Για το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής, στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαϊου του 2023, συνέχισε την σταθερά ανοδική πορεία του, που εν προκειμένω δεν ξεκίνησε στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, αλλά, από τις δεύτερες εκλογές του 2015, οι οποίες είχαν διεξαχθεί τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Πλέον, μετά από αρκετά χρόνια έριξε την διαφορά που τον χωρίζει από τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία σε μονοψήφια νούμερο, με τον πρωταρχικό παράγοντα που συνετέλεσε σε αυτή την εξέλιξη, πέραν της αύξησης των ποσοστών του που το έφεραν για πρώτη φορά μετά το 2012, σε διψήφιο ποσοστό, ήσαν η πολύ σημαντική πτώση της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ.

 Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η απόσταση του ναι μεν μειώθηκε, από την άλλη όμως, παραμένει σημαντική, κάτι που εν τοις πράγμασι ωθεί την ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής να λειτουργήσει ως ένας ιδιαίτερος «ψηφοθήρας»[1] (και όχι θεσιθήρας), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Νίκου Μαραντζίδη και της Λαμπρινής Ρόρη, επιδιώκοντας να λάβει στις βουλευτικές εκλογές που κατά πάσα πιθανότητα θα διεξαχθούν στις 25 Ιουνίου, όσες περισσότερες ψήφους γίνεται, προκειμένου να καταφέρει να μειώσει και άλλο την διαφορά που το χωρίζει από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.

 Μία δεύτερη κονίστρα (βλέπε και πιο κάτω), στην οποία το κόμμα μπορεί να ‘παίξει’, είναι η λεγόμενη αρχηγική κονίστρα, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να προβάλλει εαυτόν ως την πλέον ελκυστική επιλογή (εν αντιθέσει με τον Αλέξη Τσίπρα) για εκείνη την κατηγορία Κεντρώων ή Κεντρογενών ψηφοφόρων που θα προσέλθουν στις κάλπες στις δεύτερες εκλογές αναζητώντας κυβερνητική προοπτική σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, προοπτική που να είναι ευθέως ανταγωνιστική στην Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Εάν το ‘παίγνιο’ εδώ, σε αυτή την κονίστρα, αποδειχθεί εκ του αποτελέσματος επιτυχημένο, τότε θα έχουν τεθεί οι βάσεις ώστε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής[2] να καταστεί αρκούντως ισχυρός πολιτικός-κοινοβουλευτικός ‘παίκτης,’ ακόμη και αν παραμείνει στην τρίτη θέση.

Τα δύο σημαντικά πλεονέκτημα που απέκτησε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής αφορούν αφενός μεν την δυνατότητα να πραγματοποιήσει έναν ‘μονομέτωπο ‘αγώνα εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, δίχως να μπορεί να κατηγορηθεί για αυτό, καθότι οι συσχετισμοί μπορεί να μην άλλαξαν αλλά τουλάχιστον αναδιαμορφώθηκαν, και, αφετέρου δε, να εγκαταλείψει την αμήχανη και αδύναμη θέση του που συμπυκνώνονταν στο ‘ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας.’

 Καθίσταται φανερό πως εάν συνεχιστεί να εκφράζεται η ίδια άρνηση προς το πρόσωπο κυρίως του Κυριάκου Μητσοτάκη, τότε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής[3] μόνο του θα υπονομεύσει τις προοπτικές περαιτέρω ανάκαμψης που έχει.

Παράλληλα, σε αυτό το στάδιο, θα μπορούσε να δοθεί έμφαση στην καλύτερη δυνατή αξιοποίηση (συμμετοχή σε ομάδες χάραξης πολιτικής) των προσώπων που δεν εκλέχθηκαν βουλευτές όπως είναι ο Ανδρέας Λοβέρδος και η Δραμινή Χαρά Κεφαλίδου, εφόσον γνωρίζουν πολύ καλά και την Πασοκική ψυχοσύνθεση και πολιτική κουλτούρα, και τις ανάγκες του κόμματος.

