Όταν ο λόγος γίνεται όπλο και το πλήκτρο σκανδάλη – Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Νίκος Σακελλαρόπουλος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Δολοφονήθηκε, στις ΗΠΑ, ένας άνθρωπος σε δημόσιο χώρο. Ήταν ένας ρήτορας του τραμπισμού, γνωστός για τη μισαλλοδοξία και την επιμονή του σε ιδέες που αρνούνταν δικαιώματα, τα οποία η ιστορία και οι αγώνες των ανθρώπων είχαν κατοχυρώσει. Υπερασπιζόταν την οπλοκατοχή, απέρριπτε το δικαίωμα της γυναίκας να αποφασίζει για μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, λοιδορούσε κάθε διαφορετικότητα. Κι όμως, για πολλούς νέους Αμερικανούς το όνομά του ήταν πιο γνωστό από εκείνο του υπουργού Παιδείας.

Μετά τον θάνατό του, η κοινωνία διχάστηκε βαθιά. Μια μερίδα τον αγιοποίησε, μια άλλη θεώρησε ότι «έπρεπε» να πεθάνει, ώστε να πάψουν να διακινούνται οι ιδέες του. Κι έτσι, ο ίδιος ο λόγος του μίσους γέννησε μίσος εναντίον του.

Το παράδοξο είναι φανερό: όσοι τον μισούσαν, κατέληξαν να στέκονται απέναντί του με την ίδια αδιαλλαξία που εκείνος διέδιδε. Πρόκειται για έναν καθρέφτη της εποχής μας, όπου η αντιπαράθεση σπάνια γίνεται με επιχειρήματα και συχνότερα με κραυγές, σιωπηρές ή αιματηρές.

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι κρίσιμο: μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ελευθερία της έκφρασης;

Μπορεί κάποιος να φωνάζει δημόσια ότι πρέπει να στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα όλοι οι Αφροαμερικανοί, όταν ο νόμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα του 1964 έχει βάλει οριστικό τέλος σε μια τέτοια συζήτηση;

Μπορεί να ζητά την υποχρεωτική γέννηση ενός παιδιού από βιασμό; Να προτρέπει στη βία και τον θάνατο εναντίον των ομοφυλοφίλων; Να συντάσσει καταλόγους πανεπιστημιακών «αντιπάλων» και να ενθαρρύνει τους οπαδούς του να τους «συνετίσουν»; Να διαδίδει θεωρίες συνωμοσίας περί «αντικατάστασης» των λευκών στις ΗΠΑ;

Η δημοκρατία, πράγματι, επιτρέπει και τέτοιες φωνές. Δεν επιτρέπει όμως τη βία ούτε την ατιμώρητη προτροπή σε θάνατο. Η ελευθερία του λόγου είναι πολύτιμη, αλλά, όπως κάθε ελευθερία, παύει να είναι τέτοια όταν μετατρέπεται σε όπλο που πληγώνει τον άλλο και αποσταθεροποιεί την κοινωνία.

Το ανησυχητικό είναι ότι μετά τη δολοφονία του Κερκ φάνηκε πως οι φάροι των αξιών έχουν αρχίσει να σβήνουν. Κι όχι μόνο στην Αμερική. Ακόμη και στη χώρα μας βλέπουμε να κυριαρχεί ο λόγος της ακραίας Δεξιάς ή η φραστική βία των αντιεμβολιαστών, όπως και η αιματηρή δράση της ένοπλης Αριστεράς. Το αίμα που χύθηκε από τη 17Ν δεν έχει ακόμη στεγνώσει στη συλλογική μνήμη.

Μέσα σε όλα αυτά, το διαδίκτυο λειτουργεί ως επιταχυντής. Ο καθένας, κρυμμένος πίσω από μια οθόνη κι ένα πληκτρολόγιο, «πυροβολεί» με λέξεις που ισοδυναμούν με μαχαιριές. Το είδαμε και πρόσφατα, με απειλές εναντίον πολιτικών προσώπων. Ο καθένας μπορεί να γίνει «επαναστάτης» ανέξοδα, ενίοτε με την καθοδήγηση ξένων κυβερνήσεων που παρεμβαίνουν στις εκλογικές διαδικασίες άλλων χωρών. Ο δημόσιος λόγος, αντί να είναι πεδίο ανταλλαγής, γίνεται πεδίο εξόντωσης.

Η ουσία όμως παραμένει: η δημοκρατία χρειάζεται την ελεύθερη συζήτηση, αλλά δεν αντέχει τον εκφυλισμό της σε μίσος και απειλή. Χρειάζεται ηθικά όρια, θεσμικά φίλτρα και πάνω απ’ όλα μια κοινωνία που κατανοεί ότι «αυτοκτονεί» πολιτισμικά κι ηθικά, όταν απαντά στο μίσος με μίσος, στη βία με βία και στον θάνατο με θάνατο…

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων της Κυριακής 14 Σεπτεμβρίου 2025
Επόμενο άρθροΆννα Ευθυμίου: Η στήριξη της οικογένειας βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης