Η συνεχής και μεθοδική προσπάθεια μετάλλαξης των ελληνικών χαρακτηριστικών στην χώρα μας έχει ποικίλες παραμέτρους και διαστάσεις. Επιδίωξη των ισχυρών δρώντων, πολιτικών και μη, είναι η μετατροπή της Ελλάδος από μια συμπαγή εθνική και χριστιανική χώρα, σε ένα πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό μόρφωμα που θα αποτελείται από ανθρώπους χωρίς ταυτότητα και προσωπικότητα, αλλά από περιφερόμενους δούλους μιας νέας εποχής.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η αρχιτεκτονική-κτιριακή παραμόρφωση της χώρας μας. Ο αρχιτεκτονικός αφελληνισμός είναι μια τάση που άρχισε με εντατικούς ρυθμούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο και συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας. Ο γράφων δεν είναι κάποιος ειδικός αρχιτέκτονας, αλλά ένας απλός παρατηρητής που με λύπη του επισημαίνει την αρχιτεκτονική και πολεοδομική μας εξαθλίωση.
Η άναρχη επέκταση της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης υπήρξε αποτέλεσμα των νέων κοινωνικών και οικονομικών απαιτήσεων της εποχής, αλλά κυρίως ήταν ένα από τα θλιβερά επακόλουθα του εμφυλίου, όπου οι κάτοικοι της υπαίθρου κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις για λόγους ασφαλείας και επιβίωσης. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής, με πρωτεργάτη τον “εθνάρχη” Κωνσταντίνο Καραμανλή, που αποφάσισαν την κατεδάφιση χιλιάδων νεοκλασικών κτιρίων για την κατασκευή άχρωμων και ακαλαίσθητων πολυκατοικιών οι οποίες αποτέλεσαν την κυρία κατοικία των νεοελλήνων.
Οι δικαιολογίες για αυτή την πράξη είναι πολλές, όπως το οικονομικό κόστος και η ανάγκη στεγάσεως νέων κατοίκων, αλλά το οικοδομικό και αρχιτεκτονικό έγκλημα ήταν πλέον μόνιμο και μη αναστρέψιμο. Αποτέλεσμα ήταν οι πόλεις μας να μετατραπούν σε τσιμεντουπόλεις, διαγράφοντας κάθε ελληνικό και νεοκλασικό στοιχείο και να προσομοιάζουν περισσότερο με σοβιετικής νοοτροπίας δημιουργήματα. Οι τετράγωνες και παραλληλόγραμμες ογκώδεις κατασκευές αντικατέστησαν την λεπτότητα και το περίτεχνο των παλαιών οικοδομημάτων. Η τέχνη θυσιάστηκε στο βωμό του κέρδους και των εύκολων λύσεων.
Το θλιβερό είναι ότι διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις, με τους συναρμόδιους φορείς τους, επιλέγουν όχι τυχαία αλλά εσκεμμένα, τα νέα εμβληματικά δημόσια κτίρια να μην έχουν τίποτα το ελληνικό, αλλά να είναι κατασκευές στις οποίες το προεξάρχον στοιχείο να είναι το αφηρημένο και το άσχημο. Είναι η λατρεία του μπετόν-αρμέ και η απεμπόλιση κάθε ελληνικού και νεοκλασικού στοιχείου. Το κόστος δεν αποτελεί καμία δικαιολογία γιατί δεν απαιτούνται πολυδάπανα μάρμαρα και ακριβά υλικά για την κατασκευή τους, καθόσον και με το φτηνό μπετόν μπορείς να κατασκευάσεις κίονες και αετώματα. Δεν είναι θέμα χρημάτων ή τυχαίας επιλογής, αλλά ενός συστηματικού σχεδιασμού και επιθυμίας, ώστε τα δημόσια κτίρια της ελληνικής επικράτειας να μην θυμίζουν Ελλάδα, αλλά να συμβάλλουν στην μετατροπή της κοινωνίας σε ένα πολυπολιτισμικό μόρφωμα.
