Οι Έλληνες των Όσκαρ – Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Το Όσκαρ του πρώτου γυναικείου ρόλου που κατέκτησε η Ολίβια Κόλμαν σε σκηνοθετική επιμέλεια του ημέτερου Γιώργου Λάνθιμου, είναι μια καλή αφορμή να θυμηθούμε τους Έλληνες της παγκόσμιας αριστείας στην έβδομη τέχνη.

Σακελλαρόπουλος Γ. Νίκος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Την Κατίνα Παξινού το 1944, Ελία Καζάν το 1948 και  το 1954, τον Μάνο Χατζηδάκι το 1961, τον ελληνοαμερικανό Γιώργο Τσακίρη το 1961, τον Βασίλη Φωτόπουλο το 1965, τον Κώστα Γαβρά το 1970 και το 1983, την Θεώνη Βαχλιώτη το 1975 και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου το 1982.

Κατίνα Παξινού, 1944

Το 1944, η Κατίνα Παξινού (φωτό), η σπουδαιότερη Ελληνίδα ηθοποιός όλων των εποχών, ζούσε  με τον σύζυγό της Αλέξη Μινωτή στις ΗΠΑ, όπου συναναστρέφονταν στο  Λος Άντζελες με τα μεγαλύτερα ονόματα του Χόλιγουντ.

 Ήταν Υποψήφια για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου στην ταινία  «Για ποιόν κτυπά η καμπάνα». Ερμήνευε με εκπληκτικό πάθος  την Πιλάρ, όπως την είχε επινοήσει  ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Κι ήταν η πρώτη καλλιτέχνις με ελληνική υπηκοότητα που κέρδισε την ανώτατη διάκριση της Αμερικανικής Ακαδημίας .

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη σκηνή που παρέλαβε το βραβείο της, το αφιέρωσε στους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων αλλά και στους συναδέλφους της ηθοποιούς του Εθνικού θεάτρου που εργάζονταν υπό καθεστώς πείνας κι ανέχειας υπό τον γερμανικό ζυγό. «Εύχομαι να είναι ακόμη ζωντανοί, αν και αμφιβάλλω» κατέληξε στον ευχαριστήριο λόγο της.

Αξιοσημείωτο είναι πως η Παξινού ήταν η πρώτη που παρέλαβε αγαλματίδιο και όχι πλακέτα στη συγκεκριμένη κατηγορία, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.

Ελία Καζάν, 1948 και 1954

Ο Ελία Καζάν έχει αποσπάσει δύο φορές το εν λόγω αγαλματίδιο για τις ταινίες «Συμφωνία Κυρίων» (1948) και «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954).

Παράλληλα, ήταν τρεις φορές υποψήφιος για τις ταινίες «Λεωφορείο ο πόθος» και «Ανατολικά της Εδέμ» (Καλύτερης Σκηνοθεσίας), καθώς και «Αμέρικα, Αμέρικα» (Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας).

Το 1999 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο του έργου του.

Μάνος Χατζηδάκις, 1961

Όταν ανακοινώθηκε το Όσκαρ καλύτερου κινηματογραφικού τραγουδιού (Τα παιδιά του Πειραιά, στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή») ο παρουσιαστής Στηβ Άλεν, ρώτησε:

  • Μήπως βρίσκεται κάποιος κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;»

Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Ο Μάνος Χατζηδάκις δεν ήταν στην τελετή,  υπακούοντας στη χρόνια απέχθειά του στις απονομές και στα βραβεία.

Η τεράστια επιτυχία του τραγουδιού εκνεύριζε εσαεί τον Μάνο Χατζιδάκι και τη μόνη φορά που κλήθηκε να ποζάρει μαζί με το Όσκαρ του, μετά από πίεση των φωτογράφων, δανείστηκε εκείνο της Κατίνας Παξινού, γιατί υποστήριξε πως δεν έβρισκε πουθενά το δικό του! Είχε χαθεί, έλεγε. Η πραγματικότητα είναι ότι το είχε πετάξει στα σκουπίδια.

Γιώργος Τσακίρης, 1961

Νικητής στην απονομή του 1961 ήταν ο Ελληνοαμερικανός Γιώργος Τσακίρης για την ερμηνεία του στο «West Side Story» του Ρόμπερτ Γουάιζ. Στην ίδια κατηγορία, αργότερα,  ήταν υποψήφιοι οι Ελληνοαμερικανοί Τέλι Σαβάλας για τον «Βαρυποινίτη του Αλκατράζ» (1962) και Κρις Σάραντον για τη «Σκυλίσια Μέρα» (1975).

Βασίλης Φωτόπουλος, 1965

Ο «Ζορμπάς» είναι το τρίτο φαβορί για καλύτερη ταινία της χρονιάς, αλλά τα βραβεία σαρώνουν δυο από τα τελευταία μεγάλα μιούζικαλ της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Το «Ωραία μου κυρία»  και η «Μαίρη Πόππινς».

