GEOEUROPE | ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ | Η θεωρία του ντόμινο στην Ουκρανία

Γράφει ο Στρατής Αλεξίου

Ένα από τα επιχειρήματα της προπαγάνδας των μέσων μαζικής ενημέρωσης της Δύσης για τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι το εξής: είναι απαραίτητο να πολεμήσουμε τη Ρωσία στην Ουκρανία, γιατί η εισβολή είναι το πρώτο βήμα ενός ρωσικού ιμπεριαλιστικού σχεδίου, το οποίο στοχεύει στην ανασύσταση των συνόρων της ΕΣΣΔ ή της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί ο «αυταρχισμός» εκεί που σήμερα υπάρχει «δημοκρατία».

Συνοπτικά, η αυταρχική Ρωσία πρέπει να ηττηθεί στα εδάφη της Ουκρανίας, για να μην χρειαστεί να την πολεμήσουμε στη δημοκρατική Πολωνία, Φινλανδία, Εσθονία, Γερμανία κ.α.

ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΒΙΕΤΝΑΜ

Αυτή είναι, κυριολεκτικά, η αιτιολόγηση της αμερικανικής επέμβασης στο Βιετνάμ που αναπτύχθηκε από την ομάδα συμβούλων του προέδρου Τζον Κέννεντυ, το 1963-64. Η στρατηγική πρόβλεψη που έκαναν συνιστούσε μια θεωρία του ντόμινο: ο κομμουνισμός έχει φιλοδοξίες παγκόσμιας επέκτασης, αν πέσει το Βιετνάμ, θα πέσουν σταδιακά σε κομμουνιστικά χέρια, η Καμπότζη, η Ταϊλάνδη, η Κορέα, το Λάος, η Ιαπωνία, η Ινδία, κ.ά., έως ότου ο κομμουνισμός μολύνει την αμερικανική ήπειρο, μέχρι να φτάσει στις πύλες των Ηνωμένων Πολιτειών και ίσως να τις διασχίσει.

Τον Απρίλιο του 1965, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον εξήγησε γιατί κλιμακώνει την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Ο Αμερικανός πρόεδρος τιτλοφόρησε την ομιλία του «Ειρήνη χωρίς κατάκτηση» καθώς ανακοίνωσε την έναρξη των αεροπορικών επιθέσεων των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Εξήγησε ότι «[…] πρέπει να αγωνιστούμε αν θέλουμε να ζήσουμε σε έναν κόσμο όπου κάθε χώρα μπορεί να διαμορφώσει τη μοίρα της και μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο θα είναι ασφαλής η δική μας ελευθερία […] έχουμε δώσει μια εθνική υπόσχεση να βοηθήσουμε το Νότιο Βιετνάμ να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του και σκοπεύω να τηρήσω αυτή την υπόσχεση. Το να ατιμάσω αυτή τη δέσμευση, να εγκαταλείψω το μικρό και γενναίο έθνος στους εχθρούς του και τον τρόμο που πρέπει να ακολουθήσει θα ήταν ασυγχώρητο λάθος».

Ο Τζόνσον εξήγησε επιπλέον: «Είμαστε επίσης εκεί για να ενισχύσουμε την παγκόσμια τάξη… Το να αφήσουμε το Βιετνάμ στη μοίρα του θα κλονίσει την εμπιστοσύνη όλων αυτών των ανθρώπων στην αξία μιας αμερικανικής δέσμευσης και στην αξία των λόγων της Αμερικής».

Ο Τύπος εκείνης της εποχής στις ΗΠΑ, ανέφερε συνεχώς τις επιτυχίες της Σαϊγκόν μέχρις ότου η επίθεση του Τετ το 1968 αποκάλυψε ψέματα και πραγματικότητες. Η ίδια ακριβώς λογική εκδηλώνεται και σήμερα στην υπόθεση της Ουκρανίας. Υπάρχουν παντού επιτυχίες των Ουκρανών που προβάλλονται συνεχώς, αν και η κατοχή του 20% της Ουκρανίας από τους Ρώσους, δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για θριαμβολογίες. Σήμερα, μετά από 6 μήνες πολέμου, κυριαρχεί το αφήγημα «οι Ρώσοι απωθούνται, το μέτωπο σταθεροποιείται και ετοιμάζεται ουκρανική αντεπίθεση που θα απελευθερώσει τα κατεχόμενα εδάφη».

Αρκετά παρόμοια φαίνεται η κατάσταση και σε ό,τι αφορά την αμερικανική δέσμευση, που τα πρώτα χρόνια έστελνε μόνο «στρατιωτικούς συμβούλους» στο Βιετνάμ, όπως είναι οι εθελοντές στην Ουκρανία. Παράλληλα, ακόμη και τότε, η δέσμευση των ΗΠΑ κατέγραψε μια αύξηση, τόσο τρομακτική όσο και μάταιη, σε άνδρες και οπλισμό.

Σήμερα, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δαπανούν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα στην Ουκρανία για να αντιμετωπίσουν τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση, ενώ παρέχουν πρόσθετη υποστήριξη σε πληροφορίες και στρατιωτικές συμβουλές. Ενώ δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα στρατεύματα των ΗΠΑ (όπως δεν υπήρχαν στο Βιετνάμ τα πρώτα χρόνια), υπάρχουν ειδικές δυνάμεις, μυστικές υπηρεσίες και πολλαπλή στρατιωτική υποστήριξη.

Εκείνη την εποχή, την άνοιξη του 1965, περίπου 400 Αμερικανοί στρατιώτες είχαν σκοτωθεί στο Βιετνάμ. Ο πόλεμος δεν ήταν ακόμη ευρέως αντιδημοφιλής. Χρόνια αργότερα, αφού εκατοντάδες χιλιάδες είχαν κληθεί στο στρατό, ο πόλεμος έγινε ευρέως αντιδημοφιλής. Τελικά, πάνω από 58.000 Αμερικανοί και τρία εκατομμύρια Βιετναμέζοι πολίτες και στρατιώτες πέθαναν στον πόλεμο. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και σπατάλη πόρων ήταν τεράστιο. Η «Μεγάλη Κοινωνία» που ήλπιζε να χτίσει ο Τζόνσον σταμάτησε από την εκτροπή ανθρώπινων ζωών, ενέργειας και πόρων στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ο Τζο Μπάιντεν διατύπωσε παρόμοια επιχειρήματα με τον Λίντον Τζόνσον στο αρχικό στάδιο του πολέμου του Βιετνάμ. Στις παρατηρήσεις του στο Κογκρέσο ζητώντας πρόσθετη χρηματοδότηση για την Ουκρανία, ο Μπάιντεν είπε: «Χρειαζόμαστε αυτό το νομοσχέδιο για να στηρίξουμε την Ουκρανία στον αγώνα της για ελευθερία… Το κόστος αυτής της μάχης δεν είναι φθηνό, αλλά η υποχώρηση στην επιθετικότητα θα είναι πιο δαπανηρή εάν το αφήνουμε να συμβεί». Καθιστώντας σαφές ότι ο στόχος των ΗΠΑ δεν είναι μόνο η «ελευθερία» της Ουκρανίας, ο Μπάιντεν συνεχίζει: «Η επένδυση στην ελευθερία και την ασφάλεια της Ουκρανίας είναι ένα μικρό τίμημα για να τιμωρηθεί η ρωσική επιθετικότητα, για να μειωθεί ο κίνδυνος μελλοντικών συγκρούσεων».

Η «θεωρία του ντόμινο» ήταν ένα μεγάλο λάθος. Η ρίζα του λάθους βρισκόταν στη σοβαρή αμερικανική υποτίμηση της σημασίας του πατριωτισμού/εθνικισμού. Η κατάκτηση εθνών είναι πολύ δύσκολη, γιατί τα έθνη θέλουν να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανεξαρτησία και κυριαρχία τους, και η κατάκτηση, η κατοχή, ή η μόνιμη ενσωμάτωσή τους σε μια αυτοκρατορία είναι εξαιρετικά δύσκολη. Στην Ουκρανία, η Ρωσία ενσωματώνει περιοχές με ρωσόφωνο πληθυσμό, ενώ είναι άγνωστο το αν θα επεκταθεί σε περιοχές με ουκρανική πλειοψηφία.

