Μνήμη Νίκου Ξυλούρη – Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

«Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί. Θα ‘βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουμε το ίδιο βάρος σε όλες τις καρδιές σε όλα τα χείλη. Κι έτσι να λέμε πια τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Γιατί εμείς, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο, εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’/Μουσική: Χρήστος Λεοντής/ Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης).

Σίμος Ανδρονίδης
Γράφει ο Δρ. Σίμος Ανδρονίδης

Στις 8 Φεβρουαρίου του 2021,  συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Κρητικού τραγουδιστή, Νίκου Ξυλούρη (1980-2021). Θεωρούμε πως έχει παρέλθει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να επιχειρήσουμε μία ευρύτερη αποτίμηση της πορείας και της παρουσίας του στην ελληνική μουσική σκηνή.

 Ο τραγουδιστής με καταγωγή από τα Ανώγεια της Κρήτης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 (εν καιρώ στρατιωτικής δικτατορίας), διαμόρφωσε και εξέλισσε το μουσικό και ερμηνευτικό του ύφος και περαιτέρω, ήθος, διατηρώντας την αίσθηση του αυθεντικού, της ‘εντοπιότητας,’ τόσο στη μουσική φόρμα (βλέπε ριζίτικα τραγούδια) όσο και στη φωνή του, στο ‘χρώμα’ της φωνής του, στον τρόπο μίας εκφοράς αναγνωρίσιμης,  με τον ίδιο να καταλαμβάνει την δική του θέση στο ευρύτερο μουσικό γίγνεσθαι της δεκαετίας του 1970 και των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, περίοδος που σηματοδοτεί και την αύξηση της απήχησης και της δημοφιλίας του, που εν προκειμένω άπτεται και του μουσικού του ρεπερτορίου.[1]

Είναι κύρια μέσω του Νίκου Ξυλούρη, που τα ριζίτικα τραγούδια υπερέβησαν, με συγκεκριμένους όρους και πλαίσια, τα όρια της Κρήτης, με τον Νίκο Ξυλούρη να εντάσσεται στο μεταίχμιο μίας εποχής μετάβασης, προσδιορίζοντας  όχι την αναζήτηση ταυτότητας και δη μουσικής ταυτότητας (κάτι που ήδη διαθέτει), αλλά επιχειρώντας μουσικά ανοίγματα που συμβάλλουν στο να συγκροτεί σταδιακά το μουσικό του προφίλ, την μουσική του προσωπικότητα, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση σύνδεσης των ερμηνειών του, με την εμφάνιση ή αλλιώς, τις εμφανίσεις του σε ανοιχτούς χώρους, σε χώρους διασκέδασης όπως οι μπουάτ, που μουσικά και θα προσθέσουμε αξιακά, τον κατέστησαν βιώσιμη εναλλακτική.

 Ο Λεωνίδας Οικονόμου, σε μία κατατοπιστική του μελέτη για τον Στέλιο Καζαντζίδη και τα ερμηνευτικά μοτίβα που υιοθετούσε ο δεύτερος, γράφει πως «οι τραγουδιστές εκφράζουν τα μηνύματα τους και διαμορφώνουν το ύφος τους τόσο μέσα από τις μουσικές τους επιτελέσεις όσο και μέσα από τη δημόσια επιτέλεση του εαυτού».[2]

Στο μουσικό υπόδειγμα που κόμισε ο Κρητικός τραγουδιστής, ιδιαίτερη σημασία απέκτησε το να επιτύχει την «έκφραση των μηνυμάτων του», μέσω του τραγουδιού, της επιτέλεσης που ήταν πολύσημη ακόμη και εντός ενός τραγουδιού, αυτο-προσδιοριζόμενος δημόσια και ως εκφραστής μίας παράδοσης δυναμικής, και όχι στατικής, ανοιχτής και μη μονολιθικής, που δεν μένει προσκολλημένη στο παρελθόν. Διευρύνοντας κατά τι την σύνθετη μουσική εικόνα του Νίκου Ξυλούρη, θα επιχειρήσουμε να προβούμε σε μία συμπύκνωση των μουσικών του επιλογών και συνεργασιών με μία ευρεία γκάμα συνθετών και στιχουργών-ποιητών. Έτσι, έχοντας ήδη λάβει χώρα η αναφορά στο ό,τι ο Νίκος Ξυλούρης αντλούσε από την μουσική παράδοση και κουλτούρας της Κρήτης, θα σημειώσουμε τα εξής: Πρώτον, σημαντική θέση στις μουσικές του επιτελέσεις και στην εν γένει εργογραφία του, αποκτά η συνεργασία του με συνθέτες όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος σε μία σειρά έργων που λειτουργούν ως ιστορικές μαρτυρίες μίας ολόκληρης εποχής,  όπως δείχνει το μουσικό έργο ‘Χρονικό’ (σε στίχους Κ.Χ. Μύρη).

