Οδός Μητροπόλεως 21, Ιωάννινα. Αυτή είναι η διεύθυνση ενός γωνιακού μικρού μαγαζιού, που οι παλιές βιτρίνες του σε προκαλούν να κοντοσταθείς και με έκπληξη να δεις εικόνες περασμένων δεκαετιών. Η ταμπέλα γράφει: «Τσαγκάρικο Κώστας Αρλέτος», ο τελευταίος παραδοσιακός τσαγκάρης στην πόλη, θα πρόσθετα.
Εργαλεία απαραίτητα στο τσαγκάρικο, όπως σφυριά, ψαλίδια, κόφτες, φαλτσέτες, ακόνια, τανάλιες, ξύλινα παλιά καλαπόδια σε όλα τα νούμερα, μπότες και παπούτσια χειροποίητα, τσαρούχια και φωτογραφίες, ενθύμια μιας άλλης εποχής, είναι κρεμασμένα στους τοίχους. Μπαίνοντας μέσα, αναδύεται άρωμα από δέρματα και βενζινόκολα, γνωστό στους μεγαλύτερους, που πρόλαβαν τον τσαγκάρη της γειτονιάς. Είναι ένα μικρό μουσείο αφιερωμένο στην τέχνη που σβήνει, καθώς η τεχνολογία την κατάπιε.
Ανοίγοντας την πόρτα, τον βρήκαμε πίσω από τον πάγκο του να «παιδεύει» ένα τσαρούχι και να ακούει από το ραδιοφωνάκι εκκλησιαστική ακολουθία.
«Τα εργαλεία που βλέπετε είναι όλα παλιά. Τα περισσότερα φτιαγμένα στο χέρι», λέει γιατί αντιλαμβάνεται αμέσως, πως το μάτι πέφτει με θαυμασμό στους τοίχους.
Στη συζήτηση που ακολούθησε μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την οικογενειακή παράδοση και τα μυστικά της.
«Ο πατέρας μου ήταν τσαρουχάς. Έφτιαχνε χειροποίητα παπούτσια για τους τσοπαναραίους, τους Βλάχους, τους κτηνοτρόφους, αλλά και τα κλασικά τα παλιά, για όλες τις ηλικίες», αναφέρει.
Γύρω από τον πάγκο του, φιγουράρουν κρεμασμένα όλα τα ξύλινα καλαπόδια. Το καθένα έχει διαφορετικό μέγεθος και νούμερο. Υπάρχουν και πολύ μικρά, με το νούμερο 3. Όπως μας λέει, όλα αυτά, ανήκουν σε μία άλλη εποχή. Τα καλαπόδια, τα έφτιαχναν οι «σκαλισταίοι» και τα εμπορεύονταν στους τσαγκάρηδες. Σήμερα, δεν υπάρχουν ξύλινα καλαπόδια, αντικαταστάθηκαν από τα πλαστικά.
Το χειροποίητο υπόδημα πλέον σπανίζει. Δύσκολα, όπως λέει, ζητάει κάποιος χειροποίητα υποδήματα, ενώ μας επισημαίνει, ότι είναι κοπιαστικό να φτιαχτούν τα παιδικά παπούτσια .
Το μοναδικό που εξακολουθεί να έχει ζήτηση σήμερα, κυρίως από πολιτιστικούς συλλόγους είναι τα τσαρούχια .
«Για να φτιάξεις ένα ζευγάρι τσαρούχι, χρειάζεσαι μια εβδομάδα. Απαιτείται ειδική επεξεργασία που κοστίζει, γι’ αυτό δεν τα κάνω μεμονωμένα, αλλά αναλαμβάνω παραγγελίες για πολλά ζευγάρια», εξηγεί και μας δείχνει ένα ζευγάρι χειροποίητο μαύρο μποτάκι, που είχε φτιάξει ο πατέρας του, λέγοντας:
«Αυτά τα φόραγαν στα ορεινά χωριά οι Βλάχοι, οι κτηνοτρόφοι. Είναι από δέρμα, βακέτα, με σόλα από ρόδα για τρακτέρ, πελεκημένη με φαλτσέτα στο χέρι. Δεν κάνει άλλο υλικό, γιατί το τρώει η πέτρα, ενώ αυτό δεν έχει ανάγκη. Κανένα άλλο υλικό, δεν άντεχε στα βουνά, εκεί δηλαδή, που περπάταγαν οι Βλάχοι. Μόνο έτσι, ζούσαν τα παπούτσια. Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν, γι’ αυτό χάνεται το επάγγελμα».
Κάθε τέχνη έχει το μυστικά της. «Για να τα γνωρίζεις, πρέπει να καθίσεις στο εργαστήριο να τα μάθεις. Δεν μεταδίδονται προφορικά. Είναι δύσκολη η τσαγκαρική», λέει χαμογελώντας ο κ. Κώστας και συνεχίζει:
«Πρέπει να ξέρεις και γεωμετρία για να βγάλεις το νούμερο, να βάλεις το δέρμα πάνω στο καλαπόδι, να το εφαρμόσεις, έχει φασαρία και τεχνική» .
Καθώς κρατάει στα χέρια του ένα παλιό υπόδημα από την συλλογή του, μας εξηγεί πως τα χειροποίητα δεν χάλαγαν ποτέ. απλά επιδιορθώνονταν. Επιπλέον αναφέρει ότι «πολλές φορές τα παπούτσια εκείνα τα χρόνια, είχαν καρφιά από κάτω. Δεν υπήρχε άσφαλτος. Μόνο καλντερίμια» .
Στην συνέχεια μας δείχνει ένα ζευγάρι μπότες. Είναι ενθύμιο, από εκείνες που έφτιαχνες άλλοτε ο πατέρας του για την Αστυνομία και την Πυροσβεστική .
Ο κ. Κώστας Άρλέτος κατάγεται από τους Καλλαρύτες, όπου αρχικά είχε το τσαγκάρικο ο πατέρας του. Έμαθε την τέχνη από 12 χρόνων παιδάκι στα Γιάννενα, γιατί η οικογένεια του άφησε το χωριό και ήρθε το 1947 στην πόλη. Μετά το Δημοτικό Σχολείο, μπήκε στο τσαγκάρικο του πατέρα του. Τσαγκάρης ήταν και ο θείος του. Οι φωτογραφίες τους δεσπόζουν ψηλά στους τοίχους του μαγαζιού. Σήμερα, ο τσαγκάρης στην Μητροπόλεως 21, είναι 61 χρόνων και συνεχίζει «ευλαβικά» την παράδοση της οικογένειας, με την πικρία όμως, πως δεν υπάρχει κάποιος να συνεχίσει το παραδοσιακό επάγγελμα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