“Απαρέγκλιτη” και “απερίφραστη” η βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να συνεχιστεί η τευτλοκαλλιέργεια στην Ελλάδα το 2020, δήλωσε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Την “απαρέγκλιτη” και “απερίφραστη” βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να συνεχιστεί η τευτλοκαλλιέργεια στην Ελλάδα το 2020, υπογράμμισε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Σκρέκας, σημειώνοντας ότι ήδη αναζητούνται οι λύσεις εκείνες, που “έστω και στο πέντε, έστω και στο είκοσι” θα οδηγήσουν στον περιορισμό της μεγάλης φετινής ζημιάς για τους Έλληνες καλλιεργητές τεύτλων, οι οποίοι δεν έχουν που να παραδώσουν την παραγωγή τους, ελέω της μη λειτουργίας της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ) που βρίσκεται σε προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 106β.
Επισήμανε ότι ήδη τα αρμόδια στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης- υπουργεία Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων- βρίσκονται σε επαφές και με τον πιστωτή της ΕΒΖ, “ ώστε όταν ολοκληρωθεί η προπτωχευτική διαδικασία, το άρθρο 106β, να βρεθεί κάποιος οικονομικά εύρωστος σοβαρός επενδυτής, που θα μπορέσει να λειτουργήσει τα εργοστάσια ή το εργοστάσιο της βιομηχανίας και να συνεχιστεί η παραγωγή ζάχαρης στη χώρα μας και να μην εισάγουμε το 100% από το εξωτερικό, όπως θα γίνει εάν δεν λειτουργήσει η βιομηχανία”.
Ειδικότερα, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM», ο κ. Σκρέκας επισήμανε: “Παραλάβαμε δυστυχώς την ΕΒΖ από την προηγούμενη κυβέρνηση σε προ πτωχευτική διαδικασία στο άρθρο 106β. Πρόκειται για μια εταιρεία στην οποία έχει μπει λουκέτο. Αυτή τη στιγμή δεν έχει καμία επιχειρηματική δραστηριότητα”.
Υπογραμμίζοντας ότι η προηγούμενη κυβέρνηση “απέκρυψε όλο αυτό που σκόπευε να κάνει στους τευτλοπαραγωγούς”, ο κ. Σκρέκας υποστήριξε ότι “οι Έλληνες καλλιεργητές τεύτλων παραπλανήθηκαν και προχώρησαν σε παραγωγή, χωρίς όμως να έχουν συμβάσεις αγοράς στα χέρια τους από την ΕΒΖ, η οποία και σήμερα δεν μπορεί να τους τα παρέχει. Η προηγούμενη κυβέρνηση δεν προνόησε να ορίσει το ποιος θα παραλάβει την φετινή παραγωγή, ούτε διασφάλισε ποιο θα είναι το μέλλον της παραγωγής ζάχαρης στη χώρα μας με έναν τρόπο βιώσιμο, και που θα καταστήσει την καλλιέργεια διαρκή και σημαντική, ώστε να μπορούν οι αγρότες να αποκομίζουν το όφελος και να παραμένουν στα χωράφια τους”.
Εξηγώντας ότι ενώ στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης δήλωναν ότι το θέμα με την ΕΒΖ θα έβρισκε το δρόμο του εντός του 2019, ωστόσο “αφήσανε το όλο θέμα στο έλεος του θεού. Σήμερα που μιλάμε έχουμε παραγωγούς που καλλιεργούν τεύτλα, δεν έχουν πού να δώσουν την παραγωγή τους, ώστε να έχουν έσοδα και να ζήσουν, ενώ χάνουν και τη συνδεδεμένη (ενίσχυση). Μιλάμε για πολύ μεγάλη καταστροφή”.
Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε: “Εμείς προσπαθούμε να περιορίσουμε όσο μπορούμε τη ζημιά, να βρούμε λύσεις εάν υπάρχουν, και σε αυτή τη διαδικασία είμαστε σε συνεργασία με το υπουργείο Ανάπτυξης και τον αρμόδιο υπουργό, Άδωνι Γεωργιάδη, που είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος και εποπτεύων της ΕΒΖ και βρισκόμαστε σε επαφές και με άλλους παράγοντες της αγοράς, ώστε να βρούμε μια λύση και έστω και στο και πέντε και στο και είκοσι, για περιοριστεί η ζημιά για τους τευτλοπαραγωγούς”.
Για το μέλλον της τευτλοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, επισήμανε ότι “το πρώτο που κάναμε είναι να ενημερώσουμε την ΕΕ και το αρμόδιο κοινοτικό όργανο ότι η Ελλάδα επιθυμεί και το 2020 να υπάρχει τευτλοκαλλιέργεια στην Ελλάδα και για αυτό ζητήσαμε και πάλι τη συνδεδεμένη, ώστε να τη δώσουμε στους τευτλοπαραγωγούς”.
Στο πλαίσιο αυτό σημείωσε: “Αυτό δηλώνει απαρέγκλιτα και απερίφραστα τη θέλησή μας να υπάρχει τευτλοκαλλιέργεια στην Ελλάδα και από εκεί και πέρα είμαστε σε επαφές με το υπουργείο Ανάπτυξης και την Τάπεζα Πειραιώς, έτσι ώστε όταν ολοκληρωθεί η προπτωχευτική διαδικασία, το άρθρο 106β, να βρεθεί κάποιος οικονομικά εύρωστος σοβαρός επενδυτής, που θα μπορέσει να λειτουργήσει τα εργοστάσια ή το εργοστάσιο της ΕΒΖ, ώστε να συνεχίσει η παραγωγή ζάχαρης στη χώρα μας και να μην εισάγουμε το 100% από το εξωτερικό, όπως θα γίνει εάν δεν λειτουργήσει η βιομηχανία. Αυτό είναι που προσπαθούμε, αυτή είναι η πολιτική βούληση της ελληνικής κυβέρνησης και προς τα εκεί εστιάζουμε όλες μας τις προσπάθειες”.
Εντός του 2019 το νέο πλαίσιο για τα συνεργατικά σχήματα
Εντός του 2019 πρόκειται να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τα συνεργατικά σχήματα στο πρωτογενή τομέα γενικά, επισήμανε ο κ. Σκρέκας, εξηγώντας ότι “αυτό θα αφορά σε ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο για οποιαδήποτε σχήματα που απαιτούνται, ώστε να φέρουν κοντά όσους έχουν κοινούς στόχους, ανάγκες και ενδιαφέροντα και να αντιμετωπίσουν έτσι τον παγκόσμιο ανταγωνισμό”.
Λέγοντας “θέλουμε συνεργασίες με διαφάνεια, με διασφάλιση νομιμότητας και δικαίου και με έναν τρόπο που όλοι θα αισθάνονται ότι συμμετέχουν στο συνεργατικό σχήμα και θα απολαμβάνουν της οικονομίας κλίμακας και τις ευεργεσίες που προσφέρει μια τέτοια διαδικασία σε ό,τι αφορά αγορά εφοδίων, σπόρων, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα προώθησης των προϊόντων στις αγορές εντός και εκτός ελληνικών συνόρων”, ο κ. Σκρέκας είπε χαρακτηριστικά: “ένα καλάμι σπάει εύκολα, τα πολλά καλάμια δεν σπάνε”.
Ελαφρύνσεις και μείωση κόστους παραγωγής
“Για τις ομάδες παραγωγών ο φορολογικός συντελεστής θα πέσει στο 10%”, επισήμανε ο κ. Σκρέκας, προσθέτοντας “δεν φτάνει βέβαια μόνο αυτό, θα πρέπει να γίνουν και άλλα πράγματα. Θα γίνουν και άλλες ενέργειες μέσω της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής), ώστε να δοθούν κίνητρα και να συνεργαστούν οι αγρότες μεταξύ τους”. Έσπευσε δε να τονίσει:“Δεν έχουμε αυταπάτες, ξέρουμε ότι θα πάρει χρόνο να κερδηθεί το προαναφερόμενο στοίχημα και η Πολιτεία πρέπει να είναι αρωγός και να επικοινωνήσει και ενημερώσει τους αγρότες για το τι γίνεται και σε παγκόσμιο επίπεδο”.