Φαίνεται πως το εκλογικό σύστημα (απλή αναλογική) ως «εξωγενής παράγοντας» διαμόρφωση κομματικών στόχων και όχι μόνο εκλογικής συμπεριφοράς, ευνόησε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, επιτρέποντας του να καταστεί «αυτάρκης πολιτική δύναμη»[4] και με ικανοποιητικό αριθμό εδρών οι οποίες θα ήταν αισθητά χαμηλότερες εάν οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονταν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.

 

 

[1] Βλέπε σχετικά, Μαραντζίδης, Νίκος., & Ρόρη., Λαμπρινή., ‘Μεταβαλλόμενοι στόχοι, μεταβαλλόμενες συμμαχίες: Το ΚΚΕ και ο κομματικός ανταγωνισμός στην Μεταπολίτευση,’ Περιοδικό Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Ηθικής και Πολιτικής Θεωρίας, Τεύχος 25, 2010, σελ. 105, Διαθέσιμο στο: 790-709-1119-1-10-20150507.pdf Η ηγετική ομάδα του εν Ελλάδι Κεντροαριστερού πολιτικού φορέα, έχει πλέον την ευχέρεια (η αύξηση της εκλογικής του επιρροής ισοδυναμεί εδώ με αύξηση του αριθμού των διαθέσιμων επιλογών που μπορεί να κάνει ως ‘ορθολογικός ‘παίκτης’ στο εγχώριο κομματικό-πολιτικό σύστημα), να παίξει σε «πολλαπλές κονίστρες» ανταγωνισμού, σύμφωνα με την διατύπωση του Γιώργου Τσεμπελή, ξεκινώντας από την εν ευρεία εννοία πολιτική-δημοσιογραφική κονίστρα. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως τα κεντρικά του στελέχη μπορούν να εμφανισθούν σε τηλεοπτικές, ενημερωτικές εκπομπές, αποκρούοντας τις έωλες και αστήρικτες κατηγορίες μελών του ΣΥΡΙΖΑ (ο εκνευρισμός και η αδυναμία κατανόησης του τι έχει συμβεί, σε συνδυασμό με την έλλειψη ψύχραιμης προσέγγισης, συμβάλλουν στη διαμόρφωση τέτοιου τύπου αντιλήψεων που στην τελική δεν πείθουν ούτε και στελέχη και ψηφοφόρους του κόμματος), με υπομονή και με την αυτοπεποίθηση αυτού που γνωρίζει πως πολλοί αναμένουν να ακούσουν το τι θα πει δημόσια, εντείνοντας έτσι την Συριζαϊκή εσωστρέφεια και την Συριζαϊκή σύγχυση ως προς τοι ποιοι παράγοντες διαδραμάτισαν ρόλο για να προκύψει μία τέτοιας έκτασης ήττα. Βλέπε και, Τσεμπελής, Γεώργιος., ‘Εμφωλευμένα παίγνια. Η ορθολογική επιλογή στη συγκριτική πολιτική,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2004.
[2] Το ποσοστό που έλαβε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής στην κοινωνική κατηγορία των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, υπερέβη το 10%, εξέλιξη που αποδεικνύει με πειστικό τρόπο πως το συγκεκριμένο κόμμα έχει επιτύχει να ανασυστήσει τον εαυτό του και να αναδιαμορφώσει το πολιτικό του προφίλ. Αρκεί να θυμηθούμε εδώ πως στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 2015, το ΠΑΣΟΚ στην κατηγορία των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, έλαβε μόλις το 3,1 % των ψήφων, κατά τον Παναγιώτη Κουστένη,  φθάνοντας έτσι σε ιστορικά χαμηλά. Όπως σε ιστορικά χαμηλά είχε πέσει και η συνολική εκλογική επίδοση του κόμματος. Από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Μάϊο του 2023, μεσολάβησαν πολλά, με το ΠΑΣΟΚ να κερδίζει εκεί όπου χάνουν άλλοι (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ). Που οφείλεται όμως αυτή η καλή εκλογική επίδοση στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε: Πρώτον, οφείλεται