Ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο για την οικονομία αναφέρεται στην μεσαία τάξη της χώρας που καταρρέει.
Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα καταρρέει υπό το βάρος της υπερ-φορολόγησης, της συρρίκνωσης της αποταμίευσης και την περαιτέρω φτωχοποίησή της που είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν οι προωθούμενες στρεβλωτικές πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος με λάθος εργαλεία ανάλυσης και στόχευση. Στην σημερινή Ελλάδα, 4 εργαζόμενοι πληρώνουν φόρους και εισφορές ώστε να πληρώνονται οι συντάξεις 3 συνταξιούχων και να καλύπτονται οι ανάγκες σε παροχή δημοσίων υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, δικαιοσύνης, άμυνας κ.λ.π.
Το μοντέλο αυτό προφανώς δεν είναι βιώσιμο. Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό στην διάρκεια της κρίσης (2009-2014) απώλεσε 4 ποσοστιαίες μονάδες του εισοδήματός του (που μειώθηκε λόγω της ύφεσης κατά 30%) λόγω αύξησης της επιβάρυνσης σε φόρους εισοδήματος, πλούτου κ.λ.π. και σε ασφαλιστικές εισφορές (βλέπε Διάγραμμα κατωτέρω). Αυτή η απώλεια είναι πολλαπλάσια εκείνης των νοικοκυριών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ζούμε μάλιστα το παράδοξο ενώ οι συντελεστές του φορολογικού και συνταξιοδοτικού συστήματος είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, η μέση φορολογική επιβάρυνση να εξακολουθεί να είναι από τις μικρότερες στην Ευρώπη, γεγονός που υποδηλώνει την έκταση της φοροδιαφυγής.
Με το εισόδημα των νοικοκυριών να διαμορφώνεται σε €153,2 δισ. (χωρίς παροχές σε είδος) και το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα των νοικοκυριών σε €74 δισ. περίπου, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η φοροδιαφυγή παραμένει τεράστια.. Συνεπώς οι αυξήσεις φόρων θα εξωθήσουν είτε στην παραοικονομία είτε στη μετανάστευση και άλλα παραγωγικά τμήματα της μεσαίας τάξης.
Η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να οδηγηθεί η ελληνική οικονομία στην ανάκαμψη. Χρειάζονται χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, μείωση του μη μισθολογικού κόστους, φορολογικά κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις, καθολική χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών για πάταξη της φοροδιαφυγής κ.ο.κ. Όσο αυτά δεν γίνονται, τόσο η οικονομία θα αργεί, οι επενδυτές δεν θα εμφανίζονται, η φοροδιαφυγή θα συντηρεί στην ζωή οριακά παραγωγικές επιχειρήσεις, και οι νέοι με υψηλές εργασιακές εξειδικεύσεις και προσόντα θα μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Η βιομηχανική παραγωγή δείχνει εκ νέου αντοχές, η οικοδομική δραστηριότητα φαίνεται να ανακάμπτει από μια εξαιρετικά χαμηλή βάση και η τάση της αγοράς εργασίας παραμένει στάσιμη. Από την άλλη ο αποπληθωρισμός, αφαιρουμένων των επιδράσεων των φόρων, επιμένει και η αγορά υπηρεσιών δίνει μια μικτή εικόνα. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού στηρίζεται από την αύξηση των εσόδων λόγω αύξησης φόρων και πληρωμών από την Ε.Ε., καθώς και τη συγκράτηση των ταμειακών δαπανών, με αποτέλεσμα τη σημαντική φαινομενικά βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος.
Οι συντελεστές φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι δομημένοι με τέτοιο τρόπο που επιβαρύνουν ειδικά την παραγωγική μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας και το αντίστοιχο αντικίνητρο. Από την άλλη, ειδικά η μισθωτή εργασία στο δημόσιο και τα εισοδήματα από σύνταξη ευνοούνται καθώς για τη συντριπτική πλειοψηφία των φορολογούμενων το εισόδημα αυτό παραμένει αφορολόγητο ή καταβάλλει ελάχιστο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Συνεπώς, την ώρα που συζητιέται η παραπέρα αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στην «υψηλά αμειβόμενη» εργασία, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη και οι επιπτώσεις των υφιστάμενων στρεβλώσεων στις δυναμικές επιχειρήσεις που δημιουργούν καλά αμειβόμενες δουλειές.
Όταν ο μέσος πολίτης αποθαρρύνεται από την προσπάθεια για καλύτερη εργασία τελικά αποψιλώνεται η μεσαία τάξη. Η επακόλουθη κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής οδηγεί βέβαια σε οικονομική στασιμότητα και σταδιακά πολιτικό ριζοσπαστισμό, που με τη σειρά του υπονομεύει ακόμα περισσότερο την ευημερία των πολλών. Κυρίως όμως η φτωχοποίηση της κοινωνίας οδηγεί στην ανυπαρξία πόρων που σε μια ευημερούσα κοινωνία με ισχυρή, οικονομικά και πολιτικά, μεσαία τάξη μπορούν να χρηματοδοτήσουν ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας και ουσιαστικές πολιτικές εισοδηματικής ενίσχυσης των πλέον αδύναμων.