Εντός αυτού του πλαισίου, δηλαδή της συνεργασίας του με συνθέτες που διαδραμάτισαν ρόλο στη μουσική του εξέλιξη, θα συμπεριλάβουμε και τον Σταύρο Ξαρχάκο, με την συνεργασία των δύο να αποκτά μνημονικό ‘βάθος’ και αποτύπωμα.[3]

Εκ-πεφρασμένη σε σειρά τραγουδιών που εξελίχθηκαν σε κοινό τόπο, όπως το ‘Ήτανε Μια φορά,’ και το ‘Παλικάρι στα Σφακιά’ (σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, το δεύτερο), η συνεργασία τους προσέφερε στον Νίκο Ξυλούρη να αναδείξει τις ερμηνευτικές του δυνατότητες, έτσι όπως κινούνταν μεταξύ λεπτής ‘παραμυθίας,’ και μίας αξιοπρεπούς παράκλησης ή και ικεσίας στο τραγούδι ‘Παλικάρι στα Σφακιά,’ που όμως, δεν τείνει σε έναν εύκολο μελοδραματισμό, με την ερμηνεία να παραγάγει δραστικά, το βίωμα, τον φόβο για την απώλεια που ως έσχατη απώλεια, θα είναι απώλεια γενεάς, ‘καταστροφή δίχως την δυνατότητα της  επανόρθωσης.’

Δεύτερον, στο εν ευρεία εννοία έργο του, θέση κατέχει και η ερμηνεία ή αλλιώς, η μουσική επι-τέλεση ποιητικών έργων όπως το ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ του Γιάννη Ρίτσου σε μουσική του Χρήστου Λεοντή και οι ‘Ελεύθεροι Πολιορκημένοι’ του Διονύσιου Σολωμού σε μελοποίηση του Γιάννη Μαρκόπουλου, για να πιάσουμε πάλι το νήμα από την πρώτη σημείωση.

 Με αίσθηση του μέτρου,[4] με διακράτηση του ρυθμού που σχετίζεται με την εκφορά της λέξης με τέτοιον τρόπο, ώστε να μεγεθυνθεί η σημασία της, ο Νίκος Ξυλούρης δεν δίστασε να αναμετρηθεί με τον ποιητικό λόγο, στο εγκάρσιο σημείο όπου οι επιλογές του διευρύνονται για να ενσωματώσουν τον λόγο ποιητών όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Pablo Neruda. Τρίτον, οι μεμονωμένες επιλογές και συνεργασίες του, έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σημασιοδοτούν την διάσταση της επιθυμίας του ερμηνευτή να ανοιχθεί, να πειραματιστεί, μουσικά και στιχουργικά.

Τέταρτον, εν τω μέσω της Μεταπολίτευσης, η θεματολογία των τραγουδιών του υπήρξε ευρεία, εκκινώντας από τραγούδια της καθημερινότητας, τραγούδια της τάβλας, και φθάνοντας έως του σημείου της ερωτικής θεματολογίας (ακόμη και με περιπαικτική διάθεση), της επικής-ιστορικής αφήγησης, του αντιστασιακού ύφους. Με μία ερμηνευτική προσέγγιση που αξίωνε την ανά-κληση ενός συγκεκριμένου σημείου: Ο Νίκος Ξυλούρης[5] τραγουδούσε, ερμήνευε αυτό που έβλεπε, ωσάν να ήταν διαρκώς, ‘η πρώτη φορά’ (η ‘αυθεντικότητα’ των αρχών του κειμένου).

Όντας ιδιαίτερο μουσικά-ερμηνευτικά, ‘προϊόν’ της εποχής του, ο Κρητικός αποτέλεσε την ζώσα ‘ενσάρκωση’ της λεπτής, δραστικής συνύφανσης της ‘εντοπιότητας’ (Κρήτη) και της ελληνικότητας.


