Μια φορά κι έναν καιρό
Κάποτε σε ένα πολύ μικρό χωριουδάκι ζούσε μια γεροντοκόρη, 86 χρόνων, που ήταν ακόμη παρθένα, παρόλα τα χρονάκια της. Ήταν πολύ περήφανη για το γεγονός ότι δεν είχε χάσει την παρθενιά της και επειδή καταλάβαινε ότι δεν είχε πολύ να ζήσει ακόμη, πήγε και βρήκε το νεκροθάφτη και του είπε ότι η επιθυμία της ήταν, όταν πέθαινε, να γράφανε πάνω στην ταφόπλακα τα εξής:
«Γεννήθηκε παρθένα, έζησε ατόφια παρθένα και πέθανε παρθένα».
Κανόνισε και τους λογαριασμούς της μαζί του και έφυγε.
Όταν, μετά από ένα διάστημα, πέθανε η παρθένα, ο νεκροθάφτης είπε στους παραγιούς του τι ήθελε να της γράψουν πάνω στην ταφόπλακα κι έφυγε, για να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά.
Επειδή όμως βαριόντουσαν εκείνοι και βρήκαν την επιγραφή πολύ μεγάλη, σκάλισαν πάνω στην πέτρα:
«Επιστρέφεται ατόφια χωρίς να ανοιχτεί».
Το συνθηματικό
Συζητούσε κάποιος φίλος με μια γιαγιά και μετά από αρκετή ώρα το θέμα έφτασε
στα… σεξουαλικά της γιαγιάς.
-Και δε μου λες, κυρά Αθηνά μου, εκείνο το καιρό κοιμόταν όλη η οικογένεια
στρωματσάδα σ ένα δωμάτιο. Αν θέλατε να κάνετε τίποτα με τον κυρ- Μήτσο,
πώς τα βολεύατε;
-Αχ, παιδάκι μ , περιμέναμε να κοιμηθούν οι υπόλοιποι κι άμα ήθελε ο Μήτσος,
σφύριζε κι εγώ καταλάβαινα…
-Καλά, αν ήθελε ο Μήτσος, σφύριζε. Αν ήθελες εσύ όμως;
-Τότε του λεγα: σφύριξες Μήτσομ μ ;