Η Βέροια χαρακτηρίζεται η πόλη του ρεβανί. Η ιστορία του ειπώθηκε από τον Βεροιώτη Αναστάσιο Παγούρα κατά τη διάρκεια της Γιορτής της Ημαθίας στο Ζάππειο.
Το ρεβανί έρχεται στην Ελλάδα από πολύ παλιά και έχει δοκιμαστεί σε άπειρες εκδοχές σε βάθος ετών.
Μάλλον το πρωτοδοκίμασαν οι Αιγύπτιοι ως “Μa mounia” και αργότερα εξαπλώθηκε στις τριγύρω Αραβικές και Μεσογειακές χώρες.
Η παράδοση θέλει να πήρε το όνομά του από τον Τούρκο ποιητή Ρεβανί, που έζησε τον 16ο αιώνα και ήταν περίφημος για τις γαστρονομικές του ρίμες… Τα ποιήματά του ήταν γλυκά και μελιστάλαχτα σαν αυτό το σιμιγδαλένιο σιροπιαστό γλυκό.
Το όνομά του, γενικά φαίνεται να περιπλέκεται με τοποθεσίες, ιστορικά γεγονότα και ποίηση σε ένα σύνθετο μωσαϊκό που εξελίσσεται μέχρι σήμερα.
Στην πόλη της Βέροιας, η ιστορία παραγωγής του γλυκού ξεκινάει στα χρόνια της τουρκοκρατίας, από το 1886 από τον Χοχλιούρο, που είχε μια επιχείρηση γαλακτοπωλείου στο κέντρο της Βέροιας και πουλούσε κυρίως γιαούρτι αλλά και σιροπιαστά γλυκά. Λέγεται ότι η συνταγή του δόθηκε από κάποιον Τούρκο και διατηρήθηκε από γενιά σε γενιά ως τις ημέρες μας… σαν επτασφράγιστο μυστικό.
Το ρεβανί είναι πλέον το απόλυτα διάσημο γλυκό της πόλης μας, το σήμα κατατεθέν. Έτσι κάθε ζαχαροπλαστείο της πόλης μας έχει τη δική του συνταγή με τα δικά της μυστικά.
Η βάση του υπέροχου και πραγματικά απολαυστικού ρεβανί είναι το γιαούρτι και το σιμιγδάλι που θα πρέπει να είναι μισό λεπτό και μισό χοντρό. Τα υλικά πρέπει να είναι εκλεκτά, το γιαούρτι δυνατό και πρόβειο και το σιρόπι βαρύ…
Ο τρόπος σιροπιάσματος ιδιαίτερος αφού θέλει να γίνεται αργά αργά… Επίσης ένα ακόμα μυστικό είναι ότι τη ζύμη του γλυκού μόλις μπει στο ταψί πρέπει να έχει ύψος περίπου 2-2,5 δάκτυλα και να κάνει φουσκάλες. Ο φούρνος πρέπει να είναι ζεστός και το σιρόπι ζεστό ενώ το ρεβανί πρέπει να είναι κρύο.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του στην α΄φάση είναι αυγά φρέσκα, γιαούρτι, ζάχαρη και για την β΄φάση βάζουμε αλεύρι, σιμιγδάλι, μπέικιν και για την γ΄φάση νερό και σόδα.
Το ρεβανί έχει πινελιά από άρωμα λεμονιού και με το παγωτό καϊμάκι δένει αρμονικά. Επίσης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ρεβανί σαν βάση για γλυκάκια με μους κρέμας ή για τα Cheesecake.
Ρεβανί
Η αυθεντική συνταγή από τους ζαχαροπλάστες του Συλλόγου Κάρανος Βέροιας
Υλικά
1 κούπα αλεύρι ζαχαροπλαστικής κοσκινισμένο
3 κ.γ. baking powder
1 κούπα σιμιγδάλι χοντρό και ψιλό, μισό μισό
1 κούπα ζάχαρη κρυσταλλική
3 αυγά, χωριστά τα ασπράδια
1 κ.γ. βανίλια
Χυμό από 1 λεμόνι ή πορτοκάλι
1 γιαούρτι στραγγιστό
Μια πρέζα αλάτι
Για το σιρόπι
1 ½ κούπα ζάχαρη
1 ½ κούπα νερό
2-3 κομματάκια πορτοκαλιού
1 κ.γ. χυμό λεμονιού
Σε μπολ ανακατεύουμε το αλεύρι, το σιμιγδάλι και το μπέικιν και το αφήνουμε στην άκρη.
Σπάμε τα αυγά και χωρίζουμε κρόκους από ασπράδια. Σε καθαρό κάδο του μίξερ ρίχνουμε τους κρόκους και τη ζάχαρη και τα χτυπάμε σε μέτρια προς δυνατή ταχύτητα μέχρι να αφρατέψουν και να λιώσει η ζάχαρη.
Προσθέτουμε και το γιαούρτι και χτυπάμε λίγο ακόμα μέχρι να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Χωρίς να δουλεύει το μίξερ προσθέτουμε το μείγμα σιμιγδαλιού και με μια μαρίζ ανακατεύουμε ελαφρά και προσθέτουμε τα αρωματικά και το χυμό λεμονιού ανακατεύοντας και πάλι μέχρι να ομογενοποιηθούν τα υλικά.
Ρίχνουμε το μείγμα σε μια λεκάνη.
Πλένουμε και στεγνώνουμε τον κάδο του μίξερ και ρίχνουμε τα ασπράδια.
Τα χτυπάμε σε μέτρια ταχύτητα με το σύρμα, μέχρι να γίνουν μια σφιχτή μαρέγκα, που την ενσωματώνουμε στο υπόλοιπο μείγμα ανακατεύοντας απαλά και κυκλικά με τη μαρίζ ώστε να παραμείνει αφράτο το ρεβανί.
Βουτυρώνουμε το ταψί και αδειάζουμε το μείγμα στο ταψί.
Ψήνουμε σε καλά προθερμασμένο φούρνο στους 250ο C βαθμούς για 30-40 λεπτά. Μετά τα 10 πρώτα λεπτά κατεβάζουμε τη θερμοκρασία στους 180ο C και αφήνουμε το γλυκό μας να ροδίσει.
Το αφήνουμε να κρυώσει και το χαράζουμε σε κομμάτια.
Για το σιρόπι βράζουμε μαζί όλα τα υλικά για 10 λεπτά ανακατεύοντας συνεχώς.
Όπως είναι ζεστό το σιρόπι το ρίχνουμε αργά αργά στο ρεβανί περιμένουμε να απορροφηθεί η πρώτη δόση και ρίχνουμε τη δεύτερη.
Το αφήνουμε να κρυώσει και μετά το βάζουμε σκεπασμένο με μεμβράνη στο ψυγείο.
Το ρεβανί ανήκει στην κατηγορία των γλυκών της επόμενης ημέρας, αφού τότε είναι στα καλύτερά τους.