Διερωτώμενος εάν μπορεί ο Έλληνας αγρότης και κτηνοτρόφος να συνεχίσει να είναι ανταγωνιστικός στον παγκόσμιο χάρτη με το κόστος παραγωγής που τον βαραίνει, ο κ. Σκρέκας τόνισε: “Τι έχει γίνει τέσσερα χρόνια; Δεν έγινε τίποτα σε ό,τι αφορά για παράδειγμα τη χρήση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) για μόνιμη μείωση του κόστους ενέργειας και για τη μείωση ή εξάλειψη εάν είναι δυνατόν του αποτυπώματος άνθρακα που έχουν οι καλλιεργητές. Τι γίνεται με τα επιφανειακά ύδατα; Πώς είναι δυνατόν να έχουν φέρει, και να κρέμεται πάνω από το κεφάλι των Ελλήνων αγροτών σήμερα που μιλάμε, η απειλή για την επιβολή περιβαλλοντικού τέλους για το νερό που χρησιμοποιούν και μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 17 ευρώ ανά στρέμμα στην περιοχή της Θεσσαλίας; Αυτή η απειλή είναι επειδή δεν έγινε τίποτα τέσσερα χρόνια. Θα έπρεπε να έχει γίνει ένας προγραμματισμός και ένα σχέδιο για να διαχειριζόμαστε τα επιφανειακά ύδατα ή τα νερά που χάνονται στη θάλασσα σήμερα και με αυτά να μπορέσουμε να τα οδηγήσουμε με κλειστά αρδευτικά δίκτυα στα χωράφια, για να μπορούν οι Έλληνες αγρότες να τα ποτίζουν, χωρίς να αντλούν νερό από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα και να προκαλούν αυτή την τεράστια περιβαλλοντική ζημιά, αλλά και να έχουν αυτό το πολύ αυξημένο κόστος άρδευσης”.
Στο πλαίσιο αυτό, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων επισήμανε πως “όλα αυτά πρέπει να τα βάλουμε σε έναν δρόμο άμεσα και πάνω εκεί δουλεύουμε” και γνωστοποίησε ότι “ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του βρόχινου νερού, των επιφανειακών υδάτων, που αποτελεί μια από τις βασικές μας προτεραιότητες, δουλεύουμε ώστε να δημιουργήσουμε συνθήκες μόνιμης μείωσης κόστους άρδευσης και άμεσα να ξεκινήσει έτσι και η διαδικασία αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημιάς που έχει γίνει. Τα προβλήματα είναι πολλά και μεγάλα και πρέπει άμεσα να ληφθούν οι απαραίτητες πολιτικές δράσεις για να δώσουμε μόνιμες λύσεις”.
Για την εξωστρέφεια των ελληνικών προϊόντων, ο κ. Σκρέκας επισήμανε ότι αποτελεί μονόδρομο η προώθησή τους στις αγορές του εξωτερικού και επισήμανε: “χρειάζεται να διασφαλίσουμε την ποιοτική παραγωγή των προϊόντων, να γίνεται η τυποποίηση με τον τρόπο εκείνο που θα μπορούμε να τα διαθέσουμε, να το επικοινωνήσουμε έξω και να διασφαλίσουμε ότι η εφοδιαστική αλυσίδα θα διέπεται μέσα από κανόνες ισονομίας και να μην υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν θα έχουμε το τεράστιο πρόβλημα των ελληνοποιήσεων και την παραπλάνηση του καταναλωτή. Πρόκειται για ένα τεράστιο πρόβλημα που πρέπει άμεσα να το αντιμετωπίσουμε”.
Τη συνέντευξη πήραν οι Σοφία Παπαδοπούλου και Κώστας Παπαδάκης ΑΠΕ-ΜΠΕ