Αντώνης Βαρδής: Από τη Francoise στον Καζαντζίδη – Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Ο Αντώνης Βαρδής, γεννημένος σαν σήμερα, 7 Αυγούστου 1948, υπήρξε η επιτομή του αυτοδημιούργητου μουσικού, δημιουργού και ερμηνευτή. Άνθρωπος που η φτώχια δεν του επέτρεψε να πάει καν στο Γυμνάσιο, έγραψε αριστουργηματικούς στίχους (Έφυγα- ερμηνεία Πάριος, Μα δεν θυμάμαι, ερμηνεία Πάριος, Φεύγω, ερμηνεία Αλεξίου, κλπ) ενώ πάντα κατάφερνε κι επέλεγε στίχους που κάτι έλεγαν στον ακροατή της μουσικής του.

Νίκος Σακελλαρόπουλος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Ερχόταν συχνά στα στέκια του Πειραιά, κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις στη Φοντάνα, στη Μαρίνα Ζέας, στο Εν Πειραιεί, στο σπίτι της οδού Νεωσοίκων.

Μου είχε γνωρίσει τον Αντώνη Στεφανίδη που είχε μπει στους περίφημους  «The Vikings». Συγκρότημα  που είχε δημιουργήσει στην αποθήκη ενός βενζινάδικου στο Μοσχάτο, με τους Γιάννη Πανταζή και Γιώργο Μυλωνά.

Δυο ήταν οι μεγάλες επιτυχίες του συγκροτήματος. Η Francoise σε στίχους του Στεφανίδης κι η Catherine σε στίχους του Βαρδή. Γραμμένες για μοναδικά πρόσωπα.

Η Francoise μάλιστα, είχε γίνει διεθνής αφού είχε φτάσει στη Γαλλία που βρισκόταν η μούσα της έμπνευσης του Αντώνη Στεφανίδη.

Ο Βαρδής ξεκίνησε να δουλεύει ως κιθαρίστας – που δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει νότες- δίπλα στον Δήμο Μούτση. Το δε πρώτο του τραγούδι με τίτλο “Πόσο πολύ σε αγάπησα” σε στίχους του Κώστα Νεστορίδη το ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας. Μετά όλα πήραν τον δρόμο τους. Με τη Βίσση (Μικρές Κυκλάδες), τον Πουλόπουλο (θέλω να μ’ αγαπάς), τον Πάριο, τη Γαλάνη, τον Νταλάρα και τον Παπακωνσταντίνου. Στον Παπακωνσταντίνου γράφει επτά από τα τραγούδια του πρώτου του δίσκου.

Καταλυτική ήταν κι η γνωριμία του με τη Χαρούλα στα τέλη της δεκαετίας του ’70.  Τότε ο Βαρδής συνθέτει με την κιθάρα του τη μελωδία του «Ξημερώνει». Το ακούει η Χαρούλα και του λέει: Αυτό το τραγούδι με τρελαίνει, θέλω να γράψω εγώ στίχους. Όπως κι έγινε, κάνοντας το τραγούδι μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των δυο τους.

Σημαντική είναι και η ιστορία του «Φεύγω». Βαρδής και Αλεξίου βρίσκονται στη Μυτιλήνη κι εκεί στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, της παίζει το τραγούδι, στο οποίο έχει γράψει και τους στίχους.  Ήταν το πρώτο του τραγούδι με στίχους δικούς του.

Μα ο Αχιλλέας Θεοφίλου, παραγωγός της ΜΙΝΟΣ και μετέπειτα σύζυγος της Χαρούλας , επέμενε ότι το τραγούδι αυτό δεν κάνει για εκείνη και πρέπει να το πει ο Νταλάρας. Μάλιστα, ο Θεοφίλου το χαρακτήριζε μεγάλο τραγούδι κι εξ αυτού πρέπει να το πει ο Νταλάρας. Ο Βαρδής είχε θυμώσει.

Διηγείτο ο ίδιος σε ραδιοφωνική εκπομπή μας στον Αιγαίο FM: «Είπα στον Θεοφίλου ότι το έγραψα για τη Χαρούλα κι εκείνη θα το πει καλύτερα από κάθε άλλον. Άλλωστε αν είναι μεγάλο κομμάτι όπως λέει, γιατί να μη το πει μια μεγάλη τραγουδίστρια;»…

Τελικά διορθώθηκε λίγο ο στίχος , εκεί που αρχικά έλεγε   «φεύγω και παίρνω την καρδιά μου και μια κιθάρα συντροφιά μου»,  έγραψεη  ίδια τη Χαρούλα «φεύγω και παίρνω την καρδιά μου κι ένα τραγούδι συντροφιά μου». Έτσι γράφηκε αυτή η σπουδαία επιτυχία. Διαχρονικό τραγούδι.

Ο Αντώνης στη συνέχεια έγραφε, έγραφε, έγραφε. Για τους άλλους μα και τον εαυτό του. Και πάντα στις παρέες με τον καφέ ή στα ταβερνάκια του Πειραιά, μιλούσε με λατρεία για τον Καζαντζίδη. Πάντα έλεγε ότι έχει τραγουδήσει τα τραγούδια του η εθνική Ελλάδος μα όχι ο αρχηγός της. Κι όποτε έγραφε κάποιο τραγούδι που θεωρούσε ότι έκανε για τη φωνή του… αρχηγού, έκανε όνειρα μη τυχόν και το ερμηνεύσει εκείνος. Μα δεν τολμούσε ποτέ να του το στείλει. Δεν θα μάθουμε ποτέ ποια θα ήταν η τύχη κάποιων τραγουδιών αν τα είχε «κεντήσει» η φωνή του Καζαντζίδη.

Κάποια στιγμή, 1993 – 1994, ο Βαρδής στενοχωριέται πολύ που βλέπει τον Καζαντζίδη να μαλλιοτραβιέται στα κανάλια με τον έναν και τον άλλο και τελικά να μένει έκθετος. «Δεν είναι δυνατόν να πέφτει σκιά στην Ακρόπολη», έλεγε.

Τότε σκέφτηκε να γράψει ένα τραγούδι που θα στρέψει το ενδιαφέρον για τον Καζαντζίδη στη μεγαλοπρέπεια της φωνή του. Το συζήτησε με τον εξαίρετο στιχουργό/ποιητή Σαράντη Αλιβιζάτο και συμφώνησαν να γράψουν το τραγούδι. Μάλιστα, σκέφτηκαν να παντρέψουν τον Καζαντζίδη με τη νέα γενιά, δηλαδή τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, με ενδιάμεσο τον Βαρδή. Επιπλέον συμφώνησαν ότι αν ο Καζαντζίδης αρνηθεί να το ερμηνεύσει, να μη το δώσουν ΠΟΤΕ σε κανέναν άλλον.

Έτσι κι έγινε. Ο Αλιβιζάτος έγραψε τον στίχο, ο Βαρδής τη μελωδία και έκανε και μια υποτυπώδη ενορχήστρωση για το ντέμο, όπου ερμήνευσε ο ίδιος.

Απέμενε να φτάσει το τραγούδι στα χέρια του Καζαντζίδη. Μα δεν τον έβρισκαν πουθενά. Όλοι του έλεγαν ότι θα είναι στον Άγιο Κωνσταντίνο και θα ψαρεύει, μα εκεί δεν απαντούσε κανένας στο τηλέφωνο.

Κάποια στιγμή, σήκωσε το τηλέφωνο η σύζυγος του Καζαντζίδη. ‘

Λέει ο ίδιος σε συζήτηση που είχαμε στο ραδιόφωνο, στο «Κανάλι 1», του Πειραιά.

  • Γεια σας, ο Αντώνης Βαρδής είμαι θα μπορούσα μα μιλήσω στον κύριο Στέλιο;

«Όταν ο Καζαντζίδης ήρθε στο τηλέφωνο, νόμισα ότι έχασα τη φωνή μου, ότι κόπηκαν τα γόνατά μου. Μιλούσα με τον Καζαντζιδη;»

  • Έχω γράψει ένα τραγούδι μόνο για εσάς, αν δεν το πείτε, δεν θα το πει ποτέ κανένας. Θέλω να το πείτε με τη νέα γενιά, τους αδελφούς Κατσιμίχα που σας θαυμάζουν όπως όλοι μας.
  • Φέρτο μου να το ακούσω.
  • Πότε;
  • Όποτε θέλεις. Και σήμερα ακόμη.

Ο Βαρδής έκανε το αυτοκίνητό του αεροπλάνο για να φτάσει στον Άγιο Κωνσταντίνο, Σε όλη τη διαδρομή η κασέτα με το τραγούδι έπαιζε συνεχώς και δη στη διαπασών. Το ακούει ο Καζαντζίδης και λέει:

  • Ωραίο είναι και πιο ωραίο έτσι όπως το έχεις σκεφτεί. Με τη φωνή σου, τη φωνή των παιδιών κι εμένα. Μα άστο να το ακούσω και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω.

Πέρασαν τρεις ημέρες, πέρασαν πέντε, πέρασε μια εβδομάδα, πέρασαν δέκα ημέρες. Το τηλέφωνο από τον Καζαντζίδη δεν κτυπούσε. Κι ο Βαρδής είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι τελικά δεν θέλει η μοίρα του να πει ένα τραγούδι του το μεγλαό του ίνδαλμα.

Μπορεί ο Βαρδής να νόμιζε ότι η μοίρα του δεν ήθελε συνύπαρξη με τον Καζαντζίδη, μα αυτή είχε άλλα σχέδια.  Κάποια στιγμή ο υιός Βαρδής, ο Γιάννης, τον ωθεί να πάρει εκείνος τηλέφωνο. « Μπορεί να έχει κάποια παρανόηση», έλεγε κι έπεισε τον πατέρα του να ξαναπάρει τηλέφωνο .

  • Έλα Αντώνη μου τι γίνεται, πότε γράφουμε; Πότε με θέλεις;

Κάποιοι έχουν πει ότι ο Βαρδής βούρκωσε. Όπως βούρκωσε και στο studio όταν ο Καζαντζίδης έσπαγε τα μικρόφωνα με την τεράστια φωνάρα του όταν τραγουδούσε το περίφημο «Στην Ελλάς του 2000» και έκανε πράξη τη σφοδρή επιθυμία του Αντώνη να τον ερμηνεύσει κι ο αρχηγός της εθνικής Ελλάδος…

Η πορεία που άρχισε με τους Vikings είχε ολοκληρωθεί. Έστω κι αν το παζλ είχε κι άλλα κομμάτια μέχρι που ο καρκίνος πλήγωσε το κεφάλι του…

Μικρή αναφορά αυτά, σ’ έναν φίλο, σ’ έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, σ’ έναν υπέροχο άνθρωπο, που γεννήθηκε σαν σήμερα.

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων της Δευτέρας 8 Αυγούστου 2022
Επόμενο άρθροΟ στρατός της Κίνας συνεχίζει τα γυμνάσια «γύρω από την Ταϊβάν» και σήμερα
*Ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας («Hellas Special Άφιλτρο», «Ο Γέρος του Βοριά» που αποτελεί τη λαϊκή βιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, «Οι Μύθοι και το Παραμύθι»). Θεωρείται εκ των πρωτεργατών της «ελεύθερης ραδιοφωνίας» και επί χρόνια ασχολήθηκε με την πολιτική αρθρογραφία και ανάλυση σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα και τηλεοπτικούς σταθμούς. Για πολλά χρόνια συνδύασε την εργασία με τα χόμπι του (αθλητισμός) , με την ιδιότητά του ως Γενικός Διευθυντής της εφημερίδας «Sportime» και της «Αθλητικής Ηχούς», ενώ έχει γράψει στίχους σε τραγούδια σημαντικών Ελλήνων δημιουργών και τραγουδιστών.