Η Κατερίνα Μπέη, εμβληματική σεναριογράφος των επιτυχιών, μιλά για τις ταινίες της και πολλά άλλα με τον Νίκο Γ. Σακελλαρόπουλο

Όταν είπαμε ότι θα συναντηθούμε στις 14.00 έξω από τον Πύργο των Αθηνών, δεν πίστευα ότι θα είναι στην ώρα της. Βλέπετε, θεωρούσα ότι ένας άνθρωπος που έχει γράψει κι υπογράψει εμβληματικές ταινίες του κινηματογράφου και τηλεοπτικές σειρές που κέντρισαν το ενδιαφέρον του κοινού, θα κουβαλούσε έστω και λίγο την υπεροψία της κορυφής και τον βεντετισμό του πρώτου! Τόσα και τόσα έχουμε δει κι ακούσει.

Νίκος Σακελλαρόπουλος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Η σκέψη μου αποδείχτηκε απολύτως λανθασμένη. Η Κατερίνα Μπέη ήταν εκεί πριν από εμένα! Κι ήταν κανονικός άνθρωπος! Χωρίς ίχνος έπαρσης, χωρίς κομπορρημοσύνη, χωρίς αλαζονεία. Ναι, ήταν, είναι η απόλυτη προσωποποίηση του ταπεινού ανθρώπου, ενός από εμάς. Κι ας είναι συνώνυμο της επιτυχίας, της δημοσιότητας με τα πολλά φώτα…

Σκέφτομαι, ότι αυτή η γυναίκα έχει γράψει έξι αριστουργηματικά βιβλία, μα κυρίως τα σενάρια για τις ταινίες  «Θηλυκή εταιρεία» , «Φούσκα», «η Λίζα κι όλοι οι άλλοι», σε σκηνοθεσία Νίκου Περάκη, «Ευτυχία», σε σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή, «Φόνισσα» , σε σκηνοθεσία Εύας Νάθενα και εσχάτως της ταινίας «Υπάρχω», σε σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου. Μάλιστα, πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου και σκηνές από τις ταινίες που έχουν μείνει αποτυπωμένες στην ψυχή μου.

«Πεινάω», είπα καθώς περπατούσαμε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Η κατάληξη ήταν στο γνωστό κουτούκι με τους μεζέδες, πίσω από τον πύργο των Αθηνών.

Πριν καλά καλά καθίσουμε, τη ρωτώ πώς τόλμησε κι άφησε τη δημοσιογραφία για να ασχοληθεί με τα σενάρια….

Το σινεμά, κι η μυθοπλασία γενικότερα, ήταν πάντα κάτι που υπήρχε στην άκρη του μυαλού μου. Από μικρή -παιδάκι ακόμη- πήγαινα σινεμά κάθε Σαββατοκύριακο. Φανταζόμουν τον εαυτό μου να δουλεύω στο σινεμά. Δούλεψα στα περιοδικά μια εποχή που το κείμενο είχε προσωπική σφραγίδα. Στην ουσία αρθρογραφούσαμε δεν δημοσιογραφούσαμε. Δεν ψάχναμε την είδηση αλλά την άποψη. Ζητούμενο στο κείμενο, ήταν να έχει ρυθμό, χιούμορ, ανατροπή. Μπορεί να έχουν ενοχοποιηθεί τα περιοδικά, εκείνα τα χρόνια, αλλά για μας που τα ζούσαμε ήταν μια πολύ δημιουργική κι έντονη περίοδος .

Όταν έκανες τη μετάβαση, στόχευες στο παρακάτω; Φοβόσουν το τέλμα;

Έγινε σχεδόν δέκα χρόνια μετά, ένιωσα ότι δεν είχα κάτι άλλο να πάρω από τον χώρο των περιοδικών, ναι ήθελα να πάω παρακάτω. Είχα διαβάσει βιβλία για το πως γράφεται ένα σενάριο και είχα κάνει και κάποιες-αστείες- απόπειρες, που έμειναν απόπειρες ευτυχώς. Η πρώτη μου δουλειά πάνω στο σενάριο ήταν στους διαλόγους της «Θηλυκής εταιρίας», του Νίκου Περάκη. Είχαμε γνωριστεί και πίστεψε πως μπορούσα να γράψω διαλόγους γυναικών αρχικά. Μετά έγραψα μια σειρά για τη ΝΕΤ και τότε ήταν που σταμάτησα εντελώς από τα περιοδικά.

94 1

 

Χρειάζεται ιδιαίτερη τέχνη το σενάριο; Μου φαίνεται μικροχειρουργική….

Το σενάριο έχει αρκετούς τεχνικούς περιορισμούς και πρώτα από όλα την «κινηματογραφική» γλώσσα. Πρέπει οι πληροφορίες να δείχνονται περισσότερο ή αν δεν είναι εφικτό, να λέγονται. Πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να οπτικοποιούμε την σκέψη και τα συναισθήματα των ηρώων μας. Αυτό είναι μια από τις τεχνικές δυσκολίες. Χρειάζεται επίσης μια ισορροπία στην αφήγηση, διαλόγου-δράσης, εσωτερικών- εξωτερικών χώρων, πολυπρόσωπων- ολιγοπρόσωπων σκηνών… Υπάρχει ανάγκη ρυθμού, εναλλαγής συναισθημάτων κι ανατροπών. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε πως γράφοντας πρέπει να έχει κάποιος στο μυαλό του και την παραγωγή: να γκρουπάρει χώρους, να μην ξεφεύγει το μπάτζετ με ανέφικτες σκηνές, όντως μπαίνουν αρκετοί περιοριστικοί παράγοντες στην εξίσωση που υπαγορεύουν τον τρόπο που αντιμετωπίζεις το σενάριο, προκειμένου αυτό που γράφεις να είναι εφικτό.

Ποιο σενάριο είναι προτιμητέο; Της ταινίας ή της τηλεοπτικής σειράς; Έχεις γράψει αρκετές τέτοιες, νομίζω η τελευταία ήταν «τα καλύτερά μας χρόνια»…

Κάθε τι που έχω γράψει το έχω κάνει στο 100% με τη ψυχή μου, οπότε δεν μπορώ να πω προτίμηση για το σενάριο καθαυτό. Από κει και πέρα, επειδή οι ταινίες και οι σειρές είναι ομαδικές δουλειές, μπορεί μια δουλειά να αγαπηθεί περισσότερο ή όχι, σε σχέση με την διαδικασία, με τους συνεργάτες, τη δυσκολία, το αποτέλεσμα.

Ξέρεις…. Νιώθω ότι ο (η) σεναριογράφος είναι σαν τον στιχουργό στα τραγούδια. Αδικημένος. Κανένας δεν λέει η ταινία της Μπέη αλλά λέει η ταινία του τάδες σκηνοθέτη. Κανένας δεν λέει το τραγούδι του τάδε στιχουργού, λένε όλοι του συνθέτη και κυρίως του τραγουδιστή. Δεν είναι άδικο αυτό;

Αυτή είναι μια αλήθεια, αλλά ούτε οι στιχουργοί σταμάτησαν να γράφουν στίχους ούτε οι σεναριογράφοι, σενάρια.  Στο σινεμά καλώς ή κακώς οι ταινίες θεωρούνται του σκηνοθέτη και δεν είναι λάθος αυτό, όταν ο σκηνοθέτης είναι εκείνος που φροντίζει για τη χρηματοδότησή της ταινίας, έχει το όραμα που υπαγορεύει το σενάριο και καλείται να εμπνεύσει όλη την ομάδα που εργάζεται . Όμως κατά τη γνώμη μου, το πράγμα αλλάζει, όταν το όραμα και η ιδέα είναι του παραγωγού ή του σεναριογράφου, όταν δηλαδή δεν είναι ο σκηνοθέτης η κινητήρια δύναμη για να στηθεί η ταινία . Στην τηλεόραση τα πράγματα είναι ίσως πιο δίκαια. Υπάρχουν σειρές που φέρουν τη σφραγίδα του σκηνοθέτη και άλλες του σεναριογράφου, ανάλογα ποιος είναι η κινητήρια δύναμη.  Στο τέλος της μέρας όμως, ένας τίτλος είναι ένας τίτλος. Ο καθένας ξέρει μέσα του τι έχει πραγματικά προσφέρει κι αυτό είναι και πρόβλημα εσωτερικής κατανάλωσης . Από εκεί και πέρα, όσο περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται με μια δουλειά τόσο καλύτερο για τη δουλειά.