στην καλή επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και στελεχών της συνδικαλιστικής παράταξης ΠΑΣΚΕ (γενικά, ο ρόλος των συνδικαλιστικών παρατάξεων, κύρια ως προς την κινητοποίηση κόσμου, συχνά υποεκτιμάται), τα οποία λειτούργησαν ως οι απαραίτητοι ενδιάμεσοι που κατάφεραν να φέρουν εργάτες όχι σε θέση να ψηφίσουν απευθείας το κόμμα, καθότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εύκολα (δεν ζούμε σε εποχές πλήρους ή αλλιώς, ισχυρής ταύτισης κόμματος και ψηφοφόρων), αλλά σε επαφή με τις θέσεις και τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν ευμενώς από αρκετούς εργάτες, που αισθάνθηκαν πως δεν ‘έχουν τίποτε να χάσουν’ εάν εμπιστευθούν ξανά το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Δεύτερον, στην συγκεκριμένη στόχευση του κόμματος προς αυτή την κατηγορία εργαζομένων. Οι συχνές επικλήσεις (όσο βέβαια πλησιάζαμε προς το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας, τόσο περισσότερο μειώνονταν οι αναφορές στην ‘αναγκαιότητα’ σχηματισμού Σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης), στο σχηματισμό Σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, κυβέρνησης δηλαδή με ‘φιλεργατικό πρόσημο,’ είχαν ως έναν εκ των πλέον βασικών στόχων την προσέλκυση μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (όπως και το σύνθημα ‘Δίκαιη Κοινωνία’ που έφερνε στο επίκεντρο το αίτημα της αναδιανομής του πλούτου), εκεί όπου, τα πολιτικά και γλωσσικά ‘ίχνη’ που διαμορφώθηκαν στην πορεία, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε ένα τμήμα αυτών των ψηφοφόρων να υποστηρίξει εκλογικά, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, από την στιγμή μάλιστα όπου ο ανταγωνιστής ΣΥΡΙΖΑ δεν διέθετε ένα τέτοιο ‘φορτισμένο’ και κεντρικό πρόταγμα. Τρίτον, οι δράσεις που ανέλαβε το κόμμα όλη την προηγούμενη χρονική περίοδο: Ευφάνταστα σλόγκαν που διαφοροποιούνταν από την ‘βαριά’ και κλασική Ανδρεοπαπανδρεϊκή συνθηματολογία, συμμετοχή σε καμπάνιες, υποστήριξη διεκδικητικών-συνδικαλιστικών δράσεων (αρκεί να θυμηθούμε την υποστήριξη που προσέφερε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής στις απεργιακές κινητοποιήσεις των διανομέων της ‘E-Food’), η ανάδειξη των ζητημάτων που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι εν καιρώ πανδημικής κρίσης, συνετέλεσαν στο να επιτύχει το κόμμα να προσεταιρισθεί εργαζόμενους από κλάδους όπως οι υπηρεσίες. Τέταρτον, η έστω και απλοϊκή και εξιδανικευμένη επίκληση των ‘ωραίων Πασοκικών χρόνων,’ ωφέλησε το κόμμα πολιτικά-εκλογικά, καθότι ώθησε αρκετούς εργαζόμενους να θυμηθούν πως ακόμη και αν είναι καλά τώρα, ‘τα ωραιότερα χρόνια τους τα πέρασαν με το ΠΑΣΟΚ,’ κάτι που συνιστά λόγο επιστροφής, εάν μιλάμε για παλαιούς ψηφοφόρους, στο κόμμα ‘της καρδιάς τους.’ Βλέπε σχετικά, Κουστένης, Παναγιώτης., ‘Στο λυκόφως (; ) του Πράσινου Ήλιου: Συγκρότηση και Μετεξέλιξη της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ (1974-2015),’ στο: Ασημακόπουλος, Βασίλης., & Τάσσης, Χρύσανθος., (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές,’ Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 315.
