Τον σκεφτόταν
Πέντε η ώρα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του για να μη ξυπνήσει τη γυναίκα του.
Μαζεύει τις μπότες, τις πετονιές του, τα δολώματα και τα καλάμια του, τα φορτώνει στο αμάξι και φεύγει για την θάλασσα.
Μόλις ανοίγεται λίγο με τη βάρκα του, πιάνει μια φοβερή βροχή. Πολύ νευριασμένος, αποφασίζει να γυρίσει πίσω. Μούσκεμα από τη βροχή, βγάζει σιγά σιγά τα ρούχα του, πάει στο υπνοδωμάτιο και μπαίνει μαλακά στο κρεβάτι.
Αγκαλιάζει απαλά τη γυναίκα του από πίσω και της ψιθυρίζει στ’ αυτί:
– Γίνεται χαλασμός Κυρίου έξω. Βρέχει με το τουλούμι.
Κι αυτή του απαντάει μισοκοιμισμένη:
– Ναι, ε;… Οσο σκέφτομαι κι αυτόν το μαλ…α που πήγε πάλι για ψάρεμα…
Κοντά έπεσε…
Είναι ο γέρος πατέρας στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατος και δίπλα του ο γιος του ο Χάρης.
Μπαίνει ο γιατρός και λέει στο γιο:
– Πρέπει να βγείτε έξω. Πρέπει να αφήσετε τον πατέρα σας να ξεκουραστεί…
Ο ετοιμοθάνατος πατέρας μένει μόνος και στο βάθος του δωματίου βλέπει μια σκιά:
– Ποιος είναι; Eσύ είσαι Χάρη;
Και ακούγεται μια φωνή:
– Κοντά έπεσες, κοντά έπεσες…
ΓΝΩΜΙΚΟ