Ταυτίζεσαι με τους χαρακτήρες των σεναρίων σου;

Όταν γράφω δεν νιώθω Φόνισσα ή Καζαντζίδης. Ταυτίζομαι όμως με την έννοια ότι γίνομαι οι χαρακτήρες μου, αλλά προσπαθώ να τους κατανοήσω, να τους καταλάβω και να τους συμπονέσω. Αυτή είναι η πρώτη δουλειά που κάνω: αναλύω τους χαρακτήρες, πέρα από τα χαρακτηριστικά τους, βρίσκω τα τραύματά τους και τα όνειρά τους, την δύναμη που τους ωθεί να κάνουν ότι κάνουν: τα απωθημένα τους.

Αναρωτιέμαι Κατερίνα, πώς στο καλό «ακουμπά» κάποιος τον Παπαδιαμάντη για να γράψει τη «Φόνισσα»

Με  μεγάλο ενθουσιασμό, ευγνωμοσύνη και χαρά που του δίνεται αυτή η ευκαιρία. Αν κάτι μου αρέσει εστιάζω στην τύχη μου παρά στον φόβο μου. Δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά με φόβο, ανασφάλειες και αναστολές. Αντιμετωπίζω όλες τις δουλειές με σεβασμό και αφοσίωση και κάνω ότι καλύτερο μπορώ. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο.

Έβαλες στον Παπαδιαμάντη δικά σου λόγια για περιγράψεις τι θέλει να πει κι όχι τι ακριβώς γράφει;

 Η προσπάθειά μας ήταν να ερμηνεύσουμε τη Φόνισσα και να αναδείξουμε και πράγματα που λέει ο Παπαδιαμάντης, αλλά κι αυτά που δεν λέει. Να βρούμε την καρδιά της ιστορίας και να την μεταφέρουμε με όρους όσο γίνεται σημερινούς…

Διάβασα σε μια συνέντευξή σου ότι θεωρείς τον Παπαδιαμάντη φεμινιστή.

Δεν είναι δική μου θεωρία. Αρκετοί είναι οι μελετητές του έχουν καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα και δεν τους αδικώ. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ένας άντρας, που ασχολείται το 1900 με τη θέση της γυναίκας και αναδεικνύει τις άθλιες συνθήκες της ζωής της και τον βασανισμό της από την πατριαρχία; Που καταδεικνύει τον θεσμό της προίκας εν τέλει δημιουργεί μια ηρωίδα,  που σκοτώνει θηλυκά βρέφη για να τα λυτρώσει από την άθλια μοίρα τους;

95 1

 

Και πώς από την εμβληματική γυναίκα, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, μπαίνει κάποιος στη μαυρίλα μιας άρρωστης «Φόνισσας»;

Όπως θα έμπαινε οπουδήποτε αλλού. Και στη ζωή τα συναισθήματα έχουν μια διαδοχή και αυτό την κάνει συναρπαστική κι απρόβλεπτη…

Δεν ξέρω τι να πω… Μου φαίνεται βουνό…Να σε ρωτήσω κάτι άλλο;

Πριν ξεκινήσεις να γράφεις κάτι, κάνεις νοητικό και κάθε άλλου είδους επανεκκίνηση; Αυτό που λέμε restart;

Διαβάζω για την εποχή και για τη συνθήκη που γράφω. Κάνω έρευνα στους χαρακτήρες και ακούω μουσική, βλέπω ταινίες, διαβάζω… συγκεντρώνω ότι υλικό μπορεί να με συνδέσει με τους ήρωές μου. Και κρατάω σημειώσεις. Το ονειρεύομαι πριν ξεκινήσω. Όταν ξεκινήσω, είναι σαν το έχω πια όλο στο μυαλό μου. Πέφτω επάνω με εμμονή και τελειώνω το πρώτο draft πολύ γρήγορα. Αυτό για μένα είναι η πολλή δουλειά: το πρώτο draft. Βέβαια ακολουθούν πολλές γραφές, σκηνές μπαίνουν, βγαίνουν, μικραίνουν, μεγαλώνουν, αλλάζουν, αλλά τα θεμέλια μπαίνουν στο πρώτο σενάριο.