Ωστόσο, κερδίζει το βραβείο για τη φωτογραφία και την καλλιτεχνική διεύθυνση (ασπρόμαυρης ταινίας) ο σπουδαίος σκηνογράφος, ζωγράφος και σκηνοθέτης Βασίλης Φωτόπουλος. Ο οποίος ήταν παρών στην τελετή, ανέβηκε γελώντας στη σκηνή, χειροφίλησε την παρουσιάστρια  Όντρεϊ Χέμπορν και πρωταγωνίστρια του «Πρόγευμα στο Τίφανι», ενώ ο πρωταγωνιστής του «Ζορμπά» χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε ενθουσιασμένος.

Κώστας Γαβράς, 1970, 1983

Ο Κώστας Γαβράς ήταν ο πρώτος Έλληνας, μετά τον Μιχάλη Κακογιάννη, που απέσπασε υποψηφιότητα στα Όσκαρ στην κατηγορία της σκηνοθεσίας για το «Ζ».

Δεν ήταν νικητής σ’ αυτή την κατηγορία αλλά έλαβε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Όμως, 13 χρόνια μετά, κέρδισε πάλι το Όσκαρ, στην κατηγορία καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου. Με την ταινία «Αγνοούμενος», ένα ακόμη πολιτικό θρίλερ (μετά το «Ζ»),  με θέμα τη χούντα και φόντο, αυτήν τη φορά, την ανάμειξη της CIA στη δολοφονία ενός Αμερικανού δημοσιογράφου στη Χιλή του Πινοσέτ.

1975 Θεώνη Βαχλιώτη

Με μεγάλη θητεία στο Broadway, η Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε στην Αθήνα και έφυγε στα 27 της χρόνια για το Σικάγο, κέρδισε το Όσκαρ για τα εντυπωσιακά κοστούμια της στο δράμα εποχής «Ο Υπέροχος Γκάτσμπι». Είχε ντύσει στα λευκά τον «μυστηριώδη» Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τη «ρομαντική» Μία Φάροου.

Βαγγέλης Παπαθανασίου, 1982

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, (πρώην μέλος των «Παιδιών της Αφροδίτης, μαζί με τον Ντέμη Ρούσσο, τον Λουκά Σιδερά και τον Αργύρη/silver Κουλούρη) κέρδισε το πιο ανταγωνιστικό Όσκαρ, αφού είχε απέναντι του ηχηρότατα ονόματα, όπως ο Τζον Γουίλιαμς, ο Ράντι Νιούμαν, ο Ντέιβ Γκρούζιν και ο κορυφαίος Άλεξ Νορθ. Στην κατηγορία της καλύτερης μουσικής επένδυσης για την καταπληκτική ταινία «Οι δρόμοι της φωτιάς».

Ο Vangelis δεν παρέλαβε το βραβείο του γιατί ανέκαθεν φοβόταν να μπει σε αεροπλάνο, μια σταθερά που δεν παρέβη ούτε για χάρη ενός Όσκαρ!

Πέρα από τις νίκες, οι Έλληνες κινηματογραφιστές έχουν σημαντική παρουσία στην κούρσα των Όσκαρ με αρκετές υποψηφιότητες. Ανάμεσα σ’ αυτές δεν πρέπει να ξεχνάμε την Μελίνα Μερκούρη που ήταν υποψήφια για τον πρώτο γυναικείο ρόλο, το 1961, με την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», αλλά και τον Βασίλη Γεωργιάδη, το 1964, με την ταινία «Κόκκινα φανάρια». Για την οποία ήταν υποψήφιος στην κατηγορία καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Κι εις άλλα με υγεία…

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων της Τρίτης 26 Φεβρουαρίου 2019
Επόμενο άρθροΕΟΠΥΥ: Μόνο ηλεκτρονικά η έκδοση γνωματεύσεων ειδικών θεραπειών για παιδιά και εφήβους από σήμερα 26/2
*Ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας («Hellas Special Άφιλτρο», «Ο Γέρος του Βοριά» που αποτελεί τη λαϊκή βιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, «Οι Μύθοι και το Παραμύθι»). Θεωρείται εκ των πρωτεργατών της «ελεύθερης ραδιοφωνίας» και επί χρόνια ασχολήθηκε με την πολιτική αρθρογραφία και ανάλυση σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα και τηλεοπτικούς σταθμούς. Για πολλά χρόνια συνδύασε την εργασία με τα χόμπι του (αθλητισμός) , με την ιδιότητά του ως Γενικός Διευθυντής της εφημερίδας «Sportime» και της «Αθλητικής Ηχούς», ενώ έχει γράψει στίχους σε τραγούδια σημαντικών Ελλήνων δημιουργών και τραγουδιστών.