Ο νέος “πολίτης” αυτής της χώρας δεν θα πρέπει να βλέπει εμβληματικές αρχαιοελληνικές κατασκευές που θα διαταράσσουν την βαθμιαία μετατροπή του σε ένα μαζάνθρωπο, χωρίς ταυτότητα. Αυτό θα ήταν αντίθετο και σε μια σχεδιαζόμενη “οργουελική” και ελεγχόμενη κοινωνία, που τα μέλη της δεν θα είναι ελεύθεροι άνθρωποι, αλλά κατευθυνόμενοι και άβουλοι σκλάβοι.
Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία μιας πόλεως επηρεάζει βαθύτατα και τον ψυχισμό των κατοίκων της. Η μουσική, η τέχνη και εν γένει ο πολιτισμός σε μεγάλο βαθμό αντλεί στοιχεία από την δομή και την μορφή των κατοικιών και των κτιρίων. Διαφορετικά σκέφτονται και ενεργούν οι κάτοικοι μιας πόλεως με μεγάλους δρόμους, όμορφα πάρκα και καλαίσθητα κτίρια, από αυτούς που διαβιώνουν σε τσιμεντουπόλεις.
Τα οικοδομήματα που θυμίζουν την καταγωγή μας και αποτελούν κοσμήματα για την Αθήνα είναι αυτά που κατασκεύασαν οι Βαυαροί του Όθωνα. Το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη, η Βουλή και άλλα μας κάνουν υπερήφανους. Άραγε η κατεστραμμένη από την πολύχρονη επανάσταση χώρα μας είχε περισσότερα χρήματα τότε από τώρα. Εάν κάποιος υποστηρίξει ότι κατασκευάστηκαν με βαυαρικά κεφάλαια, του αντιτείνω ότι και σήμερα η Ελλάδα επιβιώνει από τα δάνεια και τις χρηματοδοτήσεις της ΕΕ, δηλαδή της Γερμανίας. Απλώς δεν επιθυμεί ελληνική ελίτ την κατασκευή τέτοιων κτιρίων, καθόσον δεν αρμόζουν στο πολιτικό ορθό της νέας τάξης πραγμάτων.
Αντίθετα, η Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, το νέο αρχαιολογικό μουσείο της Ακροπόλεως, το Πολιτιστικό Ίδρυμα Νιάρχου, το Βελλίδειο στην Θεσσαλονίκη είναι, κατά την άποψη του γράφοντος, μόνο μερικά “αρχιτεκτονικά δημιουργήματα”, που δεν θυμίζουν καθόλου Ελλάδα. Θα μπορούσαν να κοσμούσαν μια άλλη πόλη, αλλά όχι ελληνική. Αν δούμε πως είναι η πρόσοψη στο αρχαιολογικό μουσείο στο Λονδίνο και πως είναι η αντίστοιχη στο μουσείο Ακροπόλεως, χωρίς δισταγμό θα απογοητευτούμε. Το Βρετανικό Μουσείο είναι καθαρά αρχαιοελληνικό και το δικό μας δεν θυμίζει σε τίποτα την χώρα μας. Αντίθετα διαθέτει όλα τα στοιχεία του κακόγουστου και του άσχημου. Ευτυχώς δεν κατεδάφισαν, όπως επιδίωκαν, το εμπρός του μουσείου ωραιότατο κτίριο, ένα από τα λίγα που παραμένουν όρθια στην Αθήνα. Οι εραστές του άσχημου ευτυχώς δεν πέτυχαν τον σκοπό τους.
Η αρχιτεκτονική στην πολύπαθη χώρα μας υποτάσσεται και αυτή στις επιταγές της νέας τάξης πραγμάτων, στο νέο απρόσωπο και άχρωμο κόσμο που δημιουργείται. Δεν φιλοδοξούμε να δούμε αρχαιοπρεπή και καλαίσθητα οικοδομήματα στην πατρίδα μας, άλλωστε και η παιδεία των αρχιτεκτόνων μας είναι προσδεδεμένη στο γυαλί, στο σίδερο και το μπετόν. Οι κίονες, το μάρμαρο και τα αετώματα δεν συμβαδίζουν με τις νέες τάσεις της αρχιτεκτονικής. Δεν ελπίζουμε σε καμιά μεταστροφή, αλλά αντίθετα εκτιμούμε στο μέλλον την πλήρη εγκατάλειψη κάθε ελληνικού στοιχείου.