Γράφονται ταυτοχρόνως  διαφορετικά σενάρια; Κι αν ναι, δεν βιομηχανοποιείται λίγο το έργο ή η τηλεοπτική σειρά;

Προσωπικά μου αρέσει κιόλας. Σαν να με ξεκουράζει το ένα από το άλλο. Το βλέπω σαν ποικιλία παρά σαν άγχος. Οτιδήποτε βιομηχανοποιείται ή όχι, αν είναι αυτή η πρόθεση. Εγώ δεν ξεχωρίζω τις δουλειές και είτε είναι τηλεόραση είτε σινεμά δίνω την ίδια ενέργεια. Οι συνθήκες σαφώς είναι πιο σκληρές και απαιτητικές στην τηλεόραση-λιγότερος χρόνος και μπάτζετ- αλλά το βλέπω σαν πρόκληση. Νομίζω πως η τηλεόραση σε ενηλικιώνει με κάποιον τρόπο, σε κάνει αναγκαστικά «επαγγελματία» με την έννοια ότι πρέπει να ανταπεξέλθεις σε μια ρουτίνα  που έχει τα χαρακτηριστικά «κανονικής» δουλειάς, όπως τα deadlines ή οι παραγωγικοί περιορισμοί κι άλλα τέτοια…

Με τις ιδιαιτερότητες που λέγεται ότι έχουν οι σκηνοθέτες, πώς τα πας;

Όλοι οι άνθρωποι έχουν ιδιαιτερότητες κι αυτό μπορεί να είναι και ωραίο. Αυτό που με ενδιαφέρει κάθε φορά είναι να καταλάβω τον λόγο που γίνονται τα πράγματα. Αυτό που με αποσυντονίζει και με απογοητεύει είναι όταν υπάρχει από πίσω εγωκεντρισμός κι όχι φροντίδα για τη δουλειά…

Αναρωτιέμαι τι σκεφτόσουν όταν ο Περάκης σου ζήτησε να  τη «Θηλυκή εταιρεία»…. Υπήρχε δέος απέναντι στον καλλιτέχνη που είχε κάνει ήδη τις τεράστιες επιτυχίες με το «Λούφα και παραλλαγή», «ΒΙΟΣ+παραλλαγή» και «Προστάτης Οικογενείας»;

Υπήρχε πολύ μεγάλη χαρά κι ενθουσιασμός. Θαύμαζα τη δουλειά του πριν τον γνωρίσω. Θεωρούσα και θεωρώ τον «Βίο και Πολιτεία» από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που έχουν γίνει. Επιπλέον η σκηνοθεσία του είναι πολυεπίπεδη και ο χειρισμός του στη θεματολογία του μοναδικός. Είχα μεγάλη ευγνωμοσύνη και χαρά που πρακτικά θα μάθαινα δίπλα σε έναν από τους καλύτερους που έχουμε.

Όταν είδα την «Ευτυχία», εκτός από όλα τα άλλα σπουδαία, αναρωτήθηκα πώς μπήκες στα παπούτσια της  σπουδαίας μα κι ενίοτε παρακμιακής προσωπικότητας της Μπέλου. Υποθέτω, ότι εκτός από το δικό σου διάβασμα και πληροφόρηση, έπαιξε ρόλο κι ο Φραντζής….

