία  και η Σαξονία – ‘Ανχαλτ σκοπεύουν να διατηρήσουν τα μέτρα σε ισχύ, τουλάχιστον έως τη διάσκεψη της Τετάρτης.

Σύμφωνα με τον Καρλ Λάουτερμπαχ, το κύμα της παραλλαγής «Όμικρον»  αναμένεται να φθάσει στην κορύφωσή του στη Γερμανία τις επόμενες εβδομάδες. Μέχρι τότε, δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε συζήτηση χαλάρωσης, τονίζει με κάθε ευκαιρία. «Κινδυνεύουμε να έχουμε 400-500 νεκρούς την ημέρα, αν εγκαταλείψουμε τους περιορισμούς, αντί για 100-150», προειδοποίησε, για να «κερδίσει» από την αντιπολίτευση τον χαρακτηρισμό «υπουργός φόβου».

Στη διάσκεψη της Τετάρτης, ο Όλαφ Σολτς και ο Καρλ Λάουτερμπαχ θα κληθούν να συμβιβάσουν την επιφυλακτική στάση τους του τελευταίου διαστήματος με την πίεση των κρατιδίων για όλο και γενναιότερο άνοιγμα, στη «γραμμή» και πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Επιπλέον, θα έχουν να αντιμετωπίσουν και την «ανταρσία» που ξεκίνησε ο Πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, αρνούμενος να εφαρμόσει τη νομοθεσία για υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζόμενων στον υγειονομικό κλάδο έως τις 15 Μαρτίου.

Ανακοινώνοντας μάλιστα την απόφασή του, ο κ. Ζέντερ άφησε ανοιχτό το χρονικό διάστημα αναστολής εφαρμογής του μέτρου. «Είμαι πάντως υπέρ της πιο γενναιόδωρης προσέγγισης», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι, παρά τον μεγάλο αριθμό κρουσμάτων, τα νοσοκομεία του κρατιδίου δεν κινδυνεύουν από υπερβολική επιβάρυνση. Ο κ. Ζέντερ είχε ταχθεί υπέρ της σχεδιαζόμενης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση γενικής υποχρέωσης εμβολιασμού. Τώρα όμως δηλώνει επιφυλακτικός σε ό,τι αφορά τον διαχωρισμό των εργαζόμενων στον υγειονομικό τομέα.

«Η υποχρέωση εμβολιασμού για τον υγειονομικό κλάδο δεν αποτελεί πλέον αποτελεσματικό εργαλείο προκειμένου να ανακοπεί ή να περιοριστεί το κύμα της Όμικρον», εξήγησε ο βαυαρός πρωθυπουργός και έκανε λόγο για τον κίνδυνο πολλοί εργαζόμενοι να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, προκαλώντας ασφυξία στον τομέα τους. Η στάση του κ. Ζέντερ υιοθετήθηκε εν πολλοίς από το σύνολο της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), η οποία δε φαίνεται πλέον διατεθειμένη να συμμορφωθεί με την – υποχρεωτική – νομοθεσία, η οποία έχει ψηφιστεί από το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο.

Χθες το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές εκατοντάδων ανεμβολίαστων εργαζόμενων του υγειονομικού τομέα για αναστολή της εφαρμογής του μέτρου μέχρις ότου εξεταστεί η συνταγματικότητά του. Όπως εξήγησαν οι δικαστές, οι συνέπειες από το εμβόλιο είναι σίγουρα πολύ πιο ασήμαντες από τις πιθανές συνέπειες για ευάλωτους ανθρώπους, σε περίπτωση μη εμβολιασμού του προσωπικού.

Η συζήτηση γύρω από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών επιβαρύνει αναπόφευκτα και τον σχεδιασμό για τη γενική υποχρέωση εμβολιασμού – πιθανότατα όλων των ενηλίκων. Το περιοδικό Stern αναρωτιέται σε σχόλιό του, αν η υποχρεωτικότητα «έχει πεθάνει πριν καν αποφασιστεί». Ο κ. Λάουτερμπαχ από την πλευρά του διαβεβαίωσε χθες το βράδυ από τηλεοράσεως ότι οι προτάσεις είναι έτοιμες και πρέπει το συντομότερο δυνατό να ξεκινήσει η διαβούλευση. «Θέλουμε να μπούμε στο επόμενο φθινόπωρο χωρίς ερωτηματικά σχετικά με τα σχολεία, τις αθλητικές εκδηλώσεις, τις δουλειές μας. Και όποιος πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς υποχρεωτικό εμβολιασμό, κάνει λάθος», ξεκαθάρισε.

Η αντιπολίτευση της Χριστιανικής Ένωσης  – και υπό τη νέα ηγεσία του CDU με τον Φρίντριχ Μερτς – , αν και γενικά θεωρεί ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός μπορεί να αποτρέψει ενδεχόμενο νέο κύμα το επόμενο φθινόπωρο, δεν σκοπεύει να διευκολύνει την κυβέρνηση. Στόχος της είναι, όπως αναμενόταν, το έτσι κι αλλιώς επιφυλακτικό στο θέμα FDP, με το οποίο ουσιαστικά μοιράζεται ψηφοφόρους.

Ήδη οι Εργοδότες, μέσω της Ένωσής τους, ανακοίνωσαν ότι δεν προτίθενται να αναλάβουν τον έλεγχο των εμβολιασμών των εργαζομένων, όπως τους ζητά η κυβέρνηση, ενώ η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος φέρεται να ετοιμάζει δική της πρόταση νόμου για δημιουργία μηχανισμού ετοιμότητας, ο οποίος θα διευκολύνει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις στο μέλλον.

Η σχετική συζήτηση στην Bundestag αναμένεται να ξεκινήσει το νωρίτερο στο τέλος του μήνα, αλλά φαίνεται να θερμαίνεται πλέον καθημερινά. Η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι δεν θα υποβάλει σχέδιο νόμου, ζητώντας από τους βουλευτές να καταθέσουν τις προτάσεις τους και κατόπιν να ψηφίσουν κατά συνείδηση, χωρίς κομματική γραμμή, προκαλώντας έντονη κριτική από την αντιπολίτευση, η οποία την κατηγορεί ότι προσπαθεί να αποφύγει την ευθύνη της λόγω διαφορετικών απόψεων στο εσωτερικό του συνασπισμού.

Αυτή τη στιγμή, το προβάδισμα της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) στις δημοσκοπήσεις είναι ξεκάθαρο, όπως και η δυσαρέσκεια των πολιτών για τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση. Αν η εικόνα παγιωθεί, η πίεση προς την κυβέρνηση θα αυξηθεί και οι διαχωριστικές γραμμές των κυβερνητικών εταίρων θα αναδειχθούν εντονότερες. Το στοίχημα της τρικομματικής κυβέρνησης παραμένει έτσι μια τεράστια πρόκληση, πρώτα από όλους για τον Καγκελάριο.

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΝορβηγία-Covid-19: Η Νορβηγία ήρε τους περισσότερους περιορισμούς κατά της πανδημίας
Επόμενο άρθροΚορονοϊός: 16.442 νέα κρούσματα στη χώρα – 2.163.240 συνολικά – 507 διασωληνωμένοι –  24.679 θάνατοι