Αυτές τις μέρες στην ανατολική Μεσόγειο παίζεται ένα γεωπολιτικό παιχνίδι με πρωτόγνωρη για την εποχή μας ένταση. Το τουρκολυβικό σύμφωνο δημιουργεί τετελεσμένα που η Ελλάδα θέλει να ακυρώσει για αυτό και ο Έλληνας πρωθυπουργός συναντήθηκε χθες με τον Γάλλο πρόεδρο.
Την ίδια στιγμή, έχει σημάνει παγκόσμιος συναγερμός για τον κορονοϊό και καθώς λογικά είναι θέμα χρόνου να ακούσουμε και για το πρώτο σχετικό κρούσμα στη χώρα μας, η ετοιμότητα και η αποτελεσματικότητα του υπουργείου Υγείας θα δοκιμαστούν υπό δύσκολες και ασυνήθιστες συνθήκες. Στο μεταξύ, στο βάθος όλων αυτών «τρέχουν» κι άλλα, πιο καθημερινά αλλά επίσης πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως το προσφυγικό-μεταναστευτικό, η προσπάθεια επίτευξης αναπτυξιακών ρυθμών για την ελληνική οικονομία άνω του 2,5% και η απελευθέρωση των πλειστηριασμών μαζί με την προστασία πρώτης κατοικίας για τα φτωχά νοικοκυριά.
Και με τι ασχολούμαστε εμείς όλοι, κοινωνία, ΜΜΕ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τελικά και η ίδια η κυβέρνηση μαζί; Με τον ΠΑΟΚ. Όχι με τον ιδιοκτήτη της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, Ιβάν Σαββίδη, ή με τις επιχειρήσεις του… Επί της ουσίας δεν ασχολούμαστε καν με την κόντρα που έχει με τον ιδιοκτήτη του Ολυμπιακού… Ασχολούμαστε με τον ΠΑΟΚ, μόνο, και ειδικά με το πώς θα γίνει να μην πέσει κατηγορία στο ποδόσφαιρο, γιατί έτσι «θα χωριστεί η Ελλάδα στα δύο».
Για να πιάσουμε το θέμα από την αρχή του, η πληγή που λέγεται αθλητικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης (είναι δύσκολο για κάποιον που δεν ζει στη Θεσσαλονίκη και δεν ακούει τακτικά τους αθλητικούς σταθμούς της να καταλάβει την επιρροή τους στην κοινωνία της) από την αρχή της οικονομικής κρίσης έχει βάλει μέσα στον ίδιο κουβά το ποδόσφαιρο, τον εθνικισμό σε όλες του τις εκφάνσεις και την αδικία της Αθήνας σε βάρος της Θεσσαλονίκης, και τα ανακατεύει εδώ και μία δεκαετία με την κουτάλα του φανατισμού, προσθέτοντας το αλατοπίπερο της υπερβολής και της συνωμοσιολογίας.
Αυτά τα συστατικά ήρθαν και έπηξαν σε μία μάζα που λέγεται «πρωτάθλημα στον ΠΑΟΚ», η οποία το μόνο που περίμενε ήταν τον μεσσία που θα της δώσει διακριτή μορφή. Ο μεσσίας ήρθε και τώρα που ο ΠΑΟΚ θίγεται, πολλοί Βορειοελλαδίτες έχουν πειστεί ότι μαζί του θίγονται και όλα τα υπόλοιπα μες στον κουβά: η πατρίδα, η θρησκεία, ο Πόντος, η αγορά της Θεσσαλονίκης, η επαρχία της Μακεδονίας κ.α.
Στο μεταξύ, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη ο πολύς κόσμος δεν δίνει δεκάρα για τις δυσκολίες που συναντά ένας επιχειρηματίας, πολύ δε περισσότερο ένας εύρωστος επενδυτής… Δεν θα ασχολιόταν, λοιπόν, κανένας σοβαρά με την κόντρα δύο ιδιωτών ή με το κράτος των Αθηνών που πολεμά τον Ι. Σαββίδη, αν δεν υπήρχε μέσα σε όλα αυτά και ο ΠΑΟΚ. Κι ενώ δεν υφίσταται κάτι το μεμπτό στο να συνδέεται ο ΠΑΟΚ με την οικονομική ευμάρεια της Β. Ελλάδας (ο ιδιοκτήτης του άλλωστε έχει πολυδιάστατη επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα μας), γεγονός παραμένει ότι το κλίμα είναι πολεμικό μόνο λόγω ποδοσφαίρου. Και αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα.
Η επίδραση του ποδοσφαίρου στα πολιτικά πράγματα της Β. Ελλάδας φάνηκε επίσης περίτρανα στην περίπτωση της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού Θεσσαλονίκης. Οι αντιδράσεις που συνάντησε αρχικά αυτή η ιδιωτικοποίηση ήταν η κλασική ελληνική αντίδραση κατά των ιδιωτικοποιήσεων, μέχρι που ακούστηκε το όνομα του Σαββίδη μεταξύ των επενδυτών. Μετά από αυτό, όλα καλά. Το «ξεπούλημα του λιμανιού», έγινε ένα πανηγυρικό «ο ιδιοκτήτης του ΠΑΟΚ παίρνει το λιμάνι». Όταν επικρατεί αυτή η ποδοσφαιρική οπτική περίπου σε όλα τα σοβαρά θέματα, από το «Μακεδονικό» μέχρι τις ιδιωτικοποιήσεις, έχει σημασία, αλήθεια, αν ο ΠΑΟΚ αδικείται ή όχι; Μιλάμε για μία ποδοσφαιρική ομάδα…
Τα γράφουμε όλα αυτά γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το πρόβλημα δεν είναι «παοκτσίδικο». Δεν πάνε, άλλωστε, πολλά χρόνια από τότε που ξεσηκώνονταν οι βουλευτές του Πειραιά για να μην τιμωρηθεί ο Ολυμπιακός για επεισόδια οπαδών του σε αγώνα με τον Πανιώνιο. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να σταματήσει αυτή η γελοιότητα.
Δεν πέρασε η χώρα μία δεκαετία οδυνηρής κρίσης για να ξοδεύει πόρους, ενέργεια και πολιτικό κεφάλαιο στο ποδόσφαιρο. Δεν κόπηκαν οι συντάξεις και μειώθηκαν οι μισθοί για να πάρει ο ΠΑΟΚ το πρωτάθλημα ούτε για να γίνει η Super League πιο δίκαιη. Το αντίθετο έγινε: Η ελληνική κοινωνία πέρασε δύσκολα ώστε να μάθει να ξεχωρίζει τα σημαντικά από τα ασήμαντα. Να κάνει δηλαδή οικονομία, με όλη τη σημασία της λέξης. Πιο συγκεκριμένα, το ποδόσφαιρο πρέπει να αφεθεί στην τύχη του, μέχρι να μάθει να προσφέρει τόσο στην κοινωνία όσο και στα δημόσια ταμεία περισσότερα από όσα τους παίρνει.
Κάποιοι λένε πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, γιατί το πολιτικό κόστος θα είναι πολύ μεγάλο. Η απάντηση σε αυτό είναι πως σε μία χώρα που έχουν υπογραφεί τρία μνημόνια, ναι, μπορεί κι ας έχει και κόστος. Αν, τώρα, οδηγήσει και στο να χωριστεί η Ελλάδα στα δύο… Συγγνώμη, αλλά αν φτάσουμε ως εκεί για το ποδόσφαιρο, ό,τι και να μας συμβεί θα το αξίζουμε.