Για την επιλογή τομεαρχών στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής – Γράφει ο Δρ Σίμος Ανδρονίδης

 Πριν από λίγες ημέρες, ανακοινώθηκαν τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν καθήκοντα τομεαρχών και  αναπληρωτών τομεαρχών  στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, διαδικασία που εν προκειμένω σχετίζεται με την οργανωτική ανασύνταξη του κόμματος, μετά την ανάληψη της προεδρίας του από τον ευρωβουλευτή, Νίκο Ανδρουλάκη.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ Σίμος Ανδρονίδης

Εν πρώτοις, θα επισημάνουμε πως η διαδικασία αυτή δεν κομίζει απαραίτητα κάτι νέο στο εγχώριο κομματικό-πολιτικό σύστημα,[1] (αναφερόμαστε κυρίως στο ΠΑΣΟΚ, στη Νέα Δημοκρατία αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ) καθότι ο θεσμός των τομεαρχών και των αναπληρωτών τους, είναι εισαγόμενος,[2] και δεν αποκλίνει με στεγανά από τον θεσμό του ‘σκιώδους’ υπουργικού συμβουλίου και των ‘σκιωδών υπουργών, οι οποίοι πολιτεύονται σε συνθήκες που προσομοιάζουν σε συνθήκες πραγματικής διακυβέρνησης, με διακύβευμα να είναι όσο καλύτερα γίνεται προετοιμασμένοι, όταν κληθούν να αναλάβουν κυβερνητικά καθήκοντα.

 Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφέρουμε πως ο σχηματισμός ενός τέτοιου ‘σκιώδους’ υπουργικού συμβουλίου, παρά το γεγονός πως ως θεσμός υπάρχει στην πολιτική κουλτούρα του ΠΑΣΟΚ (βλέπε την περίπτωση του ’σκιώδους’ υπουργικού συμβουλίου που δημιούργησε το 2008 ο τότε πρόεδρος του, Γιώργος Παπανδρέου), δεν προτιμήθηκε κύρια για να μην δοθεί το έναυσμα  σε  πολιτικούς αντιπάλους του κόμματος, να το κατηγορήσουν προς ρέπει σε έναν ιδιαίτερο ‘μικρομεγαλισμό.’

Που δεν ανταποκρίνεται στη θέση που έχει στο κομματικό-πολιτικό σύστημα και στον κομματικό και πολιτικοϊδεολογικό ανταγωνισμό.

 Άρα λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, σε αυτό το σημείο, δεν ξεφεύγει από την κομματική παράδοση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, αν και το κόμμα ήδη έχει περάσει στο «μετα-υλιστικό» στάδιο, για να παραφράσουμε ελαφρά τον Inglehart, με επιταχυνόμενο μάλιστα ρυθμό μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Νίκο Ανδρουλάκη (βλέπε την εστίαση και σε «αξίες» όπως είναι ο «σεβασμός στη διαφορετικότητα»,[3] τα δικαιώματα των γυναικών, η καταπολέμηση της έμφυλης βίας). Αυτή η υπάρχουσα αναντιστοιχία όμως, δεν επηρεάζει την αντιπολίτευση που ασκεί το κόμμα, όπως επίσης και την παραγωγή πολιτικής από μέρους του. Σαφώς, δεν παραβλέπουμε, πως η διάκριση μεταξύ κομματικών και μη-κομματικών που επιλέγεται για την ανάλυση των επιλογών, είναι δόκιμη.

 Εμείς όμως θα επιχειρήσουμε κάτι διαφορετικό, στηριζόμενοι στην σχετική με τις πολιτικές-υπουργικές ελίτ, διαθέσιμη βιβλιογραφία η οποία εμπλουτίζεται διαρκώς την τελευταία δεκαετία, όταν και εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο, αρχικά στις χώρες που αντιμετώπιζαν συνθήκες κρίσης, μη αμιγώς κομματικοί υπουργοί.

 Έτσι λοιπόν, χρήσιμη παραμένει η τυπολογική διάκριση του Beckman, μεταξύ «εμπειρογνωμόνων και ερασιτεχνών», κάτι που σημαίνει πως, από την μία πλευρά ανέλαβαν συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια άτομα που στηρίζονται στον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης που διαθέτουν (ο Ηλίας Κικίλιας είναι μεταξύ αυτών των ατόμων), και, από την άλλη, επελέγησαν νέα πρόσωπα, οι λεγόμενοι «ερασιτέχνες»[4] (όπως είναι η Κατερίνα Λάσπα που δεν έχει κάποια εξειδίκευση), η επιλογή των οποίων εκφράζει ή θέλει να δείξει προς τα έξω προς το κόμμα κινείται με όρους συμπεριληπτικότητας.

