Ο Γιάννης Καφάτος σχολιάζει την επικαιρότητα που μερικές φορές είναι από μόνη της επιθεωρησιακό νούμερο. (και όταν δεν είναι αι την κάνει!).
Στο γηροκομείο του «τρόμου»
Είναι τρομερή η είδηση που εδώ και τρεις μέρες διαβάζουμε για το γηροκομείο στα Χανιά και τους δεκάδες θανάτους των ηλικιωμένων τροφίμων του.
Το χειρότερο δε είναι ότι από την πρώτη είδηση μέχρι και την Κυριακή το βράδυ οι θάνατοι που καταγγέλθηκαν ήταν λίγο πάνω από τους 70.
Διαβάζω το ρεπορτάζ της Ευτυχίας Πενταράκη στο χανιώτικο σάιτ zarpanews και θα πω το κλισέ: πέφτω από τα σύννεφα. Οι καταγγελίες εργαζόμενου στην εν λόγω ιδιωτική δομή προκαλεί ανατριχίλα.
Οι δικηγόροι της δομής μιλάνε για συκοφαντίες και ετοιμάζουν την δική τους απάντηση μέσω των νομικών διαδικασιών.
Οι συνθήκες που περιγράφονται είναι πέρα από κάθε φαντασία. Σίτιση στα όρθια με σύριγγα και πολτοποιημένο φαγητό ακόμη και για όσους η κατάσταση της υγείας τους θα επέτρεπε κανονικό φαγητό. Θάνατος από πνιγμό εξ’ αιτίας της πρακτικής αυτής.
Αντιμετώπιση των ψειρών με ψεκασμό στο κεφάλι με εντομοκτόνο, σαν αυτό που έχουμε σπίτι μας για τις κατσαρίδες και τα μαμούνια.
Γέροντες δεμένοι στα κρεβάτια. Γέροντες με πληγές από την κατάκλιση.
Γιατροί που έκαναν επισκέψεις λες κι έβλεπαν εκθέματα από μακριά…
Γενικά είναι πολύ άρρωστα όσα καταγγέλλονται.
Προκαλεί τρόμο το σύνολο των καταγγελιών αλλά από την άλλη προσωπικά μου προκαλεί τρόμο η μοναξιά αυτών των ανθρώπων.
Δεν θέλω να κάνω τον δάσκαλο, τον έξυπνο και να αρχίσω να κουνάω καταγγελτικά το δάχτυλο. Όμως που να πάρει στην εξίσωση αυτή υπάρχουν οι συγγενείς. Πού είναι οι συγγενείς των ανθρώπων που αφήνουν τους ανθρώπους τους ξεχασμένους;
Αν υποθέσουμε ότι οι καταγγελίες των εργαζομένων δεν είναι εκδικητικές όπως υποστηρίζει η πλευρά της επιχείρησης γεννάται το κρίσιμο ερώτημα για τους συγγενείς: Μα καλά δεν πήραν χαμπάρι τίποτα;
Αυτό το «χαμπάρι», το να έχεις έγνοια τον άλλον είναι που με τρομάζει . Δεν ξέρω πώς μπορεί να νιώθει ένας ξεχασμένος σε ένα ίδρυμα ξέροντας ότι έξω, στην παλιά του ζωή έχει παιδιά, ανίψια, εγγόνια.
Πόσο οι ζωές μας δεν αντέχουν την αγριάδα που κρύβουν τα χρόνια που περνάνε, τις αρρώστιες που καταρρακώνουν σώμα και μυαλό ανθρώπων που αγαπήσαμε κάποτε;
Περισσότερο από τις εγκληματικές ή μη πράξεις, η ιστορία του οίκου ευγηρίας στα Χανιά, με γεμίζει απορίες για την ποιότητα των ανθρώπων.
Πώς μπορείς να παρατήσεις στο πιο φτηνό – μια και οι δομές είναι περιορισμένες όπως οι πόροι – κρεβάτι τον πατέρα, τον παππού, τη μάνα και να μην ενδιαφέρεσαι έστω για τα στοιχειώδη.
Ζωές πολλών ταχυτήτων. Κι όταν η νεότητα τρέχει με «εκατό» δεν μπορεί να δει, λες και ενοχλείται, όσους αργά βαδίζουν στη δύση της ζωής τους. Είναι τόσο άγριο. Εξίσου άγριο να το σκεφτείς όπως οι καταγγελίες.