Οι πολιτικές ιδεολογίες σίγουρα παίζουν ρόλο στη διεθνή πολιτική, αλλά όταν οι στρατηγικές επιταγές έρχονται σε σύγκρουση με τις ιδεολογικές επιταγές, κυριαρχούν οι στρατηγικές επιταγές: όπως φάνηκε στον πόλεμο Βιετνάμ-Κίνας, μετά την ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ (17 Φεβρουαρίου – 16 Μαρτίου 1979) στον οποίο το Βιετνάμ αντιμετώπισε μια από τις δύο χώρες που, μαζί με την ΕΣΣΔ, το στήριξαν στον πόλεμο με τις ΗΠΑ.

Οι ΗΠΑ δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη «θεωρία του ντόμινο». Την επαναδιατύπωσαν το 2003 στην εισβολή στο Ιράκ. Θεώρησαν ότι η κατάκτηση του Ιράκ και η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, θα οδηγούσε στη πτώση της Συρίας, του Ιράν και άλλων χωρών. Και εδώ τα αποτελέσματα ήταν απολύτως αρνητικά για την Ουάσιγκτον.

Η ουκρανική επανέκδοση της «θεωρίας του ντόμινο» βασίζεται σε μια λανθασμένη υπόθεση. Η λανθασμένη υπόθεση είναι ότι η Ρωσία έχει τη δυνατότητα να ανακαταλάβει τα εδάφη της ΕΣΣΔ ή της Τσαρικής Αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία δεν έχει την ισχύ (δημογραφικά στοιχεία, οικονομία) να επιχειρήσει ένα τέτοιο κολοσσιαίο εγχείρημα, με εύλογες πιθανότητες επιτυχίας. Το ότι η Ρωσία είναι μια στρατιωτική υπερδύναμη, βασισμένη κυρίως στο πυρηνικό της οπλοστάσιο, δεν επαρκεί για αυτοκρατορικούς σχεδιασμούς. Και η Μόσχα το γνωρίζει καλά.

Η ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΝΤΟΜΙΝΟ

Η αιτιολόγηση της στρατηγικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ διά της θεωρίας του ντόμινο, θα βρίσκεται στο προσκήνιο και το επόμενο διάστημα, μέσα από μια σειρά εξελίξεων.

Πρώτον, οι πιθανότητες στρατιωτικής ήττας της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι απειροελάχιστες. Η Ρωσία ελέγχει την εξέλιξη των επιχειρήσεων και σε ό,τι αφορά τον εδαφικό παράγοντα, θα σταματήσει εκεί που επιβάλλουν τα συμφέροντά της.

Δεύτερον, η Ρωσία ελέγχει τον παράγοντα χρόνο, όπως τον έλεγχε αντίστοιχα το Βόρειο Βιετνάμ. Όλα εξαρτώνται από τον παράγοντα χρόνο, από την ικανότητα να μην παρεκκλίνει κανείς από τη στρατηγική του, ελπίζοντας ότι το άλλο μέρος θα υποχωρήσει πρώτο. Σε μια τέτοια πρόκληση, η Ρωσία επωφελείται όχι μόνο από την ιστορική της ικανότητα να αντέχει στις αντιξοότητες, αλλά και από τη συνείδηση ότι αγωνίζεται για έναν γεωπολιτικό χώρο που θεωρεί δικό της, άρα να αγωνιστεί για ένα ζήτημα που η ηγεσία της Μόσχας θεωρεί πιο ζωτικής σημασίας από το τι θα μπορούσαν να θεωρήσουν οι δυτικές χώρες για την Ουκρανία.

Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι οι παραδόσεις όπλων στις δυνάμεις του Κιέβου είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκείς για το είδος του πολέμου υψηλής έντασης που διεξάγεται στα ουκρανικά εδάφη, αλλά ταυτόχρονα αναστατώνει τα τριάντα χρόνια καλά θεμελιωμένων δυτικών στρατιωτικών δογμάτων. Με τον τρόπο αυτόν, αμφισβητείται η εμπιστοσύνη στο μέλλον, σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές δυνάμεις της Δύσης, που έχουν σχεδιαστεί για αντιπάλους εξεγερσιακού επιπέδου ή με περιορισμένες συμβατικές δυνατότητες.

Υπάρχουν αφηγήματα στα Δυτικά Μέσα Ενημέρωσης, που θεωρούν, ότι η Μόσχα θα έπρεπε να διεξάγει έναν σύντομο πόλεμο και να νικήσει σε μικρό χρονικό διάστημα. Και αφού δεν το πέτυχε αυτό, έχει αποτύχει. Στην πραγματικότητα, η Μόσχα θα είχε ελάχιστα οφέλη από μια τέτοια εξέλιξη. Ο οικονομικός πόλεμος των κυρώσεων, ο οποίος λειτουργεί υπέρ της Ρωσίας, χρειάζεται χρόνο για να ξεδιπλωθεί. Το ίδιο και ο αντίστοιχος ενεργειακός. Αν η Μόσχα είχε κερδίσει στρατιωτικά και είχε τερματίσει τις επιχειρήσεις τον Απρίλιο, οι χώρες της Δύσης δεν θα αντιμετώπιζαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα και τα ακόμα μεγαλύτερα, του χειμώνα που έρχεται.

Τρίτον, η «θεωρία του ντόμινο» είναι αποδοτική σε ό,τι αφορά την επίτευξη συνοχής της Δύσης. Ο φόβος ενδεχόμενων επόμενων κινήσεων από την πλευρά της Ρωσίας, συσπειρώνει τις χώρες της Δύσης. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιτυγχάνει είναι η εμβάθυνση της επιβολής των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Η συνοχή του ΝΑΤΟ και η διεύρυνσή του με τη Σουηδία και τη Φινλανδία, αμφισβητείται ανοικτά από τη στάση της Τουρκίας και δευτερευόντως, της Ουγγαρίας. Παράλληλα, η ΕΕ έχει καταντήσει ένα παράρτημα του ΝΑΤΟ. Η συνοχή του ΝΑΤΟ και της ΕΕ θα πρέπει να επαναξιολογηθεί την άνοιξη του 2023.

Η «θεωρία του ντόμινο» στην ουκρανική εκδοχή της, συνδυάζεται ήδη και με τις διαδικασίες διαχείρισης μιας ενδεχόμενης ήττας στην Ουκρανία. Αν οι Ρώσοι κερδίσουν, τότε δεν έχει καμιά σημασία ότι θα χάσει η Ουκρανία, αφού το ζητούμενο είναι να μην ηττηθεί η Δύση. Η απονομή ευθυνών μεταξύ Ουκρανίας και Δύσης, βρίσκεται πλέον, σε πλήρη εξέλιξη. Μέσα στα πλαίσια αυτά και αφού αποδοθούν οι ευθύνες, οι ΗΠΑ χρειάζονται τη διατήρηση της «θεωρίας του ντόμινο» για τον ρωσικό κίνδυνο, έτσι ώστε να περιορίσουν τις κεντρόφυγες τάσεις που θα δημιουργηθούν.

***To geoeurope είναι ένας ιστότοπος που δημιουργήθηκε από επιστήμονες και ειδικούς που έχουν ασχοληθεί με τη γεωπολιτική της Ευρώπης και έχουν διαπιστώσει συγκεκριμένα κενά στη ροή των πληροφοριών που διαμορφώνουν τις γεωπολιτικές συζητήσεις στην ήπειρό μας.

Προηγούμενο άρθροΔΕΕΠ-ΝΔ ΗΜΑΘΙΑΣ: «Η ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα και η μετάβαση του στη ψηφιακή εποχή»
Επόμενο άρθροΟ Δ. Μάντζος για τα Σεπτεμβριανά