 Εν συνεχεία, θα σπεύσουμε να εντάξουμε εντός της ανάλυσης μας, τη διάκριση του De Winter μεταξύ insiders και outsiders.

Στην πρώτη κατηγορία, τοποθετούνται πρόσωπα όπως ο Γιώργος Κουτρουμάνης (θα ήταν μεγάλη έκπληξη αν αναλάμβανε οποιοδήποτε άλλο χαρτοφυλάκιο πλην της κοινωνικής ασφάλισης), ο Γιώργος Μπουλμπασάκος στο Υγείας,[5] ο Παύλος Γερουλάνος στο χαρτοφυλάκιο του Τουρισμού, ο Θανάσης Κατερινόπουλος στο Προστασίας του Πολίτη, ως αναπληρωτής γραμματέας όμως.

 Κλασικά outsiders είναι ο Σάκης Αρναούτογλου[6] που τοποθετήθηκε στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας, ο Γιώργος Πεταλωτής στον τομέα της Άμυνας (η Κατερίνα Μπατζελή δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, διότι το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει επανακάμψει στο κομματικό προσκήνιο, οπότε η επιλογή της ήταν αναμενόμενη), ο Νικηφόρος Παπανικόλας, στον τομέα Νησιωτικής Πολιτικής.

 Παράλληλα, εμμένοντας θεωρητικά, θα επισημάνουμε πως θα μπορούσαμε να δούμε το αν συνέβαλλε στην επιλογή κάποιων προσώπων, ο βαθμός αφοσίωσης τους (loyalty),[7] στην νέα κομματική ηγεσία. Θα μπορούσε να ειπωθεί κάτι τέτοιο για τον πρώην βουλευτή Καβάλας, Δημήτρη Παπουτσή; Να ένα ενδιαφέρον ερώτημα.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η γυναικεία εκπροσώπηση είναι σχετικά ικανοποιητική, ιδίως στις θέσεις των αναπληρωτών τομεαρχών, σε ένα λεπτό σημείο όμως όπου τίθεται το ερώτημα του κάτι παραπάνω: Γιατί να μην τοποθετηθούν περισσότερες γυναίκες σε θέσεις τομεαρχών;

Βέβαια, υπάρχουν προβληματικά σημεία τα οποία χρήζουν επισήμανσης. Η δομή των τομέων ή αλλιώς δικτύων, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, καλλιεργεί το έδαφος για την ύπαρξη ζητημάτων δυσλειτουργικότητας. Πως θα λαμβάνονται οι αποφάσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μεταξύ τομεάρχη και αναπληρωτών τομεαρχών; Πόσο θα λαμβάνεται υπόψιν η γνώμη των δεύτερων στη διαδικασία διαμόρφωσης μίας πολιτικής επί του συγκεκριμένου τομέα; Ποια θα είναι τα κριτήρια με τα οποία θα υπολογίζεται η γνώμη και η άποψη των αναπληρωτών τομεαρχών;[8]

Μήπως η κομματική παλαιότητα; Ο αριθμός τριών και τεσσάρων (ακόμη και πέντε) αναπληρωτών τομεαρχών, ακόμη και αν απαντά στον υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας ενός συγκεκριμένου πεδίου ή τομέα, σε αντίστοιχες πολιτικές-διοικητικές κατανομές σε επίπεδο υπουργείου, θα μπορούσε να αποφευχθεί. Τουλάχιστον στα λιγότερο σημαντικά.

 Είναι σε αυτό το σημείο όπου η όλη διαδικασία επιλογής και δημιουργίας δυσκίνητων τομέων, φέρει εντός της τα χαρακτηριστικά εσωκομματικών διευθετήσεων και της ανάγκης τήρησης ρευστών ισορροπιών, τύπου ‘να μείνουν ικανοποιημένα όσα περισσότερο άτομα γίνεται.’ Είναι αυτή η λογική που ενίοτε οδηγεί σε στρεβλώσεις όπου αυτή που παρατηρούμε στον τομέα υγείας, όπου το έργο του τομεάρχη θα συνεπικουρούν έξι αναπληρωτές τομεάρχες. Πως μπορεί να λειτουργήσει με τον πλέον κατάλληλο τρόπο το υπάρχον σχήμα;

Ταυτόχρονα, τα κομματικά στελέχη που ενεπλάκησαν στη διαδικασία επιλογής, δεν έπρεπε να επενδύσουν συμβολικούς-πολιτικούς πόρους αποκλειστικά προς την αξιολόγηση με άξονα τα βιογραφικά (τι σημαίνει ‘βαρύ’ και τι ‘ελαφρύ’ βιογραφικό; ).

Αντιθέτως, έπρεπε να εντάξουν στο οπλοστάσιο τους λογικές συστηματικής αξιολόγησης προσώπων, καλώντας σε προσωπική συνέντευξη τους πλέον επικρατέστερους και ζητώντας από αυτούς να ξεδιπλώσουν τις προτάσεις τους πάνω[9] στην ανάπτυξη του τομέα για τον οποίο ενδιαφέρονται, αξιολογώντας τις ικανότητες τους στη θέσπιση προτεραιοτήτων (όραμα, θα το ονόμαζε η Παρασκευή Δραμαλιώτη), και στη χάραξη πολιτικής. Το πως θα λειτουργήσουν τελικά, θα φανεί στην πορεία.

 Το ζητούμενο είναι να λειτουργήσουν οι νέοι τομείς, ως πολιτικά εργαστήρια διαμόρφωσης στελεχών νέας εποχής, με ανοιχτές αντιλήψεις και συμπεριφορές, με ικανότητα στην αναλυτική εμβάθυνση, που θα αντιτάσσονται στην υπεραπλούστευση  και στα διχοτομικά σχήματα που τρέφουν τους δημαγωγούς του καιρού μας.


 

[1] Ίσως βέβαια, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την διαδικασία επιλογής, καθότι αξιολογήθηκαν υποψηφιότητες με τα αντίστοιχα βιογραφικά τους που υπεβλήθησαν στη σχετική πλατφόρμα. Είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο (ας θυμηθούμε και την αντίστοιχη διαδικασία επιλογής των υποψήφιων βουλευτών που ακόμη βρίσκεται εν εξελίξει), όπου το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής αυτο-προσδιορίζεται  ως κόμμα ‘νέου τύπου,’ οικειοποιούμενο  στρατηγικές επιλογές προσωπικού που απαντώνται στην ελεύθερη αγορά ή αλλιώς, στον ιδιωτικό τομέα. Εάν δε, επέλθει και η αξιολόγηση των επιλεχθέντων τομεαρχών, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και με τους βουλευτές του κόμματος, και εννοούμε εδώ τη διαρκή αξιολόγηση της κοινοβουλευτικής τους δράσης και παρουσίας, τότε ο Κεντροαριστερός πολιτικός φορέας θα κάνει χρήση και στρατηγικών σύγχρονου διοικητικού management.
[2] Αυτή η εφαρμογή μίας κομματικής στρατηγικής άμεσης ανταπάντησης στις πολιτικές πρωτοβουλίες ενός υπουργού και της κυβέρνησης στην οποία συμμετέχει, και της υπερκέρασης της πολιτικά (‘εμείς προτείνουμε κάτι καλύτερο’) και επικοινωνιακά, είναι Βρετανικής εμπνεύσεως κατά βάση. Εκεί μάλιστα, λαμβάνει χώρα η συγκρότηση ενός ‘σκιώδους’ υπουργικού συμβουλίου από το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, με τον πρόεδρο του κόμματος να επιλέγει τα άτομα που θα αναλάβουν ‘σκιώδη’ υπουργικά καθήκοντα (ο θεσμός του ‘σκιώδους’ υπουργικού συμβουλίου, αν μη τι άλλο, προσφέρει τη δυνατότητα στα στελέχη που επελέγησαν να αναδείξουν τις πολιτικές τους δεξιότητες και προσόντα, συγκρινόμενα με εκείνα τα στελέχη που κατέχουν το υπουργικό χαρτοφυλάκιο/Σε μία τέτοια περίπτωση όμως, ο υπουργός είναι αυτός που συνήθως διατηρεί το πλεονέκτημα), αποφασίζοντας με βάση παράγοντες όπως είναι οι γνώσεις και το εκπαιδευτικό κεφάλαιο, η πολιτική-κοινοβουλευτική παλαιότητα, η εύρεση του κατάλληλου μείγματος σκληρής και δημιουργικής αντιπολίτευσης (κάτι που πέτυχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη συγκρότηση του δικού του ‘σκιώδους’ υπουργικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ),  η τήρηση εσωκομματικών ισορροπιών, η τήρηση της ποσόστωσης που προβλέπει την συμμετοχή ενός συγκεκριμένου αριθμού γυναικών στα σημαντικότερα κομματικά πόστα.
