Για την αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από το Κοινοβούλιο – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Πριν από λίγες ημέρες, με συνέντευξη τύπου του από τον χώρο ξενοδοχείου της Αθήνας, ο αρχηγός του κόμματος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), Αλέξης Τσίπρας, ανακοίνωσε την απόφαση να απόσχει το κόμμα του από τις κοινοβουλευτικές διεργασίες και συζητήσεις έως την διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος        Ανδρονίδης

Πολιτικά, δεν είναι μία απόφαση που πρέπει να ξαφνιάζει, καθότι έχει συμβεί και στο Μεταπολιτευτικό παρελθόν, πρόσφατο και μη.

 Όμως, η ειδοποιός διαφορά της συγκεκριμένης πολιτικής πρωτοβουλίας, έγκειται στο ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να απόσχει πλήρως από τις κοινοβουλευτικές διεργασίες και ψηφοφορίες, εν αντιθέσει με ό,τι κατά κύριο λόγο συνέβαινε στο παρελθόν, όταν η κοινοβουλευτική ομάδα ενός κόμματος απείχε από ψηφοφορίες επί συγκεκριμένων ζητημάτων.[1]

 Αρχικά, θα στραφούμε θεωρητικά, σε έναν κλασικό ορισμό της αντιπολίτευσης, όπως είναι αυτός του Y. Sorel. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αντιπολίτευση είναι το «σύνολο των ατόμων και των πολιτικών σχηματισμών που προσπαθούν με θεσμικά μέσα και εξω-κοινοβουλευτικές δράσεις να ασκήσουν επιρροή και έλεγχο στην κυβερνητική δραστηριότητα και να παρουσιάζονται ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση εν όψει των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων».[2]

 Ένας τέτοιος ορισμός σαφώς, δεν πρωτοτυπεί ή αλλιώς, δεν ‘κομίζει γλαύκα εις Αθήνας,’ για να καταστούμε ολίγον τι πιο λόγιοι, καθότι, αφενός μεν μπορεί και αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς στην δυναμική και ποικίλη σχέση που αναπτύσσεται στον άξονα ‘κυβέρνησης-αντιπολίτευσης,’ και, αφετέρου δε, εστιάζει σε αυτό που είναι το μείζον πολιτικό-κοινοβουλευτικό καθήκον για μία  αντιπολίτευση που δρα και λειτουργεί μέσα σε ένα καθαυτό δημοκρατικό πλαίσιο. Και ποιο είναι αυτό το καθήκον;

Είναι η άσκηση του πολιτικού και κοινοβουλευτικού ελέγχου προς την κυβέρνηση, έλεγχος που επιτελείται με διάφορους τρόπους και μέσω της κινητοποίησης πόρων από διαφορετικές κατευθύνσεις, το πλέον βασικό στοιχείο που αποβλέπει στην θέσπιση εμποδίων στην απρόσκοπτη άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής[3] και συνακόλουθα, στην αύξηση της πολιτικής επιρροής του κόμματος που ασκεί αντιπολίτευση, εις βάρος της κυβέρνησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να επισημάνουμε πως τέτοιες επιδιώξεις έχουν συνηθέστερα τα κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αντιπολίτευση από αντιπολίτευση[4] μπορεί να διαφέρει, όπως μπορεί να διαφέρουν και οι στοχεύσεις ενός εκάστου κοινοβουλευτικού κόμματος.

Ο ορισμός του Sorel καθίσταται χρήσιμος γιατί μας προσφέρει την δυνατότητα να αναδείξουμε στην επιφάνεια την εξω-θεσμική στροφή που επιχειρεί το κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με διακύβευμα (ο ΣΥΡΙΖΑ κρίνει πως δεν μπορεί να κερδίσει κάτι άλλο σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, μετά την υποβολή της πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση),[5] την απόκτηση ενός ύψιστου βαθμού κομματικής ετοιμότητας εν όψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών.

 Με επίκεντρο το κόμμα και τις τοπικές οργανώσεις του που θα καταστούν το επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας και όχι την κοινοβουλευτική ομάδα.

Μία τέτοια στροφή περιλαμβάνει δράσεις όπως είναι η πραγματοποίηση κομματικών εκδηλώσεων που ήδη ξεκίνησαν, η δημοσίευση πολλών δελτίων τύπου, οι πολλές και παράλληλες περιοδείες στελεχών και βουλευτών του κόμματος, κατά μόνας ή από κοινού με τον Αλέξη Τσίπρα και άλλους προβεβλημένους πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Στον πυρήνα της αντιπολιτευτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ προκύπτει μία εν τοις όροις αντίφαση.

Πως δηλαδή μπορεί και λαμβάνει το κόμμα (που διαθέτει μία καλά εδραιωμένη κοινοβουλευτική κουλτούρα),  σε συνεννόηση με το προεδρείο της κοινοβουλευτικής του ομάδας μία τέτοια απόφαση, όταν έχει προηγηθεί η υποβολή πρότασης δυσπιστίας που όμως τονίζει η Calin-Mihalcea, αποτελεί «την ανώτατη εκδήλωση ελέγχου από το Κοινοβούλιο επί της Κυβέρνησης»;[6]

Πως μπορεί να συνδεθεί εύκολα η προσπάθειας αξιοποίησης ενός τέτοιου κοινοβουλευτικού μέσου με την απόφαση αποχώρησης από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις ωσάν να μην έχει προηγηθεί τίποτα;

 Ένα τέτοιο στρατηγικό λάθος (για διολίσθηση σε ένα είδος ‘πεζοδρομιακής δημοκρατίας’ μίλησε εύστοχα ο πρωθυπουργός), που υποτιμά τις κοινοβουλευτικές διεργασίες και συζητήσεις, την ίδια την κοινοβουλευτική δράση των βουλευτών, μηδέ του ΣΥΡΙΖΑ εξαιρουμένου, διανοίγει ρωγμές και προοπτικές για κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, το οποίο καλείται να καλύψει το κενό που αφήνει η αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ. Και όχι μόνο χωροταξικά.


 

[1] Ο Αντώνης Αντζολέτος, με άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Η Καθημερινή’ και πιο συγκεκριμένα στη διαδικτυακή της έκδοση, αναφερόμενος στην πρωτοβουλία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν δίστασε να μιλήσει για «λευκή απεργία», όρος που αποδίδει με ικανοποιητικό τρόπο και την απόφαση αποχώρησης από κοινοβουλευτικές συζητήσεις και διεργασίες, όσο και τον αντίκτυπο που μπορεί να λάβει αυτή, ωθώντας τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα (δεν θα εξαιρέσουμε κανένα εξ αυτών), να ανα-διαμορφώσουν την κοινοβουλευτική τους στρατηγική. Ένας επίσης συμβατός όρος είναι θα μπορούσε να είναι το κοινοβουλευτικό ‘μποϊκοτάζ,’ ή ακόμη, και η κοινοβουλευτική ‘στάση’ που λαμβάνει χώρα στο όνομα ενός ρηχού και λαϊκιστικού ‘αντι-Μητσοτακισμού.’ Στο όνομα μετωπικών λογικών (για τη Δημοκρατία; ) και συμπορεύσεων-συμμαχιών με κοινωνικούς-επαγγελματικούς φορείς.  Βλέπε σχετικά, Αντζολέτος, Αντώνης, ‘Θύελλα» για τη λευκή απεργία ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 01/02/2023, «Θύελλα» για τη λευκή απεργία ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr) Ας δούμε τι γράφει η Βαρβάρα Γεωργοπούλου: «Δεν παραβλέπεται ότι ορισμένα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου μπορεί να ασκήσουν και  βουλευτές της συμπολίτευσης, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα ο έλεγχος και ιδίως οι πιο «επιθετικές» μορφές του, όπως οι επίκαιρες ερωτήσεις ή οι επερωτήσεις, ασκούνται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης». Βλέπε σχετικά, Γεωργοπούλου, Βαρβάρα., ‘Κοινοβουλευτική αντιπολίτευση: θεσμικές διαστάσεις και πολιτική πράξη 1975-2015,΄ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, 2017, σελ. 102, Διαθέσιμη στο: Διατριβή: Κοινοβουλευτική αντιπολίτευση: θεσμικές διαστάσεις και πολιτική πράξη 1975-2015 – Κωδικός: 42123 (ekt.gr)
[2] Βλέπε σχετικά, Sorel, Y., ‘L’ opposition au Parlement: quelques elements de comparison,’ Revue Internationale de Politique Comparee, 18, 2, 2011, σελ. 115-129. Θεωρούμε πως ρόλο στην λήψη μίας τέτοιας απόφασης διαδραμάτισε το ζήτημα των υποκλοπών και πιο συγκεκριμένα, η μη κλήτευση από την Βουλή του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστου Ράμμου, προκειμένου αυτός να ενημερώσει τα μέλη της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής για τα αποτελέσματα των ελέγχων που διεξήγαγε η Αρχή επί της οποίας προϊσταται. Υπό αυτό το πρίσμα, η αντίδραση (που θα μπορούσε να είναι κοινοβουλευτική), εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο, ήτοι με την επίδειξη ενός άκοπου ριζοσπαστισμού που ίσως αναμένονταν από πολιτικά κόμματα όπως το Μέρα25 του Γιάνη Βαρουφάκη, αν και το τελευταίο δεν έχει επιχειρήσει κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια της θητείας της παρούσας κυβέρνησης. Και εν πολλοίς κάτι τέτοιο μπορεί να φαντάζει και να είναι αναμενόμενο, ακριβώς διότι το συγκεκριμένο κόμμα δεν διαθέτει μεγάλη εξω-κοινοβουλευτική επιρροή (εδώ έχουμε κατά νου τον χαμηλό έως πολύ χαμηλό βαθμό επιρροής του σε συνδικάτα και επαγγελματικές ενώσεις, την στιγμή μάλιστα που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως καθ’ όλη την διάρκεια αυτής της τετραετίας το Μέρα25 δεν κατάφερε να συγκροτήσει δεσμούς αμοιβαίας εμπιστοσύνης με κοινωνικά κινήματα), ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξισορροπεί μεταξύ κοινοβουλευτικής και εξω-κοινοβουλευτικής δράσης, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να ομνύει σε εκείνον τον τύπο κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που μπορεί να ‘στραφεί κατά πάντων,’ αν και διατηρεί τις αντι-κυβερνητικές του αιχμές. Όπως επίσης και τις αιχμές προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελούσε και αποτελεί ‘προνομιακό’ στόχο κυρίως του Γιάνη Βαρουφάκη και δευτερευόντως των υπολοίπων κοινοβουλευτικών του κόμματος.  Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν παρατηρήσαμε την πρόκληση κάποιου κοινοβουλευτικού επεισοδίου μεταξύ βουλευτών του Βαρουφακικού κόμματος και των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.
[3] Πάντως, η κυβερνητική πλειοψηφία σε επίπεδο κοινοβουλίου, δεν δέχθηκε τέτοια πίεση (πόσο αποτελεσματικό υπήρξε το μοντέλο ‘man to man’ που υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το μοντέλο που προβλέπει πως ένα στέλεχος του κόμματος που είναι και  βουλευτής και υπεύθυνος τομέα αναλαμβάνει τον διαρκή έλεγχο ενός συγκεκριμένου υπουργού; ), που να την ώθησε είτε να αποσύρει προσωρινά μία τροπολογία προκειμένου αυτή να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω επεξεργασίας και σε ένα δεύτερο επίπεδο, αλλαγών, είτε να την αποσύρει οριστικά, ξεκινώντας έτσι μία νέα κοινοβουλευτική προσπάθεια ‘από το μηδέν.’
[4] Πραγματικά, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πραγματοποίησης μίας έρευνας ώστε να διαφανεί ποια είναι τα κοινοβουλευτικά ‘εργαλεία’ ελέγχου στα οποία ομνύουν περισσότερο τα κόμματα. Ποιο κόμμα επενδύει περισσότερο στην κατάθεση κοινοβουλευτικών ερωτήσεων και ποιο στην κατάθεση επίκαιρων ερωτήσεων, που όπως και ο τίτλος τους δηλοί, άπτονται των θεμάτων της επικαιρότητας (την περίοδο όπου βασικό θέμα συζήτησης ήσαν η πανδημική κρίση και η διαχείριση της, αρκετοί βουλευτές, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης και του αν διέθεταν ή μη, έντονη κοινοβουλευτική δράση, στράφηκαν προς την κατεύθυνση κατάθεσης επίκαιρων ερωτήσεων για θέματα δημόσιας υγείας ); Ποιο πολιτικό κόμμα χρησιμοποιεί περισσότερο το ‘εργαλείο’ των  επερωτήσεων, στο λεπτό σημείο όπου αυτό συνιστά μία ειδικότερη μορφή κοινοβουλευτικού ελέγχου που μπορεί να φέρει, ιδίως αν χρησιμοποιηθεί σωστά, την κυβέρνηση και έναν υπουργό σε δύσκολη θέση, καθιστώντας τους υπόλογους; Ποιοι βουλευτές και ποιων κομμάτων είναι αυτοί που ξεχωρίζουν σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, καταθέτοντας όχι απαραίτητα τις περισσότερες, αλλά τις πλέον έξυπνες ερωτήσεις; Ένα ‘εργαλείο’ άμεσου ελέγχου όπως είναι η ‘Ώρα του Πρωθυπουργού’ ανταποκρίνεται στα πολιτικά χαρακτηριστικά και στο γλωσσικό-πολιτικό προφίλ που υιοθετούν πολιτικοί αρχηγοί όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος της ‘Ελληνικής Λύσης.’  Παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στην ιστοσελίδα του ‘Vouli Watch,’ στην οποία μπορεί να βρει εύκολα και γρήγορα όλα όσα αφορά αυτό που θα προσδιορίσουμε ως ‘κοινοβουλευτική διαπάλη.’ ‘Vouli Watch,’ vouliwatch – Δυναμώνουμε τη Δημοκρατία
[5] Εμείς κινούμαστε στον αντίποδα μίας τέτοιας απλουστευμένης και κοινότυπης αντίληψης που αντλεί από κινηματικού τύπου αναφορές και πρακτικές. Εντός του Κοινοβουλίου, και χώρος και χρόνος υπάρχει για την άσκηση πολιτικής πίεσης προς την κυβέρνηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ακόμη και αν το χρονικό διάστημα που απομένει πλέον ως την πραγματοποίηση εκλογών δεν είναι πολύ μεγάλο. Ο θεσμός στον θεσμό του Κοινοβουλίου και στις κοινοβουλευτικές πρακτικές δεν είναι a la carte και δεν εφαρμόζεται τμηματικά. Αντιθέτως, ισχύει και πρέπει να ισχύει καθ΄ όλη τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Τι μηνύματα κομίζει μία τέτοια απόφαση ιδίως στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που εκλέχθηκαν για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές του 2019; Πως αντιλαμβάνεται την έννοια του διαλόγου τον οποίο υποκαθιστά με παράλληλους και κουραστικούς μονολόγους;
[6] Βλέπε σχετικά, Calin-Mihalcea, S., ‘Particularities of parliamentary oversight in different political regimes,’ Challenges of the khowledge society, 5, 1, 2015, σελ. 384-388.
Προηγούμενο άρθροΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ – Θανάσης Θεοχαρόπουλος: Η απάντηση στην αδικία και την εκτροπή είναι δικαιοσύνη παντού
Επόμενο άρθροΘεσσαλονίκη – Κακοκαιρία «Μπάρμπαρα»: Χιονίζει στη Χαλκιδική, τριάντα κλήσεις για κοπές δέντρων στην Κ. Μακεδονία