Ο λαϊκισμός, μεταξύ άλλων, στοχεύει στα κατώτατα ένστικτα του εκλογικού σώματος αλλά και στο πολιτικό και κοινωνικό αναλφαβητισμό της κοινωνίας. Θεωρεί, επιπλέον, ότι με φρασεολογία καφενείου και μερικά ξεροκόμματα ως παροχές ή προσδοκίες, γητεύει το ακροατήριό του που μαζεύει ότι έχει ευχαρίστηση ο λαϊκιστής κι ανερμάτιστος πολιτικάντης.
Ο Αλέξης Τσίπρας, μέγιστος των μεγίστων του λαϊκισμού, μοιράζει μεν σανό στην κοινωνία αλλά ταυτοχρόνως προχωρά βήμα –βήμα τον σχεδιασμό του. Λέει ότι μας έβγαλε από τα μνημόνια (ασχέτως αν μόλις προχθές έφυγε η τρόικα από την τελευταία επίσκεψή της), λέει ότι πολεμά τη διαφθορά (ασχέτως αν μόλις χθες η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας ανέφερε ότι η διαφθορά μεγάλωσε στην Ελλάδα και η χώρα μας κατατάσσεται στην προτελευταία θέση της Ευρώπης σε επίπεδα διαφθοράς), λέει ότι η οικονομία είναι το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησής του (ασχέτως αν όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει κι η Ελλάδα έχει ακόμη capital controls), αλλά υπέγραψε και τις Πρέσπες, όπως είχε δεσμευθεί στους πάλαι ποτ΄ς φονιάδες των λαών!
Τώρα, αφού διέλυσε πρώτα τους πάντες και τα πάντα, προχωρά στην… κοινωνική του πολιτική.
Αύξησε (δήθεν) τον κατώτατο μισθό με τα χρήματα των ιδιωτών επιχειρηματιών, θα βρει τρόπο να μπερδέψει με τις 120 τρόπους, θα εξαγγείλει (πάλι) προσλήψεις στο δημόσιο για να καταστήσει αιχμάλωτες εκλογικές μάζες, θα προχωρήσει σε συναλλαγή με παππάδες και τσιφλικούχο-δεσποτάδες, θα καμωθεί ότι… εκδημοκράτισε το σύνταγμα (και πάντως το προσπάθησε στο πλαίσιο της λαϊκίστικης του αντίληψης περί Δημοκρατίας…), θα συνεχίσει ν’ αποδομεί ότι απέμεινε από τα μικρά κόμματα και να εμπορεύεται τα υλικά κατεδάφισης.
Κι ύστερα θα πάει σε εκλογές.
Τι κι αν ακόμη κι ένας απλός γνώστης των πραγμάτων αποδεικνύει ότι ή «αύξηση» που ανήγγειλε στο υπουργικό συμβούλιο (καταχειροκροτούμενος σαν τα παλιά σοβιέτ) αποτελεί νόμο των… σαμαροβενιζέλων κι έπρεπε να είχε δωθεί εδώ και τρία χρόνια;
Τι κι αν ακόμη κι ένας απλός λογιστής καταδεικνύει ότι από την όποια αύξηση δίνεται στον κατώτατο μισθό, οι «κατώτατοι» δεν θα βάλλουν σχεδόν τίποτα στην τσέπη; Αφού από το ποσό που αναγγέλθηκε, κρατήσεις και φόροι (ιδίως με την μείωση του αφορολόγητου σε 10 μήνες…) δεν αποκλείεται τελικά να… χάσουν κι’ όλας; Ας πούμε, με την αύξηση, κάποιοι που σήμερα δεν πληρώνουν φορολογία εισοδήματος, από 1/1/2020 θα πληρώσουν κάνα 700αρι! Από τα 1000 που θεωρητικά θα πάρουν…
Και το… colpo grosso: τις «αυξήσεις» που αποφάσισε το κράτος (αντί να επιτρέψει τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις των συλλογικών συμβάσεων, όπως επιμένουν τα συνδικάτα-και ισχύει σ’ ολόκληρη την Ευρώπη…), δεν θα τις… πληρώσει ο δημόσιος κορβανάς, αλλά οι ιδιώτες εργοδότες! Μ’ ότι αυτό συνεπάγεται για μια οικονομία τελματωμένη, με αρνητική παραγωγικότητα.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Τα χρήματα που θα δώσουν οι ιδιώτες εργοδότες, στο μεγαλύτερο μέρος τους θα… πάνε στα δημόσια ταμεία, μέσω φόρων και εισφορών, και κατά ένα μεγάλο μέρος θα… χρηματοδοτήσουν τις προσλήψεις που σχεδιάζει στο δημόσιο η κυβέρνηση!
Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια!
Που ποντάρει ο λαϊκισμός; Στο ότι οι πολίτες ξεχνούν. Κι ότι μέχρι να καταλάβουν τον τελικό απολογισμό των «αυξήσεων», με τις φορολογικές δηλώσεις στο πρώτο τρίμηνο του 2020, θα έχουν γίνει οι εκλογές, με τον Αλέξη Τσίπρα να προβάλλεται ως …ευαίσθητος – φιλολαϊκός ηγέτης. Μετά τις κάλπες, τρέχα γύρευε…
Η ιστορία είναι καλά αμπαλαρισμένη. Το χαρτί περιτυλίγματος είναι φανταχτερό. Και δημιουργεί πρόσκαιρες εντυπώσεις ικανοποίησης και προσδοκίες εκλογικής «ευγνωμοσύνης» από πλευράς χαμηλόμισθων του ιδιωτικού τομέα.
Από την άλλη πλευρά η αντιπολίτευση εγκλωβίζεται. Τι να πει; Να πει «όχι» στις αυξήσεις»; Πώς να το πει σε μια κατηγορία ανθρώπων που ακόμη και τα δέκα ευρώ είναι απαραίτητα στον μηνιαίο προϋπολογισμό τους;
Πώς να πει «όχι» σε ανθρώπους φτωχούς που είναι απολύτως εξαρτημένοι από τα εφάπαξ επιδόματα ή τα χαρτζιλίκια;
Πώς να πει σε ανθρώπους πολιτικά και οικονομικά αναλφάβητους ότι αυτή η αύξηση μπορεί να δημιουργήσει περισσότερους από 100 χιλιάδες νέους ανέργους ή ότι πραγματική αύξηση και δουλειά θα λάβουν μόνο αν αλλάξουν τα δεδομένα της οικονομίας που θα επιτρέψουν ανάπτυξη; Κι αυτό χρειάζεται χρόνο;
Πώς να πει η αντιπολίτευση «όχι» στις προσλήψεις που στήνονται στο δημόσιο ή να πλειοδοτήσει σε υποσχέσεις που γνωρίζει ότι δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν;
Πώς να πει στον οικονομικά και πολιτικά αναλφάβητο που είναι εύκολος ρέκτης του λαϊκισμού ότι κι αυτή ακόμη η έξοδος στις αγορές ήταν αντάλλαγμα υπογραφής σε εθνικό θέμα και δη για πενταετές κι όχι δεκαετές ομόλογο (για όσους καταλαβαίνουν τη διαφορά);
Πώς να πει ότι στις αγορές του πενταετούς βγήκαμε με επιτόκιο 3,6%, όταν η Πορτογαλία το αντίστοιχο το παίρνει με επιτόκιο δέκα φορές χαμηλότερο;
Ποια είναι η ουσία; Ότι ο λαϊκισμός στοχεύει στον εν απογνώσει πολίτη/ψηφοφόρο.
Τον ψηφοφόρο του δωσ’ ημίν σήμερον…
Το δε ερώτημα που προκύπτει είναι αν οι πολιτικά/οικονομικά αναλφάβητοι συμπολίτες μας, μπορούν να κατανοήσουν τις αλήθειες και την πραγματικότητα. Ή αν μοιραίοι κι άβουλοι συνεχίσουμε να προσμένουμε θαύματα…
Κι επειδή θαύματα δεν υπάρχουν, δυστυχώς, έχουμε μπλέξει άγρια…