[3] Αναφέρεται στο: Δεμερτζής, Νίκος., ‘Κόμματα «νέας πολιτικής». Πολιτικές και πολιτισμικές ορίζουσες,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 1, 1993, σελ. 90-110, Διαθέσιμο στο: (PDF) Κόμματα «νέας πολιτικής». Πολιτικές και πολιτισμικές ορίζουσες (researchgate.net) Από το ίδιο περιοδικό, σταχυολογούμε ως πολύ σημαντικό, για το θέμα που αναπτύσσεται, και για τα συμπεράσματα που κατατίθενται, το άρθρο του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου, με τίτλο ‘Από την αντιπροσωπευτική στην ψηφιακή δημοκρατία. Η δημοκρατία ως πεδίο της Νέας Πολιτικής,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 22, 2003, σελ. 30-52, Διαθέσιμο στο: (PDF) Από την αντιπροσωπευτική στην ψηφιακή δημοκρατία. Η δημοκρατία ως πεδίο της Νέας Πολιτικής (researchgate.net) Σε τέτοιου τύπου θεωρητικές αναλύσεις, ο Ευάγγελος Βενιζέλος περισσότερο κάνει χρήση της επιστημονικής-ακαδημαϊκής του ιδιότητας, και λιγότερο της αμιγώς πολιτικής.
[4] Ένας «ερασιτέχνης» μπορεί να είναι και κάποιος που εισέρχεται για πρώτη φορά στη κεντρική πολιτική σκηνή, αναλαμβάνοντας κομματικό-πολιτικό αξίωμα.
[5] Ο Αλέξανδρος Μπασδέκης, που ορίστηκε αναπληρωτής τομεάρχης ανάπτυξης και επενδύσεων, λόγω της πρότερης θητείας του στην Παγκόσμια Τράπεζα, εμπίπτει καθαυτό στην κατηγορία του «τεχνοπολιτικού» (γιατί να μην είναι κριτήριο επιλογής η ευρυμάθεια του ενδιαφερόμενου προσώπου; Χρειαζόμαστε περισσότερους πολιτικούς σαν τον Ευάγγελο Βενιζέλο),  σύμφωνα με τη διατύπωση του Σουλιώτη, με τον ίδιο να καλείται να διαδραματίσει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ «εσωτερικής και διεθνούς σκηνής». Βλέπε σχετικά, Souliotis, I., ‘Politicians, technocrats and public officials as privatization actors in  Greece:  a  sociological  account,’  Land  Use  Policy,’ 104, 2021. Και, Κάρουλας, Γεράσιμος., & Κακεπάκη, Μανίνα., ‘Οι υπουργικές ελίτ στην Ελλάδα (2000-2019): μεταξύ κόμματος, εξειδίκευσης και τεχνοκρατίας,’ Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 2022, 159, Διαθέσιμο στο: View of Ministerial elites in Greece (2000-2019): between party, expertise and technocracy? (ekt.gr)
[6] Μία ανάλυση επί τη βάσει παραμέτρων όπως είναι η ηλικία (ο ηλικιακός μέσος όρος δεν  κατεβαίνει σε μεγάλο βαθμό, παρά το γεγονός πως  ηλικιακή ανανέωση που αποφασίσθηκε επί προεδρίας Ανδρουλάκη, δεν έχει συγκυριακά χαρακτηριστικά), το εκπαιδευτικό επίπεδο (πόσοι είναι οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών; )  η προέλευση από τον ακαδημαϊκό χώρο, ο οποίος βέβαια υπο-εκπροσωπείται, είναι εξόχως σημαντική και απαραίτητη, εκφεύγει όμως του περιεχομένου αυτού του κειμένου.
[7] Κάρουλας, Γεράσιμος., & Κακεπάκη, Μανίνα., ‘Οι υπουργικές ελίτ στην Ελλάδα (2000-2019): μεταξύ κόμματος, εξειδίκευσης και τεχνοκρατίας…ό.π. Η αφοσίωση (όχι η τυφλή) στην κομματική ηγεσία, μπορεί να λειτουργήσει τόσο ως εφαλτήριο πολιτικής ανόδου, με ενδεικτικό παράδειγμα εδώ τον άλλοτε γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Γιάννη Ραγκούση, όσο και ως παράμετρος σταθεροποίησης της παρουσίας ενός πολιτικού προσώπου στην πολιτική ελίτ, ή ακόμη, και στις παρυφές αυτής, εκεί που τοποθετείται ο Γιώργος Κουτρουμάνης που δεν κατάφερε να αποτελέσει τμήμα της πολιτικής ελίτ. Αρκετά εκ των στελεχών που επελέγησαν διαθέτουν «περιορισμένο βαθμό» κομματικής ταυτότητας, δηλαδή, είτε δεν κατέχουν επί μακρόν κάποια κομματική θέση, είτε δεν κατείχαν καθόλου τα προηγούμενα χρόνια (αυτή είναι μία νέα παράμετρος την οποία εισαγάγουμε στη θεωρία των πολιτικών ελίτ), κάνοντας την αρχή με την τοποθέτηση τους σε θέση τομεάρχη και αναπληρωτή τομεάρχη που είναι υψηλές θέσεις στο κομματικό οργανόγραμμα που εξασφαλίζουν ικανοποιητικά αναγνωρισιμότητα τουλάχιστον μεταξύ των μελών του κόμματος. Αν θα καταφέρουν να αποκτήσουν και ευρύτερη αναγνωρισιμότητα, πέραν δηλαδή των κομματικών ορίων, μένει να φανεί.
[8]  Ο πλέον βέλτιστος τρόπος για να περιορισθεί ο κίνδυνος του να προκύψουν, άμεσα κιόλας, προβλήματα δυσλειτουργικότητας, είναι να ξεκαθαριστούν, σε συνάντηση τομεαρχών και αναπληρωτών τομεαρχών, ρόλοι και αρμοδιότητες. Κοινώς, ‘το τι κάνει’ ο καθένας. Η δημιουργία δυσκίνητων δομών, σε επίπεδο διοικητικής μονάδας αρχικά και εν συνεχεία και σε κυβερνητικό-υπουργικό επίπεδο, συνιστά πλέον συστατικό κομμάτι της εν Ελλάδι διοικητικής-πολιτικής κουλτούρας. Λαμβάνοντας υπόψιν την ανάλυση της Παρασκευής Δραμαλιώτη, προτείνουμε να λειτουργήσουν οι πλέον πολυάριθμοι τομείς ως ομάδες κρούσης (task force), που θα στηρίζονται στην ύπαρξη ενός συντονιστή (να μία πρόταση-έκπληξη: Δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα ο τομεάρχης), ο οποίος θα επιχειρήσει να «συνδυάσει αρμονικά τις ικανότητες των εμπλεκόμενων στελεχών και να οργανώσει ένα συλλογικό αποτέλεσμα», διαμορφώνοντας με τη δράση του και τις ενέργειες του ένα περιβάλλον διαρκούς και κυρίως, ποιοτικής αλληλεπίδρασης, προκειμένου να εκλείψουν φαινόμενα παραγοντισμού και ιδιότυπης απομόνωσης. Βλέπε σχετικά, Δραμαλιώτη, Παρασκευή., ‘Το επιτελικό κράτος. Ρυθμιστική συνοχή και συντονισμός στο Κέντρο Διακυβέρνησης,’ Πρόλογος: Κοντιάδης, Ξενοφών, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 220. Άμεσα πρέπει να οριστεί και ένας «υπεύθυνος έργου» που θα αποφασίσει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί αρχικά ο τομέας; Προς την κατεύθυνση της άσκησης αντιπολίτευσης με όρους κριτικής σε πράξεις και παραλείψεις; Υπουργών και αναπληρωτών υπουργών; Προς την κατεύθυνση υποβολής σειράς προτάσεων που θα καλύπτουν ενδεχόμενα κενά στη μέχρι τώρα κομματική στρατηγική σε αυτό τον τομέα; Προς την κατεύθυνση συνεργασίας με την Κοινοβουλευτική Ομάδα;
[9] Θα ήταν θετικό να αποκτούσαμε γνώση κάποια στιγμή, των κριτηρίων επί τη βάσει των οποίων επελέγησαν οι τομεάρχες.
Προηγούμενο άρθροΓερμανία – Σολτς: Πρέπει να αποφύγουμε να διαιρέσουμε τον κόσμο σε συνασπισμούς, όπως είχε γίνει κατά τον Ψυχρό Πόλεμο
Επόμενο άρθρο”Άρθρο – Παρέμβαση του Γιάννη Πετράτου για τους Πτυχιούχους ΤΕ Γεωτεχνικούς και τις εξελίξεις στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση”