Geoeurope | Βαγγέλης Χωραφάς & Πολυχρόνης Ναλμπάντης: Δόγμα ΕΑΧ: Η αποτυχία της Ελληνικής Εξωτερικής και Αμυντικής Πολιτικής

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ

Η γνώση του στρατιωτικού δόγματος, η κατανόηση και οι εφαρμογές του βοηθούν τη διαυγή σκέψη μέσα στην ομίχλη, το χάος και την ένταση μιας κρίσης, σύγκρουσης ή πολέμου (Sir Jullian Corbett). Ένα δόγμα καλύπτει πρωτίστως το στρατηγικό και σε ένα βαθμό, το επιχειρησιακό και το τακτικό επίπεδο του στρατιωτικού σχεδιασμού, τόσο σε περίπτωση σύγκρουσης (υψηλής ή χαμηλής έντασης), όσο και στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος στην ειρήνη. Σε γενικές γραμμές, ο κύριος σκοπός του δόγματος, σε όλα τα επίπεδα είναι να αποφέρει το μεγαλύτερο όφελος στις Ένοπλες Δυνάμεις, που υποστηρίζουν την Εθνική Πολιτική της χώρας.

Στο στρατηγικό επίπεδο, οι θεμελιώδεις αρχές του δόγματος μεταβάλλονται πολύ σπάνια, αλλά αντίθετα, στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, το δόγμα επηρεάζεται άμεσα από τρέχουσες προκλήσεις και δυνατότητες των στρατιωτικών δυνάμεων. Τα δόγματα δεν είναι στατικά, και δεν πρέπει να είναι, αλλά πρέπει να μεταβάλλονται, ώστε να αντιμετωπίζονται οι νέες απειλές ή οποιεσδήποτε άλλες μεταβολές.

Έτσι λοιπόν, σε ένα μεταβαλλόμενο στρατηγικό περιβάλλον, απαιτείται να είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε σε όλο το φάσμα της σύγκρουσης, αναβαθμίζοντας το δόγμα μας, ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις ασφάλειας. Στα πλαίσια αυτά θα εξετάσουμε γιατί απέτυχε η εφαρμογή του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) Ελλάδας – Κόπρου.

ΔΕΑΧ – ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗ – ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑ

Το Νοέμβριο του 1993, διακηρύχθηκε από την Ελλάδα και την Κύπρο το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ), με κύριο χαρακτηριστικό τον αμυντικό του χαρακτήρα και στόχο την αποτροπή ή την αντιμετώπιση κάθε επιθετικής ενέργειας, εναντίον του ενός ή και των δύο μερών.

Με τη διακήρυξη του δόγματος, υπογραμμίστηκε με έμφαση η δέσμευση της Ελλάδας να θεωρεί ως αιτία πολέμου (casus – belli) οποιαδήποτε τουρκική απόπειρα προέλασης στην ελεύθερη Κύπρο. Η απόφαση των κυβερνήσεων Ελλάδας – Κύπρου να προχωρήσουν σε αμυντική συνεργασία, ενόχλησε σφοδρά την Τουρκία, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερική, την Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και άλλες συμμαχικές χώρες. Η επιχειρηματολογία τους ήταν ότι από ελληνικής πλευράς δόθηκε στρατιωτικός χαρακτήρας στην επίλυση του Κυπριακού, με συνέπεια να δυσχερανθούν οι προσπάθειες πολιτικής λύσης.

Όμως, η ανάγκη εφαρμογής ενός δόγματος εκτεταμένης αποτροπής (extended deterrence) για την ασφάλεια της Κύπρου ήταν επιβεβλημένη, λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής, αλλά και των συνεχώς αναβαθμιζόμενων επιχειρησιακών δυνατοτήτων των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων εισβολής – κατοχής επί της Κύπρου. Η Ελλάδα και η Κύπρος, ως δύο ανεξάρτητα κράτη του ΟΗΕ έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να μεριμνήσουν για την ασφάλειά τους, υπογράφοντας μια αμυντική συνεργασία, της οποίας ο χαρακτήρας είναι καθαρά αμυντικός. Αυτή η αμυντική συνεργασία,  αποτελεί «αυτοάμυνα» και δεν στρέφεται εναντίον ουδενός, αλλά αμύνεται κατά παντός.

Σήμερα, η «προληπτική αυτοάμυνα» είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη. Η συνεργασία και η πρόληψη είναι δύο διαφορετικά μέρη μιας στρατηγικής, η οποία αναγνωρίζει ότι η «πρόληψη» είναι κεντρικής σημασίας στο περιβάλλον ασφαλείας του 21ου αιώνα. Τούτο συμβαίνει επειδή απαιτείται έγκαιρη δράση από τους διεθνείς παράγοντες για τη διατήρηση και την επιβολή της ειρήνης αναφορικά με τις συσχετιζόμενες με αυτήν απειλές, οι οποίες θα κλονίσουν τη σταθερότητα του συστήματος ή υποσυστήματος της διεθνούς κοινότητας. Έτσι, η σταθερότητα διατηρείται καλύτερα μέσω της συνεχούς προετοιμασίας, «της προληπτικής αυτοάμυνας», παρά μέσω απάντησης στις προκλήσεις, όταν έχει ήδη κλονιστεί η διεθνής τάξη πραγμάτων.

Η Τουρκία, αντιμετωπίζει τον Ελληνισμό ως ενιαίο στόχο της και συνδέει το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με την Κύπρο στους επεκτατικούς της πολιτικούς και στρατιωτικούς  σχεδιασμούς, εφαρμόζοντας την στρατηγική του εξαναγκασμού, των τετελεσμένων γεγονότων (fait-accompli) και της απειλής πολέμου.

Αρχικά, το ΔΕΑΧ λειτούργησε σταθεροποιητικά ως δόγμα αποτροπής και δεν αποτέλεσε εμπόδιο στις προσπάθειες εξεύρεσης μίας βιώσιμης, δίκαιης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού, αφού λειτούργησε και ως εξωτερική εξισορρόπηση (external balancing) στην υπάρχουσα τουρκική στρατιωτική απειλή.

Όμως, η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η δυνατότητα υποστήριξης του ΔΕΑΧ σε επιχειρησιακό επίπεδο, όταν διακηρύχθηκε το 1993, ήταν οριακή από κάθε πλευρά. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν έλλειψη κρίσιμων πλατφορμών μάχης αέρος-θαλάσσης για την επαρκή υλοποίηση του δόγματος, ενώ αντίθετα η Εθνική Φρουρά της Κύπρου απέκτησε (τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό) τις κρίσιμες υποδομές (ναυτικές – αεροπορικές) και τα μέσα για την εφαρμογή των κοινών επιχειρησιακών σχεδίων.

Με τα δεδομένα αυτά οι Ένοπλες Δυνάμεις αναπτύχθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στον ελλαδικό χώρο για να υλοποιήσουν το ΔΕΑΧ. Σταδιακά οι Ένοπλες δυνάμεις απέκτησαν πρόσθετες ικανότητες και με την ολοκλήρωση του ΕΜΠΑΕ 1997-2002, μπορούσαν να στηρίξουν το ΔΕΑΧ. Τελικά όμως το ΔΕΑΧ απαξιώθηκε σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο και από τα δύο κράτη, με συνέπεια την αφαίρεση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου από το θεσμικό κείμενο στρατιωτικής και υψηλής στρατηγικής, την Πολιτική Εθνικής Άμυνας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας το έτος 2011.

Η Ελλάδα από το 1974 και εντεύθεν ακολούθησε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αρχικά την οδό του διεθνούς δικαίου και κατόπιν μια αποτρεπτική πολιτική (1993 – 2002), που στην περίπτωσή μας μεταφράζεται με την υιοθέτηση του ΔΕΑΧ. Ωστόσο από το 2002 και μετά εφαρμόστηκε σταδιακά μία ιδεαλιστική πολιτική κατευνασμού της τουρκικής επεκτατικής επιθετικότητας, με κορύφωσή της το 2011, ειδικά με τον προσανατολισμό της ελληνικής στρατηγικής προς την ευρωπαϊκή κατεύθυνση και ειδικότερα, εκφρασμένη με τον όρο, την «Μόνιμη Διαρθρωμένη Αμυντική Συνεργασία» Ελλάδας – Κύπρου.

ΕΑΧ – ΑΟΖ – ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΡΑΤΩΝ

Το ζήτημα του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) και της Ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) συνδέθηκε άμεσα με την νέα στρατηγική ιδέα του ελληνικού ΥΠΕΘΑ, τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου για την Ανατολική Μεσόγειο.

Σε αυτόν τον όρο αναφέρθηκε σε διεθνές επίπεδο ο τότε Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελος Βενιζέλος, κατά την ομιλία του ενώπιον της άτυπης Συνόδου των Υπουργών Άμυνας των κρατών-μελών της ΕΕ, και υποψηφίων της κρατών στις 16 Σεπτεμβρίου 2010, χωρίς να υπάρξει καμιά αντίδραση ή σχολιασμός ακόμα και από την Τουρκία, η οποία ήταν παρούσα στη Σύνοδο. Βέβαια, ο ίδιος την επικαλέστηκε τόσο στη Βουλή των Ελλήνων στις 18 Οκτωβρίου 2009, όσο και στην Κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων στις 8-10 Δεκεμβρίου 2009 επισημαίνοντας ότι, («……το μείζον ζήτημα της εθνικής μας πολιτικής που είναι το Κυπριακό, αλλά και συνολικότερα για την εθνική μας στρατηγική, για την πολιτική άμυνας, για τον τρόπο με τον οποίο χειριζόμαστε οι δύο χώρες τα ζητήματα της μόνιμης διαρθρωμένης αμυντικής μας συνεργασίας που εκτείνεται στον ενιαίο γεωγραφικό χώρο στον οποίο βρισκόμαστε και που είναι ο χώρος της ανατολικής Μεσογείου, μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως μετά την κύρωση και τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας»), αλλά και στη συνέντευξή του μετά την παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου 2010 στη Λευκωσία και τέλος στην ομιλία του προς τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και το προσωπικό της 95 ΑΔΤΕ (Μεραρχία) στη Ρόδο, την 28η Ιανουαρίου 2011.

Η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία, που περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Συνθήκης της Λισαβόνας, προβλέπει, ότι, εφόσον κάποιες χώρες-μέλη επιθυμούν να συνεργασθούν στο τομέα της ασφάλειας και άμυνας, σε βαθμό μεγαλύτερο των όσων προβλέπει η Συνθήκη, μπορούν να το πράξουν κάτω από κάποιες προϋποθέσεις.

Οι χώρες που θα συνεργασθούν έχουν πρόθεση να αυξήσουν μέσα από τη συνεργασία τις αμυντικές τους δυνατότητες και η ΕΕ θα έχει μια μεγαλύτερη και πιο ισχυρή δεξαμενή άντλησης δυνάμεων και μέσων για τις ειρηνευτικές της επιχειρήσεις. Δηλαδή, ο όρος «Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία» εκφράζει τον στόχο της ΕΕ που αφορά τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις και όχι την άμυνα και την ασφάλεια ενός κράτους-μέλους της.

Στη συνέχεια, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως ΥΕΘΑ, αναφέρθηκε στο υπόψη ζήτημα κατά την ομιλία του προς τους Σπουδαστές και τους Αξιωματικούς της Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ), στις 12 Δεκεμβρίου 2010, τονίζοντας ότι «…δεν πιστεύουμε ότι έχει πιθανότητες εφαρμογής ένα σενάριο γενικευμένης στρατιωτικής σύρραξης Ελλάδας-Τουρκίας στον Έβρο, το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Αλλά πρέπει τα θέματα να διευθετηθούν συνολικά για να πάψουμε να έχουμε έναν εθνικό αμυντικό σχεδιασμό που περιλαμβάνει και αυτό το ενδεχόμενο».

Κατόπιν, στις 4 Ιουνίου 2010, ο ίδιος σε ομιλία του πάλι στην ΑΔΙΣΠΟ, τόνιζε με έμφαση: «ο στρατηγικός διοικητής πολλές φορές καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα, τα οποία εξελίσσονται σε τακτικό επίπεδο, έχουν επεισοδιακό και σημειακό χαρακτήρα. Και πρέπει η διαχείριση των τακτικών κρίσεων να έχει τεράστιο επιχειρησιακό και στρατηγικό βάθος. Διότι όλα κρίνονται σε πραγματικό χρόνο, με πάρα πολύ μεγάλη συντομία και πάρα πολύ μεγάλη ένταση».

Οι παραπάνω θέσεις του τότε ΥΕΘΑ και Αντιπροέδρου της Ελληνικής Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών φαίνεται ότι αποτέλεσαν τις «Κατευθυντήριες Οδηγίες» του για τον σχεδιασμό του νέου κειμένου υψηλής στρατηγικής του ΥΠΕΘΑ, της ΠΕΑ 2011 αλλά και της νέας Δομής Δυνάμεων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα τη δραστική περικοπή των οροφών των Κλάδων (ΣΞ, ΠΝ, ΠΑ) σε προσωπικό, υλικά και μέσα και τελικά να εκτιμάται ότι οι επιχειρησιακές δυνατότητες των Ελληνικών Ένοπλων Δυνάμεων υποβαθμίστηκαν σημαντικά και απλά ήταν για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων χαμηλής έντασης (Low Intensity Conflict – LIC) και όχι υψηλής έντασης (High Intensity Conflict – HIC).

Δηλαδή, από το τέλος του έτους 2009 παρατηρείται μια συνειδητή πορεία προς κατάργηση του αμυντικού μηχανισμού της Ελλάδας, ή τουλάχιστον απομειώσής του, σε βαθμό που οι Ένοπλές της Δυνάμεις να είναι πλέον πλήρως ανίκανες να υλοποιήσουν την όποια Πολιτική Εθνικής Άμυνας. Τελικά, το ΔΕΑΧ, διαγράφηκε από την ΠΕΑ του 2011, ενώ αυτό υπήρχε στην ΠΕΑ του 2005, αλλά και αρχικά στην ΠΕΑ του 1996 και στη νεότερη της εκδοχή του 1998, ενώ αντικαταστάθηκε με τον όρο της «Μόνιμης Διαρθρωμένης Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας και Κύπρου» το 2011. Εκτιμάται, ότι στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας επικράτησε η άποψη ότι ο Ελληνισμός της Κύπρου «κείται μακράν», και η αποτροπή της Τουρκικής επιθετικότητας ήταν πλέον ζήτημα της ΕΕ και όχι της Ελλάδας.

Σύμφωνα όμως με τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, οι κρίσεις μεταξύ κρατών διακρίνονται σε:

-Προσχηματικές κρίσεις, δηλαδή κρίσεις που προκαλούνται από κάποιο κράτος προκειμένου αυτό να δικαιολογήσει την έναρξη εχθροπραξιών τις οποίες έχει ήδη προσχεδιάσει (όπως, η κρίση του διαδρόμου του Ντάντσιχ το 1939).

-Δευτερογενείς κρίσεις, δηλαδή κρίσεις με τρίτα μέρη, που κάποιο κράτος αντιμετωπίζει ενόσω βρίσκεται σε εχθροπραξίες με τον κύριο αντίπαλό του (όπως, η κρίση του επιβατηγού «Λουζιτάνια» το 1915, και η βύθισή του από το γερμανικό υποβρύχιο U20 επέφερε την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών).

-Κρίσεις αμφισβήτησης δεσμεύσεων – δικαιωμάτων, δηλαδή κρίσεις όπου μια δέσμευση που έχει αναλάβει ο αντίπαλος (π.χ. να μην επιτρέψει την εγκατάσταση ορισμένων οπλικών συστημάτων σε μία συγκεκριμένη περιοχή) τίθεται υπό ενεργό αμφισβήτηση, αναμένοντας υποχώρησή του (όπως η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962).

Οι ελληνοτουρκικές κρίσεις από το 1974 και μέχρι σήμερα είναι κρίσεις αμφισβήτησης δεσμεύσεων – δικαιωμάτων. Όλες οι κρίσεις ξεκίνησαν από την Τουρκία, που θέτει σε συνεχή αμφισβήτηση τα ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο (αποστρατικοποίηση νήσων, υφαλοκρηπίδα, κυριαρχία βραχονησίδων) και την ελληνική ΑΟΖ και άμεσα επιδιώκει στον εξαναγκασμό της ελληνικής πλευράς σε υποχώρηση.

Από την άλλη πλευρά, σε στρατιωτικό επίπεδο είναι γνωστό ότι το «θερμό επεισόδιο» σύμφωνα με την στρατιωτική ορολογία του ΝΑΤΟ αναφέρεται ως «σύγκρουση χαμηλής έντασης» και φυσικά όχι ως «σημειακή κρίση» που επικαλέστηκε ο τότε ΥΕΘΑ Ευάγγελος Βενιζέλος.  Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι ο «Ενιαίος Χώρος Ελλάδας και Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο» είχε την πρόθεση να ενοποιήσει Ελλάδα και Κύπρο μέσω των δύο ΑΟΖ, εφόσον όμως η νήσος Μεγίστη (Καστελλόριζο) συμπεριληφθεί, θέτοντας και τις βάσεις για την εκμετάλλευση του υπάρχοντος φυσικού ενεργειακού πλούτου της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Όμως αυτό δεν προσθέτει τίποτα περισσότερο στον τομέα άμυνας – ασφάλειας μεταξύ των δύο κρατών-μελών του ΟΗΕ και της Ε.Ε., (Ελλάδας και Κύπρου) και αποτελεί ουτοπία η παραπάνω διατύπωσή, εφόσον μέχρι τώρα δεν έχει οριοθετηθεί ακόμη η ελληνική ΑΟΖ και δεν έχει επικυρωθεί από τη Βουλή των Ελλήνων.

Για την «Διαρθρωμένη Αμυντική Συνεργασία» στα πλαίσια της ΕΕ, απαιτείται μια επιτυχημένη υπερεθνικοποίηση της ρήτρας «αμοιβαίας συνδρομής», του άρθρου 42 (7) της Συνθήκης της ΕΕ, δηλαδή να ενεργοποιείται άμεσα και τα κράτη-μέλη να διαθέτουν με ταχύτητα τα στρατιωτικά μέσα και τη στρατιωτική δύναμη.

Η κατάργηση του ΔΕΑΧ έγινε προφανώς και με τη συναίνεση της Κυπριακής κυβέρνησης και η αντικατάστασή του υπό του Πυλώνα της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΕΠΑΑ) της ΕΕ, προκαλεί θυμηδία λόγω των πολλών διαρθρωτικών προβλημάτων επιχειρησιακής ανάπτυξης και προβολής ισχύος των στρατιωτικών δυνάμεων της Ένωσης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει και να διαθέτει ισχυρή και αξιόπιστη πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική, οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική ισχύ για την αποτροπή της νέο-οθωμανικής και αναθεωρητικής Τουρκίας και η «προληπτική αυτοάμυνα» να είναι στο επίκεντρο της στρατηγικής της.

Μετά την κρίση στον Έβρο και με τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, η κυβέρνηση κατάλαβε ότι έπρεπε να συνεχιστεί η πολιτική της «εκτεταμένης πολιτικής». Έτσι το ΚΥΣΕΑ ενέκρινε εξοπλιστικά προγράμματα για την αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων αλλά και της νέας διοίκησης και δομής δυνάμεων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η αναδιοργάνωση των Ειδικών Δυνάμεων και τελικά η συγκρότηση της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου (ΓΕΕΘΑ/ΔΕΠ) έχει ως αντικειμενικό σκοπό την διακλαδική άμεση αντίδραση εναντίον οιασδήποτε απειλής στο σύγχρονο πολυχωρικό πεδίο μάχης και στην υλοποίηση του δόγματος της εκτεταμένης αποτροπής.

Πρωτοβουλίες, όπως η υπογραφή Μνημονίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Αραβικού Συνδέσμου, η ενεργή αμυντική διπλωματία του ΥΠΕΘΑ και οι διμερείς και πολυμερείς στρατιωτικές συνεργασίες του ΓΕΕΘΑ, τελικά πρέπει να έχουν ως στόχο την υπογραφή ενός Μεσογειακού Μνημονίου Συνεργασίας στα πρότυπα του Βαλκανικού Συμφώνου Συνεργασίας του 1934. Με αυτά τα νέα δεδομένα και αν συμφωνήσει και η Κύπρος, τότε μία μορφή ενός νέου ΔΕΑΧ μπορεί να  αναγεννηθεί από τις στάχτες του παλιού.

Βαγγέλης Χωραφάς: διευθυντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής https://www.geoeurope.org/

Πολυχρόνης Ναλμπάντης: Υπτγος ε.α., κάτοχος Διδακτορικού Διπλώματος (Άριστα) του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, MPhil του King’s College του London University και Πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.

*To geoeurope είναι ένας ιστότοπος που δημιουργήθηκε από επιστήμονες και ειδικούς που έχουν ασχοληθεί με τη γεωπολιτική της Ευρώπης και έχουν διαπιστώσει συγκεκριμένα κενά στη ροή των πληροφοριών που διαμορφώνουν τις γεωπολιτικές συζητήσεις στην ήπειρό μας

Προηγούμενο άρθροΠράσινο Κίνημα για Γερμανικές εκλογές: Συνεχίζουν να δυναμώνουν οι πράσινες φωνές
Επόμενο άρθροΠρόσκληση σε Διαδικτυακή Ημερίδα του Σπιτιού της Βεργίνας και της Στέγης Ημιαυτόνομης Διαβίωσης νέων