Της Τόνιας Α. Μανιατέα
Το καλοκαίρι του 1953 θα μπορούσε να είναι ένα καλοκαίρι σαν όλα τ΄ άλλα. Η επικαιρότητα εντός των… χωρικών τειχών είναι σχετικώς περιορισμένη, με το ενδιαφέρον στραμμένο κυρίως στην αρρώστια και εν τέλει τον θάνατο του πρ. πρωθυπουργού, Ν. Πλαστήρα, στα τέλη του Ιουλίου.
Μία απεργία διαρκείας κατά των οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης έχει λήξει λίγο νωρίτερα και στο Στρατοδικείο Αθηνών έχει αρχίσει η δίκη του κομμουνιστή Πλουμπίδη. Επιπλέον, η Ιερά Σύνοδος προβαίνει σε… διάβημα κατά των καλλιστείων, προκαλώντας παθιασμένες συζητήσεις στα καφενεία…
Με τούτα και με κείνα, έχει μπει ο καυτός Αύγουστος και οι εφημερίδες, ελλείψει επαρκούς ειδησεογραφίας, προσπαθούν να κρατήσουν ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού δημοσιεύοντας σε συνέχειες έργα των λογοτεχνών της γενιάς του ΄30. Αλλά το ξημέρωμα της Πέμπτης, 6 του μήνα, επιφυλάσσει στους εκδότες του Τύπου μία έκπληξη, που θα συντηρήσει την πελατεία τους για κάμποσο χρονικό διάστημα. Η είδηση προέρχεται από το αστυνομικό δελτίο και αφορά ένα έγκλημα στο Καβούρι, που έγινε το προηγούμενο βράδυ.
Τη ζεστή νύχτα της 5ης Αυγούστου δεκάδες ζευγαράκια έχουν ξεχυθεί στις παραλίες της Αττικής, αναζητώντας το καθένα τη δική του ήσυχη, ρομαντική, δροσερή γωνιά. Στο μικρό Καβούρι, ο 35χρονος Θόδωρος Δέγλερης και η 24χρονη σύντροφός του Σοφία Μαναβάκη, ζουν τον έρωτά τους απολαμβάνοντας τον φεγγαρόδρομο στα ήρεμα νερά του Σαρωνικού. Η ώρα πλησιάζει 9 και ξαφνικά ακούγονται τέσσερις πυροβολισμοί. Μία σφαίρα διαπερνά τον κρόταφο του άνδρα. Από τις υπόλοιπες, δύο βρίσκουν την κοπέλα στην κοιλιά και μια τρίτη περνά ξυστά από το κεφάλι της.
Αιμορραγώντας πλάι στον θανάσιμα τραυματισμένο σύντροφό της, η γυναίκα προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι συνέβη. Δίπλα της πανικόβλητα ζευγάρια πετιούνται ουρλιάζοντας από τις κρυψώνες τους και το βάζουν στα πόδια. Ένας νεαρός εμφανίζεται από το σκοτάδι και πλησιάζει την τραυματισμένη Μαναβάκη. Σκύβει πάνω της και την ακούει να τον ρωτάει αν ζει ο σύντροφός της. Εκείνος γονατίζει και ακουμπά το αφτί του στο στήθος του Δέγλερη.
Ύστερα αναζητεί τον σφυγμό στο χέρι του. «Η καρδιά του χτυπάει» της απαντά. Την μετακινεί ελαφρώς, προσπαθώντας κάπως να τη βοηθήσει, όπως λέει. Και τότε, με μια αστραπιαία κίνηση, ο άγνωστος αρπάζει την τσάντα της γυναίκας κι εξαφανίζεται. Στην πραγματικότητα, ο Δέγλερης δεν ζει, και ο άγνωστος που έχει αρπάξει τη δική της τσάντα, όπως το ρολόι του συντρόφου της την ώρα που του παίρνει τάχα τον σφυγμό, είναι ο δολοφόνος του!
Η Μαναβάκη μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου υποβάλλεται σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις και κάποτε διαφεύγει τον κίνδυνο. Το φονικό περιστατικό στο Καβούρι μετατρέπεται σε σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Ήταν νύχτα κι αν υπήρξαν μάρτυρες, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα εμφανιστούν ποτέ. Βλέπεις, οι καβάντζες του Καβουριού αυτή την εποχή δεν εξυπηρετούν μόνο νεαρά ζευγάρια που αναζητούν μια ρομαντική φωλιά, αλλά και πολλές παράνομες συνευρέσεις άπιστων παντρεμένων…
Από την αστυνομία, πάντως, διερευνώνται όλα τα πιθανά κίνητρα του δράστη. Να ήταν κάποιος που ήθελε να τους ληστέψει; Να ήταν ένας διεστραμμένος ηδονοβλεψίας; Να επρόκειτο για έγκλημα αντιζηλίας; Μήπως υπήρχε εμπλοκή προηγούμενου εραστή της κοπέλας ή μήπως κάποιας προηγούμενης ερωμένης του θύματος; Η αλήθεια είναι ότι και η στάση της Μαναβάκη δεν βοηθά. Εξακολουθεί να δηλώνει ότι δεν θυμάται τα χαρακτηριστικά του άνδρα που την πλησίασε και τους λήστεψε. Ήταν νύχτα και η ίδια ήταν σοβαρά τραυματισμένη.
«Η Μαναβάκη γνωρίζει, αλλά δεν θέλει να αποκαλύψη τον δράστη του διπλού εγκλήματος εν Βουλιαγμένη;» δημοσιεύει σε πηχυαίο τίτλο της η «Καθημερινή» της 8ης Αυγούστου 1953, ενώ την προηγούμενη μέρα η «Απογευματινή» αναρωτιέται: «Έχει μυστικόν η Μαναβάκη;»
Οι προσαγωγές υπόπτων και σεσημασμένων κακοποιών σε συνδυασμό με ανεξιχνίαστες προσομοιάζουσες υποθέσεις του παρελθόντος, που βγαίνουν από το αρχείο της αστυνομίας, εξάπτουν τη φαντασία των δημοσιογράφων… Ενάμιση χρόνο πριν, ο 23χρονος φοιτητής Προβελέγγιος, εκπνέει από επίθεση με πέτρα στο κεφάλι, ενώ βρισκόταν στην ίδια περιοχή με τη φίλη του. Παρά τις μαρτυρίες που έκαναν λόγο για έναν στρατιώτη που περιφερόταν στην περιοχή, η αστυνομία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μάλλον επρόκειτο για ατύχημα.
Για πέτρα, δηλαδή, που αποκολλήθηκε από κάποιον βράχο της περιοχής και βρήκε τον νεαρό στο κεφάλι. Αλλά και τον Ιούλιο του 1953, λίγες μέρες πριν τη φονική επίθεση στο ζεύγος Δέγλερη – Μαναβάκη, ένα άλλο νεαρό ζευγάρι, ο Μ. Καλίτσης και η Ελ. Καπρή, που βρίσκονταν στο Καβούρι, δέχθηκαν επίθεση με χειροβομβίδα, με αποτέλεσμα τον ελαφρύ –ευτυχώς- τραυματισμό τους!
Ο Τύπος συνδυάζει όλες τις υποθέσεις μαζί και βαφτίζει τον δράστη «δράκο της Βουλιαγμένης». Τα σενάρια εναλλάσσονται καταιγιστικά στις σελίδες των εφημερίδων. Όλη η Αθήνα συζητά για το φονικό στο Καβούρι. Η πρώτη εβδομάδα περνά χωρίς πρόοδο στις έρευνες. Αλλά τη δεύτερη, οι αστυνομικοί βρίσκουν στην ευρύτερη περιοχή την τσάντα της Μαναβάκη άδεια, ένα ζευγάρι πέδιλα, που υποθέτουν ότι εγκατέλειψε ο δράστης φεύγοντας και το βασικότερο, ένα κρυμμένο περίστροφο Σμιθ & Γουέσον, το οποίο εικάζεται -και τελικά αποδεικνύεται- ότι είναι το όπλο του εγκλήματος.
