Ο κόσμος, τα κράτη, οι κοινωνίες, οι επιχειρήσεις, οι άνθρωποι, οι οργανισμοί γενικώς βελτιώνονται μέσα από τις κρίσεις. Είναι γνωστό αυτό. Βελτιώνονται και από άλλα πράγματα και κάποιες φορές μία κρίση μπορεί να είναι τόσο μεγάλη που να οδηγήσει στο θάνατο, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, αλλά τουλάχιστον στο πεδίο που μας ενδιαφέρει, την κοινωνία, η Ιστορία είναι ξεκάθαρη: Τα μεγαλύτερα άλματα προόδου στις ανθρώπινες κοινωνίες πραγματοποιήθηκαν, κατά βάση, μέσα από τεράστιες κρίσεις και όχι από εσκεμμένες αποφάσεις. Π.χ., ναι μεν μία χούφτα διορατικών πολιτικών έφτιαξε την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όλοι τους εμφανίστηκαν στην ευρωπαϊκή ιστορία αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τη μεγάλη εικόνα τώρα, πάμε στη μικρή, που μας ενδιαφέρει και περισσότερο. Η ελληνική κοινωνία βελτιώνεται και αυτή μέσα από κρίσεις, αλλά φαίνεται ότι έχει τους δικούς της, αλλοπρόσαλλους ρυθμούς, καθώς σε κάποιους τομείς της οι κρίσεις είναι επαναλαμβανόμενες και σχεδόν πανομοιότυπες, προφανώς επειδή η πρόοδος εκεί είναι από μηδαμινή έως ελάχιστη. Επ’ αυτού, καλύτερο παράδειγμα από εκείνο των φυσικών καταστροφών δεν υπάρχει…
Κατ’ αρχάς, οι πρόσφατες πυρκαγιές που κατέστρεψαν τη μισή Εύβοια και οι υπόλοιπες, που συνέχιζαν να καίνε για παραπάνω από μία εβδομάδα, έδειξαν ξεκάθαρα δύο πράγματα: Ότι, αφενός, η Ελλάδα είναι ικανή να μαθαίνει από τις οδυνηρές της εμπειρίες, αλλά, αφετέρου, μαθαίνει πάρα πολύ αργά. Για να το πούμε πιο λιανά, η υπηρεσία του 112 και το γεγονός ότι δεν είχαμε νεκρούς από τέτοια καταστροφή δείχνει σαφή πρόοδο σε σχέση με παλαιότερες, παρόμοιες περιπτώσεις. Η στασιμότητα όμως σε ζητήματα βασικών υποδομών είναι αδικαιολόγητη, όταν όλοι ξέρουμε πως σε αυτή τη χώρα, κάποια στιγμή, κάπου, κάπως, θα καούν πάλι δάση. Είναι φυσικό φαινόμενο, δεν το γλιτώνουμε.
Πιο συγκεκριμένα, ολιγωρίες του κρατικού μηχανισμού έχουν και άλλες χώρες, κάνουν και εκείνες λάθη, έχουν μάλιστα και νεκρούς από πυρκαγιές και άλλες φυσικές καταστροφές… Μόνο εδώ όμως υπάρχει μία ανεξήγητη και αιώνια δυσκινησία: Στα κανονικά κράτη γίνεται συντήρηση των υλικών υποδομών έστω και κατόπιν εορτής, ο αντιπυρικός τους εξοπλισμός ανανεώνεται με τη χρήση νέων τεχνολογιών για πρόληψη και διάσωση, ο εμπρησμός ισούται με φυλάκιση χωρίς αναστολή, υπηρεσίες έγκαιρης ειδοποίησης τύπου 112 υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια και τα κτηματολόγια και οι δασικοί χάρτες είναι δεδομένα κι όχι μονίμως υπό συζήτηση.
Και τα παραπάνω δεν είναι τίποτα, μπροστά στη βασικότερη «υποδομή» όλων: Τους ανθρώπους. Τα πραγματικά αίτια των οδυνηρών καταστροφών δεν είναι η κακή νομοθεσία ή ο ξεπερασμένος εξοπλισμός, αλλά η άναρχη δόμηση που δεν λέει να θεραπευτεί με τίποτα στην Ελλάδα εδώ και αιώνες. Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι η εγχώρια νοοτροπία και ο ευνουχισμός του ελληνικού κράτους από την κοινωνία του. Από τους νεκρούς των πυρκαγιών του 2007 μέχρι τους αντίστοιχους νεκρούς του 2018 και από τις πλημμύρες της Μάνδρας και της Εύβοιας μέχρι την προχθεσινή πυρκαγιά, πάλι της Εύβοιας, ακόμα κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με αυθαίρετα και πυκνούς οικισμούς μέσα σε δάση και πάνω σε ρέματα, αν όχι για να πει «γκρεμίστε τους» – κανείς δεν τολμά να το πει αυτό –, τουλάχιστον για να φροντίσει για εκείνες τις υποδομές και τις αλλαγές που θα τους κάνουν ασφαλέστερους. Και όταν λέμε «κανείς», δεν εννοούμε τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά όλους εκείνους που δεν έχουν κουραστεί να φωνάζουν «τι κάνει το κράτος;»… Μεταξύ αυτών και εκείνοι που παρακολουθούσαν σοκαρισμένοι στις τηλεοράσεις τους τις φωτιές να καταστρέφουν ένα ολόκληρο νησί, που περίμεναν τα Canadair να σώσουν τα χωριά τους και που φώναζαν με αγωνία στους πυροσβέστες να σώσουν τις περιουσίες τους.
Ναι, το κράτος κάτι πρέπει να κάνει, ασυζητητί. Κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς, όμως. Γιατί, από το 2007 μέχρι σήμερα, δεν χρειάζονται ούτε διορατικοί ηγέτες ούτε φωτισμένες ελίτ ούτε καν κάποια ιδιαίτερη παιδεία που θα μας μάθει τα καλά και τα κακά αυτού του κόσμου για να προοδεύσουμε στο ζήτημα των φυσικών καταστροφών. Χρειάζεται η βασική, ζωώδης ικανότητα του να έχουμε μνήμη και να θυμόμαστε πόσο πολύ πονέσαμε τις προηγούμενες φορές. Από τα μέχρι τώρα δεδομένα, φαίνεται ή ότι δεν θυμόμαστε καλά ή ότι δεν πονάμε ιδιαίτερα και απλά υποκρινόμαστε…