Από την αρχή της παγκόσμιας κρίσης του 2008 πολλά νεοναζιστικά μορφώματα έχουν δει το φως του ήλιου σε όλη την Ευρώπη, για αυτό και από τότε μέχρι σήμερα έχει γίνει διεθνώς πολλή συζήτηση για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ο ανανεωμένος φασισμός στις κοινωνίες μας, όπως και για το κατά πόσο οι ακροαριστερές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως αντιφασιστικές (γνωστές και ως antifa) βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Εμείς εδώ δεν σκοπεύουμε να μπούμε στις λεπτομέρειες αυτού του θέματος, καθώς πρόκειται για μία πολύ μεγάλη και διεθνούς εμβέλειας συζήτηση η οποία δεν χωράει σε ένα άρθρο 600 λέξεων. Απλά, στο πλαίσιο της ευθείας σύνδεσης της αντιφασιστικής δράσης με την ακροαριστερά, θεωρούμε ότι κάποιος, κάπου, πρέπει να διευκρινίσει ότι οποιαδήποτε αντιφασιστική δράση έπιασε τόπο στην Ελλάδα, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, προήλθε από τη Δεξιά.
Ακόμα δε πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις που σηκώνουν αναχώματα ενάντια σε αυτή τη δράση προέρχονται από την Αριστερά. Για αυτό το τελευταίο, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ως επιχείρημα το ΚΚΕ και τις εξωκοινοβουλευτικές του δραστηριότητες οι οποίες κινούνται στα όρια της νομιμότητας, αλλά δεν θα χρειαστεί… Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως μεγάλο κόμμα εξουσίας, φαίνεται να έχει κάνει πιο σοβαρή ζημιά στη μάχη κατά του φασισμού.
Ας πάρουμε, ωστόσο, τα πράγματα από την αρχή: Στο μέτρο που οι πράξεις μετρούν περισσότερο από τα λόγια, η Νέα Δημοκρατία δικαιούται να θεωρείται ο κυριότερος πολιτικός παράγοντας ανάσχεσης του φασισμού στην Ελλάδα. Επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά, συγκεκριμένα, έγινε η έφοδος στα γραφεία της Χρυσής Αυγής και οι συλλήψεις των βασικότερων μελών της και επί πρωθυπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη ολοκληρώθηκε η δίκη που χαρακτήρισε τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση και έστειλε στη φυλακή τους ηγέτες της… Μία δίκη η οποία έκανε υπερβολικά πολύ καιρό για να τελειώσει, καθώς κατά την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ κολλούσε σε καθυστερήσεις επί καθυστερήσεων.
Επειδή όμως οι απειλές κατά της δημοκρατίας δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ούτε περιπτωσιακά ούτε ευκαιριακά, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν περιορίστηκε στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής και προσπαθεί αυτές τις ημέρες να περάσει από τη Βουλή τον αποκλεισμό των εγκληματικών οργανώσεων εν γένει από ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε εκλογές. Παρά ταύτα, και αυτή η κυβερνητική προσπάθεια έχει απέναντί της την ελληνική Αριστερά, η οποία, με αφορμή κάποιες ανούσιες τυπικότητες και τη δικαιολογία ότι δεν πρέπει να μπουν στο ίδιο τσουβάλι με τους εγκληματίες της ακροδεξιάς οι εγκληματίες της 17 Νοέμβρη(!), θέλει να ανοίξει και πάλι την πόρτα του Κοινοβουλίου σε ναζιστές επειδή έτσι την συμφέρει μικροκομματικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε με την ακροδεξιά, ότι την τριετία 2012-2015 βρέθηκε στις πλατείες χέρι-χέρι με τη Χρυσή Αυγή και ότι και τα δύο αυτά κόμματα είχαν όχι απλά συμπόρευση, αλλά πανομοιότυπη ρητορική κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015. Για να είμαστε ξεκάθαροι εδώ, δεν λέμε αυτό που λένε πολλοί, ότι δεν πρέπει ποτέ και για τίποτα να συμφωνείς με τους φασίστες. Αν μία ζεστή μέρα ο Χίτλερ δηλώσει «κάνει ζέστη», τότε δεν είναι κακό να πεις «συμφωνώ με τον Χίτλερ». Απλά λέμε ότι αν θέλεις να κρατήσεις αποστάσεις από τους φασίστες, μπορείς πολύ εύκολα να το κάνεις. Δείτε ας πούμε πόσο εύκολο ήταν για τον «νεοδημοκρατικό» υποψήφιο πρόεδρο της Δημοκρατίας, Σταύρο Δήμα: «Δεν θα δεχθώ να εκλεγώ Πρόεδρος της Δημοκρατίας με ψήφους της Χρυσής Αυγής» (Δεκ. 2014). Τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα.
Στον αντίποδα, η Αριστερά, εδώ και πολλά χρόνια, δεν τηρεί ούτε αποστάσεις ούτε προσχήματα. Από τις κοινές εμφανίσεις βουλευτών τους σε ανεπίσημες συγκεντρώσεις και επίσημες επισκέψεις (βλ. επίσκεψη στο Καστελόριζο το Δεκέμβριο του 2016) μέχρι τις κοινές τους ψήφους στο Κοινοβούλιο (βλ. εκλογή Παυλόπουλου για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τοποθέτηση Θάνου για πρόεδρο της επιτροπής ανταγωνισμού), ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσή Αυγή βρέθηκαν πολλές φορές μαζί.
Τούτων δοθέντων, τα πράγματα σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση του φασισμού στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ απλά. Το εγχώριο αντιφασιστικό μέτωπο δεν είναι επ’ ουδενί αριστερό και αν έπρεπε, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, να έχει οπωσδήποτε έναν πολιτικό προσανατολισμό, αυτός δεν μπορεί παρά να είναι δεξιός. Ό,τι κι αν λένε οι πολιτικές θεωρίες, ό,τι κι αν γίνεται σε άλλες χώρες, η πραγματικότητα εδώ μιλάει από μόνη της. Εν καιρώ ειρήνης και ασχέτως οικονομικών μεγεθών, ο φασισμός μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο μέσω δημοκρατικών θεσμών και αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας από την τρέχουσα κυβέρνηση. Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση, με την τιμητική εξαίρεση του ΠΑΣΟΚ, διαφωνεί σύσσωμη…