Με ενδιέφερε να φτιάξω μια συνάντηση ανάμεσα στην Ευτυχία και τη Μπέλλου τις δυο εμβληματικές γυναίκες εκείνης της εποχής που μοιράζονταν το κοινό τους πάθος για τα χαρτιά και τίποτα άλλο. Στην ουσία δεν συμπαθιόντουσαν. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να γράψω τη σκηνή που συναντιούνται, παίζουν μαζί και ο διάλογός τους γίνεται έμπνευση για το εμβληματικό τραγούδι «Όλα είναι ένα ψέμα»! Θεώρησα πως άξιζε να δούμε σε αυτήν την ταινία και την Μπέλλου, μιας που ζούσε μια παράλληλη ζωή με την Ευτυχία, τόσο στα επαγγελματικά της όσο και ως προς το πάθος τους. Ο Άγγελος έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε όλη την ταινία. Η ευαισθησία, η διαύγεια κι η φροντίδα του ανέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο κάθε πτυχή του σεναρίου. Ήταν τύχη που σκηνοθέτησε την «Ευτυχία»!

Στα «καλύτερά μας χρόνια», δεν δημιουργούσε ένταση το συνεχές, το γράψιμο χωρίς σταματημό;

 Η τηλεόραση έχει άλλους ρυθμούς κι αυτό είναι ένα γεγονός που αν δεν μπορείς να το αντέξεις, δεν μπορείς να κάνεις τηλεόραση. Από κει και μετά παρότι η συγκεκριμένη δουλειά είχε αρκετές δυσκολίες αλλά ήταν πολύ αγαπημένη μου δουλειά. Πολλοί από την ομάδα την αγαπήσαμε και την φροντίσαμε όσο περνούσε από το χέρι μας

Το «Υπάρχω», η βιογραφία του Καζαντζίδη, έχει ήδη κάνει ρεκόρ

εισιτηρίων. Αναμενόμενο ίσως, όταν ένας λαϊκός ήρωας μιας ολόκληρης εποχής που δεν έφυγε ακόμη, έρχεται πάλι και ξυπνά μνήμες ή και μαθαίνει στους μικρότερους…

Κοίτα, οι βιογραφίες είναι το πιο δύσκολο είδος, όχι μόνο γιατί έχεις να περιγράψεις μια μεγάλη χρονική περίοδο και να ενώσεις τις ιστορίες με ακολουθία ταινίας, αλλά κι επειδή έχεις να αναμετρηθείς με τις πεποιθήσεις που ακολουθούν τον ήρωά σου. Ο Καζαντζίδης ήταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης αλλά κι ένας αμφιλεγόμενος άνθρωπος. Έπρεπε να βρεθεί η ισορροπία κι ο τρόπος που θα παρουσιαζόντουσαν κάποια πράγματα κι αυτό δεν ήταν εύκολο….

Που υπήρξαν οι μεγαλύτερες δυσκολίες στο σενάριο; Γράφηκαν

πράγματα που πετάχτηκαν ή χρειάστηκε να προστεθούν άλλα;

Εννοείται γράφτηκαν πράγματα που πετάχτηκαν και ξαναγράφτηκαν κι άλλα που επινοήθηκαν. Δυσκολία υπάρχει στις ισορροπίες, στο τι θα δείξεις, πόσα θα αποκαλύψεις, πόσα θα αφήσεις να εννοηθούν. Πως δεν θα προδώσεις την αλήθεια και ταυτόχρονα θα φτιάξεις κινηματογραφικούς ήρωες. Επίσης με τι τρόπο θα βάλεις τα «συστατικά» της ταινίας ώστε να υπάρχουν ανατροπές, κορύφωση κτλ: αυτά που είναι αναγκαία για μια ταινία, αλλά στην ζωή συμβαίνουν άναρχα, χωρίς δραματουργία.

Ο Μάστορας αποκάλυψη, ε;

Ο Χρήστος μας εντυπωσίασε όλους από το πρώτο δοκιμαστικό. Είχε μια

αλήθεια και μια αυθεντικότητα, αφοπλιστική. Όταν ακούσαμε και την ερμηνεία του, δεν πιστεύαμε στην τύχη μας. Κανείς δεν περίμενε να τα καταφέρει τόσο καλά. Αν προσθέσεις και την απήχηση που έχει, στο νεανικό κοινό-που ενδεχομένως αγνοούσε τον Καζαντζίδη- η ταινία πιστεύω του χρωστάει μεγάλο ποσοστό της εμπορικότητάς της.

96 1

Συζητώντας για τον Μάστορα προκύπτει η ερώτηση για τους και τις ηθοποιούς που ερμήνευσαν τα λόγια των σεναρίων σου. Από ποιον ή ποια ή και περισσότερους έφυγες από τα γυρίσματα και κουβαλούσες μαζί το ταλέντο, την προσωπικότητα και το ειδικό βάρος τους;

Σε γενικές γραμμές είμαι πολύ ευχαριστημένη από τους ηθοποιούς που

συνεργαστήκαμε. Η διαδικασία των γυρισμάτων είναι ούτως ή άλλως η πιο «χαρούμενη» διαδικασία ειδικά για τον σεναριογράφο που πρακτικά έχει τελειώσει την δουλειά του κι απολαμβάνει να παίρνουν σάρκα και οστά τα γραπτά του. Δεν θα ξεχωρίσω κάποιον, γιατί η χαρά είναι χαρά, δεν την βάζω σε ζύγι.

Συζητάς για την επόμενη ημέρα; Για τα σχέδια ή τις σκέψεις που θέλεις να μετουσιωθούν σε κάτι χειροπιαστό που θα φτάσει σ’ εμάς; Το λέω μη τυχόν και κλέψω κάτι από αυτά που ετοιμάζεις…

Κάθε μέρα είναι η επόμενη μέρα. Αλλιώς δεν θα γίνει τίποτα. Η δουλειά αυτή έχει μεγάλους χρόνους: από τη στιγμή που γράφεται το σενάριο μέχρι να βγει η ταινία στην αίθουσα, είναι στην καλύτερη περίπτωση δύο με δυόμιση χρόνια. Μπορεί και πέντε. Μπορεί και ποτέ. Κάθε χρόνο γίνονται γύρω στις 25 ελληνικές ταινίες. Διανομή στις αίθουσες δεν παίρνουν ούτε οι μισές. Οπότε πρέπει πάντα να είσαι με το ένα πόδι στην επόμενη δουλειά. Τον Ιούνιο ξεκινάμε, με την Τanweer πάντα, γυρίσματα για μια ταινία δράσης, εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα. Το φθινόπωρο θα πάμε γύρισμα αν όλα πάνε καλά, σε μια κομεντί. Κι ακολουθούν δυο πολύ ενδιαφέρουσες βιογραφίες. Αυτά σε δύο, τρία χρόνια βέβαια.

Αλήθεια, με τα βιβλία τι γίνεται; Τα ξέχασες;

Προς το παρόν τα έβαλα στην άκρη. Το βιβλίο θέλει αφοσίωση και παίρνει πολύ χρόνο μέχρι να τελειώσει. Είναι μοναχική δουλειά και παίρνεις επάνω σου 100% την ευθύνη του αποτελέσματος.  Κι αυτό είναι και καλό και κακό. Φυσικά και θα ξαναγράψω μυθιστόρημα, αλλά όχι άμεσα, όπως το βλέπω.

Το να συζητά κάποιος με την Κατερίνα Μπέη είναι ισχυρή απόλαυση πολιτισμού. Άλλωστε αποτελεί σημαντικότατη προσωπικότητα του ελληνικού σινεμά και της τηλεόρασης και τα σενάριά της «μιλάνε» στις ψυχές των θεατών! Χώρια που ότι γράφει φαίνεται να έχει το άγγιγμα του Μίδα.

Έχει ήδη σουρουπώσει όταν κάνω τις τελευταίες σκέψεις. Απλά, αλληλοϋποσχόμαστε ότι σύντομα θα βρεθούμε και θα τα πούμε πάλι…

Ως τότε, την ευχαριστώ για το σήμερα…

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων της Κυριακής 18 Μαΐου 2025
Επόμενο άρθροΣυνέντευξη του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» και στον δημοσιογράφο Κ. Παπαχλιμίντζο