Δαχτυλικά αποτυπώματα υπάρχουν, αλλά δεν βοηθούν. Δεν ανήκουν σε σεσημασμένο. Οι μέρες περνούν, οι αστυνομικοί πονοκεφαλιάζουν και η υπόθεση μετατρέπεται σε σήριαλ, που όλη η Ελλάδα παρακολουθεί με κομμένη ανάσα. Προς ώρας και έως ότου βρεθεί ο δράστης, το Καβούρι ερημώνει από τους προσφιλείς θαμώνες του. Δραστήριοι… θαμώνες είναι πια μόνο αστυνομικοί, που ερευνούν εξονυχιστικά στην περιοχή.
Ο μήνας έχει πάει 17 και η αστυνομία βρίσκεται ακόμη στα σκοτάδια… Οι πληροφορίες που αντλούν οι δημοσιογράφοι δεν αρκούν για να κρατήσουν ζωηρό το ενδιαφέρον του κόσμου, ούτε βέβαια για να γεμίσουν τις σελίδες των εφημερίδων. Τότε ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις», Θόδωρος Δράκος, αποφασίζει να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός ενδιαφέροντος ρεπορτάζ. Πλησιάζει την Ελένη Κικίδου, το διάσημο μέντιουμ της εποχής. Είναι διαισθητική, μπαίνει σε διαδικασία αυτοΰπνωσης και, μέσω του χαρίσματος της ενόρασης που διαθέτει, μπορεί να «δει» γεγονότα του παρελθόντος και πρόσωπα.
Από τα μόλις επτά της χρόνια έχει υπάρξει μαθήτρια του απόστρατου του ΠΝ, ψυχίατρου Άγγελου Τανάγρα, ιδρυτή της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, η οποία χρηματοδοτείται από την οικογένεια Μπενάκη, με στόχο της οργάνωση ψυχομετρικών πειραμάτων και την επιστημονική μελέτη και ανάλυση παραφυσικών και παραψυχολογικών φαινομένων. Ο Δράκος την επισκέπτεται στο σπίτι της και της ζητά να βοηθήσει την αστυνομία στις έρευνες και τον ίδιο στο ρεπορτάζ… Εκείνη αρνείται.
«Αυτό είναι έργο των ανακριτικών αρχών. Εμάς δεν μας επιτρέπουν να μπερδευόμαστε στα πόδια τους…» του λέει. Αλλά ο Δράκος είναι επίμονος και διπλωμάτης… Μα, οι πολίτες φοβούνται και πρέπει να ησυχάσουν… μα, και η παραμικρή πληροφορία θα ήταν πολύτιμη για το ανακριτικό έργο… μα, έτσι… μα, αλλιώς, ο δημοσιογράφος την πείθει και τη νύχτα της 18ης Αυγούστου, τρεις άνθρωποι, ο ρεπόρτερ, η Κικίδου και η φίλη και βοηθός της βρίσκονται στον τόπο του εγκλήματος.
Το ρεπορτάζ, που δημοσιεύεται στο πρωτοσέλιδο του φύλλου της Ακροπόλεως της 19ης Αυγούστου 1953, καθηλώνει τους αναγνώστες και εκτινάσσει στον ουρανό τις πωλήσεις της εφημερίδας! «ΤΟ ΜΕΝΤΙΟΥΜ ΕΛΕΝΗ ΚΙΚΙΔΟΥ, ΧΘΕΣ ΤΗΝ 10ην ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΝ ΕΙΣ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΒΟΥΡΙ ΟΠΟΥ ΕΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗ Ο ΔΕΓΛΕΡΗΣ, ΑΠΕΚΑΛΥΨΕ ΤΟΝ ‘’ΔΡΑΚΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ’’» είναι ο τίτλος και «ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΤΗΣ ‘’ΔΙΟΡΑΣΕΩΣ’’ ΠΡΟΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΝ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ» το «καπέλο» του.
«… Η κ. Κικίδου οδηγούμενη από τη διορατικότητά της, από την εκπληκτική διαίσθησή της, πατάει ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου! Νοιώθει έναν απερίγραπτον κλονισμόν, γέρνει πάνω στον ώμο της φίλης της και ξαφνικά αρχίζει να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνήν της δολοφονίας…» περιγράφει ο ρεπόρτερ και παραθέτει τα λόγια του μέντιουμ: «Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους στο πεύκο.
Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολουθούσε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα έφυγε από κει και ήρθε σ΄ αυτό εδώ το πεύκο πλαγίως σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε. Είναι ψύχραιμος και έχει μία φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός όσο τον φαντάζονται…».
Το κοινό κρέμεται από τα χείλη της Κικίδου ή μάλλον από την πέννα του Δράκου… Το ρεπορτάζ ξεκινά με τη λεπτομερή περιγραφή ενός σκηνικού φόνου και καταλήγει ακόμη… γαργαλιστικότερα. Οι αναγνώστες κρατούν την ανάσα τους όταν το μέντιουμ περιγράφει ακριβώς τον δράστη! «… είναι ψηλός, μελαχρινός, αδύνατος με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία… φορά σκούρο παντελόνι και κοντό πουκάμισο. Τώρα φορά λινά παπούτσια.
Πρώτα φορούσε πέδιλα μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ φθαρμένα… Έχει μία ουλή από χαλασμένα δόντια. Του λείπουν πολλά δόντια… Εργάζεται σ΄ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω… Το όνομά του αρχίζει από Σ… Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός… Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης, ούτε και μένει μαζί τους…».
Το μέντιουμ «βλέπει» ακόμη και το όπλο του εγκλήματος… «Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και βρίσκεται κάτω από μία πέτρα. Δεν είναι μεγάλο όπλο. Και δεν είναι δικό του. Το έχει κλέψει από καιρό…
Τα στοιχεία που δίνει το μέντιουμ αποδεικνύονται πράγματι πολύτιμα για τους ερευνητές, που δεν αργούν να φτάσουν στον δολοφόνο. Προσαγάγουν όλους τους ηδονοβλεψίες της περιοχής και τους ανακρίνουν. Συνδυάζουν στοιχεία και περιγραφές. Επιπλέον, ανακαλύπτουν πως το όπλο, που βρέθηκε, έχει κλαπεί από στρατόπεδο της Αγίας Παρασκευής, γεγονός που τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δράστης είναι ή ήταν στρατιώτης… Εις των θαμώνων της περιοχής, αναγνωρίζει σε φωτογραφία που του δείχνουν οι αστυνομικοί τον άνθρωπο που ανταποκρίνεται σε όλα τα ύποπτα χαρακτηριστικά.
Ξημερώματα της 2ας Σεπτεμβρίου 1953 αστυνομικοί εισβάλλουν στο σπίτι του 25χρονου σιδηρουργού Μιχάλη Στεφανόπουλου, στον Λυκαβηττό και τον συλλαμβάνουν. Στα γραφεία της Ανώτερης Διοίκησης Χωροφυλακής, όπου τον ανακρίνουν, αυτός αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή στην υπόθεση, αλλά τα στοιχεία σε βάρος του είναι πολλά. Το βασικότερο είναι πως τα δακτυλικά αποτυπώματα στο περίστροφο του φόνου είναι δικά του. Ο νεαρός αναγκάζεται να «σπάσει».
«Το πάθος μου με τύφλωσε. Τους έβλεπα εκεί μπροστά μου να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται […] Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω. Δεν θυμάμαι πώς μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές. Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να τη βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε…» θα δηλώσει αργότερα στους δημοσιογράφους.