[3] Ας δούμε τώρα τι γράφει ο εκλογολόγος Παναγιώτης Κουστένης σχετικά με την μετακίνηση, το 2012, ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς την Χρυσή Αυγή: «Ειδικά το 2012 η προέλευση των ψηφοφόρων της Χ.Α. (όπως και των ΑΝ.ΕΛ.) σε εθνικό επίπεδο ήταν κατά 25% από το ΠΑΣΟΚ. Το ρεύμα αυτό όμως στις λαϊκές περιοχές της Αττικής (Δυτική Αττική και ειδικά Β’ Πειραιά) ενίσχυσε σημαντικά το κοινωνικό προφίλ της και δίνοντας εσφαλμένα την εντύπωση συσχέτισης με την παραδοσιακή δεξαμενή της κομμουνιστικής Αριστεράς». Αυτό εξακολουθεί και παραμένει ένα από τα σημαντικά και προς ώρας δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής στο Λεκανοπέδιο της Αττικής: Δηλαδή, το ό,τι δεν έχει κατορθώσει να καλλιεργήσει το έδαφος ώστε να πείσει ένα τμήμα εκείνων των ψηφοφόρων (δεν παραβλέπουμε τις πολλές αλλαγές που έχουν συντελεσθεί) που το 2012 είχαν στραφεί προς την Χρυσή Αυγή κατά κύριο λόγο και προς τους Ανεξάρτητους Έλληνες, σε περιοχές της Αττικής, πράγμα που έχει ως συνέπεια την υπο-εκπροσώπηση του στο Λεκανοπέδιο (μετά την μη είσοδο της Χρυσής Αυγής και την εν τοις πράγμασι διάλυση των Ανεξαρτήτων Ελλήνων αυτοί οι ψηφοφόροι δεν χάθηκαν αλλά διασκορπίστηκαν, με την Νέα Δημοκρατία να είναι πιθανό να έχει απορροφήσει σημαντικό τμήμα αυτών) και μάλιστα συνολικά και όχι σε μία, σε δύο ή σε τρεις περιοχές που έχουν συγκεκριμένα δημογραφικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά, όταν, αντίθετα, έχει καταφέρει να αμβλύνει έστω και λίγο, την απόσταση μεταξύ της προνομιακής του εκπροσώπησης σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (ας πούμε σε συνταξιούχους και σε όσους βρίσκονται κοντά σε ηλικία σύνταξης), και τους νεότερης ηλικίας ψηφοφόρους. Αυτά πλέον είναι δύο βασικά εκλογικά ζητούμενα  για το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Βλέπε και, Κουστένης, Παναγιώτης., ‘Στο λυκόφως (; ) του Πράσινου Ήλιου: Συγκρότηση και Μετεξέλιξη της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ (1974-2015),’ στο: Ασημακόπουλος, Βασίλης., & Τάσσης, Χρύσανθος., (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές…ό.π., σελ. 313. Και, του ιδίου, ‘Εκλογές 2014: Ο Εκλογικός Κύκλος της Χρυσής Αυγής,’ Αρχειοτάξιο, Τεύχος 16, 2014, σελ. 89-108.
[4] Βλέπε σχετικά, ‘Μαραντζίδης, Νίκος., & Ρόρη., Λαμπρινή., ‘Μεταβαλλόμενοι στόχοι, μεταβαλλόμενες συμμαχίες: Το ΚΚΕ και ο κομματικός ανταγωνισμός στην Μεταπολίτευση…ό.π., σελ. 119. Την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, ένα τμήμα της κομματικής ελίτ του κόμματος, ήσαν εξω-κοινοβουλευτικό (Παναγιώτης Δουδωνής, Δημήτρης Μάντζος, Ανδρέας Σπυρόπουλος). Τι σημαίνει «αυτάρκης πολιτική δύναμη»; Σημαίνει πως αρκετά δύσκολα θα ετεροπροσδιορίζεται (προϋπόθεση είναι το να διατηρήσει στα ίδια επίπεδα τα ποσοστά του, και ει δυνατόν να τα αυξήσει), και θα αισθάνεται πως συμπιέζεται μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, επιθυμώντας εναγωνίως να αποκτήσει χώρο. Τώρα τον έχει.
Προηγούμενο άρθροΣυγχαρητήρια Κυρ. Μητσοτάκη στον Ταγίπ Ερντογάν για την εκλογική του νίκη
Επόμενο άρθροΑλ. Τσίπρας: Πάμε για ανατροπή των συσχετισμών – δεν ψάχνουμε τις αιτίες του αποτελέσματος στους πολίτες ή στους αντιπάλους