 

[1] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ειπώθηκε πιο πάνω, είναι το τραγούδι ‘Πότε θα κάνει ξαστεριά,’ ένα παραδοσιακό ριζίτικο της ιδιαίτερης πατρίδας του Νίκου Ξυλούρη, της Κρήτης. Μετά την Μεταπολίτευση του 1974 τραγουδήθηκε ευρύτερα, απέκτησε συνδηλώσεις ‘αγωνιστικότητας,’ ‘παλικαριάς’ και ‘διεκδίκησης,’ τροφοδοτούμενο από τον κοινωνικοπολιτικό ριζοσπαστισμό εκείνης της περιόδου, εκεί όπου το τραγούδι μεταπλάθονταν και νοηματοδοτούνταν με βάση και τα διακυβεύματα της εποχής. Με την πάροδο των ετών, αυτό κατέστη το κυριότερο χαρακτηριστικό του ‘Πότε θα κάνει ξαστεριά’: Δηλαδή, το γεγονός ό,τι προσελάμβανε την δική του δυναμική, εγγράφοντας τα επίδικα της συγκυρίας, διεκδικητικά αιτήματα, ανάγοντας τον Νίκο Ξυλούρη στη μορφή του καθαυτό, ήτοι του ιδανικού ερμηνευτή του. Στη βάση των παραπάνω, ιστορικά και ερμηνευτικά, τίθεται η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, και οι μετέπειτα εορτασμοί του.  
[2] Βλέπε σχετικά, Οικονόμου Λεωνίδας, ‘Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι,’ Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2015, σελ. 23.
[3] Η εκ νέου προσέγγιση των τραγουδιών που περιλαμβάνει η παράσταση το ‘Μεγάλο μας Τσίρκο,’ σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη και ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη, κύρια την περίοδο της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, με το έργο να προσλαμβάνεται ως έργο ‘αφύπνισης,’ συνέδραμε στο να γνωρίσουν καλύτερα τον ερμηνευτή νεότερες γενιές ακροατών, αποκτώντας έτσι πρόσβαση στην ευρύτερη μουσική του περσόνα. Εν καιρώ στρατιωτικής δικτατορίας, όπως πρωτο-παρουσιάσθηκε η παράσταση, η εικόνα του Νίκου Ξυλούρη να προσέρχεται στη σκηνή για  να τραγουδήσει τραγούδια ιστορίας και ιστορικής μνήμης, του προσέδωσε τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά του ‘αρχετυπικού Κρητικού,’ καθότι ο ίδιος τραγουδούσε επιλέγοντας ενδυματολογικούς κώδικες που παρέπεμπαν στην Κρήτη.
[4] Το ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ (σαφώς, και οι ‘Ελεύθεροι Πολιορκημένοι’ εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία), συνιστά ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο, που διακρίνεται για την πειραματική μουσική προσέγγιση του Χρήστου Λεοντή, και για την ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη, που αναδεικνύει εναργώς το κλίμα μίας εποχής, την ατμόσφαιρα του στρατοπέδου, και τις μεταπτώσεις και παραδοχές ενός ποιητικού λόγου που στρέφει το βλέμμα του στον ‘έγκλειστο σύντροφο.’ Στους ‘Ελεύθερους Πολιορκημένους,’ ώριμα ο τραγουδιστής αναμετράται με τις διαλεκτικές αντιφάσεις-αντιθέσεις που διαπερνούν την Σολωμική ποίηση, που καταπίπτει σε διάφορα βάθρα για να ανεγερθεί ως ανανεωμένη έκφραση εμπιστοσύνης στο ανθρώπινο στοιχείο.
[5] Η ερμηνεία του στους ‘Πόνους της Παναγιάς’ του Κώστα Βάρναλη (μουσική: Λουκάς Θάνος), αποτελεί δείγμα μίας εκφραστικής ευαισθησίας, ενός υπόρρητου φόβου της μητέρας για το παρόν και το μέλλον του υιού-Χριστού, επινοώντας την μητρότητα, με αξιακή χροιά εδώ, ως ‘δοτική μητρότητα’ (βλέπε και την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση στον ‘Επιτάφιο’ του Γιάννη Ρίτσου), έτοιμη για την δική της υπέρβαση.
Προηγούμενο άρθροΤα SOS για τα «κουρεμένα» ενοίκια – Γράφει ο Δημήτρης Χριστούλιας
Επόμενο άρθροΠαράταση, μέχρι το τέλος Ιουνίου, για τη ρύθμιση οφειλών δανειοληπτών του πρώην ΟΕΚ