Στην πιεστική ανάκριση, ο Στεφανόπουλος θα ομολογήσει και την επίθεση με αυτοσχέδια χειροβομβίδα σε βάρος του ζεύγους Καλλίτση – Καπρή. Αντίθετα, δεν προκύπτει ευθύνη του για τον θάνατο του Προβελέγγιου. «Ψυχοπαθητικό άτομο, αλλά όχι ψυχασθενή» με ανύπαρκτη σεξουαλική ζωή, λόγω παθήσεώς του, υπό τον όρο υποσπαδίαση, που τον ανάγκαζε να ουρεί καθιστός, θα χαρακτηρίσει χρόνια μετά, τον τότε πελάτη του ο συνήγορος υπεράσπισης Δ. Πουλέας.
Ο Στεφανόπουλος προφυλακίζεται και περιμένει τη διεξαγωγή της δίκης του. Στις 2 Μαρτίου του 1954, μέσα κι έξω από το Κακουργιοδικείο Αθηνών γίνεται συνωστισμός. Ο Δράκος της Βουλιαγμένης κάθεται στο εδώλιο. «Ψυχασθενικός με σεξουαλικήν μειονεξίαν, αλλά πλήρως καταλογιστός με ακεραίαν ποινικήν ευθύνην» καταθέτει, μεταξύ άλλων, ο ψυχίατρος Κωνσταντίνος Μιταυτσής, που έχει εξετάσει τον κατηγορούμενο.
«Ψυχασθενικός, χωρίς συναίσθησιν του μεγέθους της πράξεώς του» αντιτείνουν οι συνήγοροι υπεράσπισης του άνδρα. Τα μεσάνυχτα της 10ης Μαρτίου, οι ένορκοι ανακοινώνουν την απόφασή τους: Ένοχος άνευ οποιουδήποτε ελαφρυντικού. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση: Θάνατος. Στις 10 Αυγούστου, ο Στεφανόπουλος εκτελείται στη θέση «Τούρλος» τη Αίγινας. Μπροστά στο απόσπασμα ζητάει να του λύσουν τα χέρια και να του δέσουν τα μάτια.
Πολλά χρόνια αργότερα και αφού από καιρό έχει αποφασίσει να μην αναμειχθεί ξανά σε υπόθεση διαλεύκανσης εγκλήματος, επειδή δεν θέλει να γίνει «πρόξενος κακού σε κανέναν», όπως λέει, η Ελένη Κικίδου θα θυμηθεί για εκείνη τη νύχτα στο Καβούρι: «Το πείραμα διήρκεσε περίπου μία με δύο ώρες. Όταν φτάσαμε στον τόπο του εγκλήματος περπάτησα στα βήματα του δολοφόνου.
Η επιστήμη έχει αποδείξει –αυτό λέγεται πείραμα ψυχομετρίας- ότι οι άνθρωποι αφήνουν την αύρα τους, μία ενέργεια, από εκεί που περνούν. Είναι φοβερό… Όλα τα έπιανα εν εγρηγόρσει, σαν ταινία. ‘’Είδα’’ όλο το έγκλημα όπως έγινε! Πόντο δεν έπεσα έξω! Ήταν πολύ άγριο πράγμα! Για μένα ήταν τραγωδία! Τρεις μήνες ήμουν άρρωστη συναισθηματικά και ψυχικά, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια…».
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ – ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΙΚΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (Ι. Ράγκος / Εκδ.POLARIS)
Ψυχικές έρευνες στην Ελλάδα (Ν. Κουμαρτζής / Εκδ. ΔΙΟΝ)
ΕΛΕΝΗ ΚΙΚΙΔΟΥ – Η Διαισθητικός που άφησε εποχή (Στ. Μαργαριτίδου/Εκδ. ΑΡΧΕΤΥΠΟ)
Αρχείο εφημερίδων Τ. Α. Μανιατέα
ΑΠΕ-ΜΠΕ