Ας πρόσεχε…
Ο μικρός Τασούλης βλέπει το αυτοκίνητο του μπαμπά του να περνάει απ’ το πάρκο της παιδικής χαράς και να πηγαίνει προς το δάσος. Περίεργο το σκασμένο, ακολουθεί το αμάξι και το συναντάει κάποια στιγμή παρκαρισμένο. Εκτός απ’ τ’ αμάξι όμως βλέπει και το μπαμπά ν’ αγκαλιάζει τη Θεία Λέλα και να τη φιλάει και να της βγάζει την φούστα, μπλούζα και…
Ξετρελαίνεται απ’ τον ενθουσιασμό και τρέχει, τρέχει, τρέχει, πάει στο σπίτι και λέει στη μαμά του:
-Μαμάκα, μανούλα ο μπαμπάς και η θεία στο πάρκο…
Η μαμά του λέει να ηρεμήσει και να της πει την ιστορία.
– Ήμουν στο πάρκο και ο μπαμπάς και η θεία Λέλα πέρασαν με το αυτοκίνητο του μπαμπά. Τους ακολούθησα και τους είδα στο δάσος. Ο μπαμπάς έδινε στη Θεία Λέλα ένα μεγάλο φιλί και μετά την βοήθησε να βγάλει τη φούστα της. Μετά η Θεία Λέλα τον βοήθησε να βγάλει το παντελόνι του. Μετά η θεία Λέλα ξάπλωσε στη θέση του συνοδηγού και ο μπαμπάς…
– Α, Τασούλη, είπε η μαμά, αυτή είναι μια πολύ ωραία ιστορία. Να μας την πεις το βράδυ που θα είμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι. Θέλω να δω το ύφος του μπαμπά όταν την ακούσει…
Το βράδυ στο τραπέζι η μαμά ζητάει απ’ τον μικρό Τασούλη να πει την ιστορία του. Ο μικρός αρχίζει να λέει. Περιγράφει το αυτοκίνητο στο δάσος, το ξεντύσιμο, το ξάπλωμα στη θέση του συνοδηγού και…
– Και μετά ο μπαμπάς και η θεία Λέλα έκαναν το ίδιο πράγμα που έκανε η μαμά με το θείο Μητσάρα τότε που ο μπαμπάς ήταν ταξίδι…!