Κυρίες και Κύριοι Υπουργοί, η σημερινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου θα έλεγα ότι είναι ιδιαίτερη και μάλιστα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Είναι η πρώτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου μετά την επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου στην κυβέρνησή μας. Και αυτό είναι, βεβαίως, από μόνο του ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός.
Η πλειοψηφία των βουλευτών έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στη κυβέρνηση να προχωρήσει και να ολοκληρώσει ένα εξαιρετικά σημαντικό για τον ελληνικό λαό, αλλά και για τη χώρα έργο με ορίζοντα πια καθαρό, που είναι το τέλος της συνταγματικά προβλεπόμενης θητείας της κυβέρνησης, δηλαδή το φθινόπωρο του 2019.
‘Έδωσαν οι βουλευτές ψήφο εμπιστοσύνης, αναγνωρίζοντας ότι η χώρα, αλλά και η οικονομία έχουν ανάγκη το επόμενο διάστημα από πολιτική σταθερότητα. Αναγνωρίζοντας, ταυτόχρονα, ότι οι μεγάλες θεσμικές και κοινωνικές τομές που έχουμε μπροστά μας, πρέπει να υλοποιηθούν από μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει ότι μπορεί και ξέρει πώς να τις υλοποιήσει.
Από τη κυβέρνηση που κατάφερε να οδηγήσει τη χώρα έξω από το καθεστώς των μνημονίων.
Από τη κυβέρνηση που κατάφερε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και τη σταθερότητα στην ελληνική οικονομία.
Από τη κυβέρνηση που κατάφερε να ρυθμίσει το δημόσιο χρέος, καθιστώντας το βιώσιμο και να δημιουργήσει τους όρους για την ομαλή αναχρηματοδότησή του.
Και ειρήσθω εν παρόδω να σας ενημερώσω ότι σήμερα ανακοινώθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους ότι η Ελλάδα εκκίνησε τη διαδικασία έκδοσης νέου πενταετούς ομολόγου στις αγορές χρήματος.
Και η εξέλιξη αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί κατεδαφίζει άλλο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, άλλο ένα από τα ψευδοεπιχειρήματα της αντιπολίτευσης σχετικά με τις δυνατότητες της χώρας να έχει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος.
Και υπενθυμίζει αυτή η εξέλιξη ότι η Ελλάδα και η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει το θέμα του δανεισμού με όρους επικοινωνιακούς, αλλά αντιμετωπίζουμε αυτό το κρίσιμο θέμα με σχέδιο και με τη σοβαρότητα και την τεχνική αρτιότητα που αρμόζει.
Η κυβέρνησή μας συνεχίζει, λοιπόν. Και συνεχίζει με αποφασιστικότητα και με επιμονή. Με στοχοπροσήλωση και σκληρή δουλειά, συνεχίζει το έργο της ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, με βασικό προσανατολισμό το όραμά μας, αυτό που ονομάζουμε «δίκαιη ανάπτυξη», γιατί αυτό είναι το όραμά μας.
Στόχος μας είναι τον Οκτώβριο του 2019 οι Έλληνες πολίτες να μπορούν πολύ ξεκάθαρα να συγκρίνουν και να κρίνουν. Να συγκρίνουν την Ελλάδα του σήμερα με τη χώρα που μας παρέδωσαν οι κυβερνήσεις του παλιού πολιτικού συστήματος, τέσσερα χρόνια πριν.
Και όλοι, ήδη, πιστεύω ότι έχουν αρχίσει να κατανοούν, να βλέπουν ότι η Ελλάδα είναι πια μια διαφορετική χώρα. Μια χώρα στην οποία δημιουργούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις να αφήσουμε οριστικά την κρίση και τις αιτίες που δημιούργησαν την κρίση πίσω μας.
Να αφήσουμε πίσω την Ελλάδα της παρακμής, του εκφυλισμού, της χρεοκοπίας και να οικοδομήσουμε μια χώρα δυναμική, με αυτοπεποίθηση. Μια χώρα που θα στηρίζεται πια στα δικά της πόδια και στις δικές της δυνάμεις.
Μια χώρα πρωταγωνίστρια στην ευρύτερη περιοχή, στα Βαλκάνια, στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά και στην Ευρώπη
Η σημερινή συνεδρίαση, όμως, είναι ιδιαίτερη και επειδή λαμβάνει χώρα λίγα μόνο 24ωρα μετά την κύρωση από τη μεριά του Ελληνικού Κοινοβουλίου μιας ιστορικής Συμφωνίας, της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Πρόκειται για ένα πολιτικό γεγονός, ιστορικό, που σηματοδοτεί πάρα πολλά. Πρώτα απ΄ όλα, την επίλυση μιας ιστορικής εκκρεμότητας με τους γείτονές μας, με τη Βόρεια Μακεδονία.
Σηματοδοτεί, όμως, και το πέρασμα σε μια νέα εποχή συνεργασίας, αλληλεγγύης και φιλίας στα Βαλκάνια, αλλά και την ήττα του εθνικισμού, των εθνικισμών –θα έλεγα- και από τις δύο πλευρές, που είναι την ίδια στιγμή η νίκη των δυνάμεων εκείνων που δεν έχουν σκοπό να αφήσουν το μέλλον των δύο λαών στους πατριδοκάπηλους και στους εμπόρους του μίσους.
Επιτρέψτε μου, όμως, να πω ότι δεν είναι σήμερα μόνο ο λόγος της ιστορικότητας της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου η ψήφος εμπιστοσύνης, αλλά και η κύρωση της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών.
Ούτε μόνο, το ότι συμπίπτει με την απόφαση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να εκδώσει πενταετές ομόλογο. Δεν είναι αυτοί οι λόγοι μόνο που καθιστούν σημαντική τη σημερινή συνεδρίαση. Υπάρχει και ένας ακόμα λόγος.
Είναι το γεγονός ότι η ημερήσια διάταξη του Υπουργικού Συμβουλίου σήμερα, όλοι γνωρίζετε, έχει να κάνει με ένα θέμα που ακουμπά στον πυρήνα του πολιτικού μας σχεδίου, που ακουμπά στον πυρήνα των στρατηγικών μας επιδιώξεων και στοχεύσεων, αλλά κυρίως –θα έλεγα- ότι ακουμπά και στον πυρήνα του κοινωνικού ζητήματος και των κοινωνικών αντιθέσεων. Πρόκειται για το ζήτημα του μισθού, του κατώτατου μισθού.
Από την πρώτη στιγμή της δικής μας διακυβέρνησης, είχαμε επισημάνει την κομβική σημασία που έχει για εμάς, για τις αναλύσεις μας, αλλά και για το σχέδιό μας, ο μισθός.
Είχαμε επισημάνει ότι η στρατηγική της δίκαιης ανάπτυξης και ο στρατηγικός στόχος περιορισμού των ανισοτήτων περνά μέσα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, από την ενίσχυση της μισθωτής εργασίας, από την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.
Μετά, λοιπόν, την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής και μετά την έξοδο της χώρας από το καθεστώς των μνημονίων, έχουμε πλέον τη δυνατότητα με ασφάλεια να προχωρήσουμε στην υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, που δίνουν σάρκα και οστά σε αυτές τις στρατηγικές μας στοχεύσεις.
Ήδη, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, η κυβέρνησή μας έχει σημειώσει πολύ σημαντικές επιτυχίες στο πεδίο της αγοράς εργασίας. Και θα ήθελα να αναφερθώ λίγο σε αυτές τις επιτυχίες, διότι πιστεύω ότι η σημερινή μας πρωτοβουλία έρχεται ως επιστέγασμα μιας ολόκληρης προσπάθειας. Δεν είναι ένα πυροτέχνημα.
Πρώτα απ΄ όλα, με τις εντατικές προσπάθειες του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, αλλά και με σειρά στοχευμένων νομοθετημάτων, καταφέραμε να αλλάξουμε την εικόνα και να μειώσουμε δραστικά τη μαύρη εργασία στη χώρα μας, που βρισκόταν το 2014 στο 20% και σήμερα, με στοιχεία που αφορούν το 2018, την περασμένη χρονιά, από το 20% έχει μειωθεί στο 9%. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική μείωση.
Έχουμε ακόμα δουλειά να κάνουμε, αλλά μας κατατάσσει στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.. Και είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι αυτό το καταφέραμε μέσα σε δύσκολες συνθήκες και είναι αποτέλεσμα μιας στοχοπροσηλωμένης, εντατικής, σκληρής δουλειάς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας.
Άρα, λοιπόν, όσοι νομίζουν ή πιστεύουν ότι δεν μπορούμε να έχουμε αποτελέσματα όταν εργαζόμαστε στοχοπροσηλωμένα, διαψεύδονται. Μπορούμε να έχουμε αποτελέσματα, σημαντικά αποτελέσματα.
Μπορούμε να μετατρέψουμε την εργασιακή ζούγκλα που παραλάβαμε σε μια κατάσταση όπου μπορεί να συγκρίνεται με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, σε μια κατάσταση κανονικότητας. Γιατί αυτός είναι ο στόχος μας.
Όχι απλώς, θα έλεγα, να κάνουμε την Ελλάδα μια κανονική χώρα, αλλά να την κάνουμε και μια χώρα πρότυπο σεβασμού των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας.
Το δεύτερο που θέλω να επισημάνω είναι ότι έχουμε επαναφέρει το καθεστώς προστασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που ήταν ένας από τους βασικούς μας στόχους, δημιουργώντας ένα θεσμικό πλαίσιο που, όχι μόνο έχει οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών μέχρι σήμερα για 100.000 εργαζόμενους, αλλά και λειτουργεί ως κίνητρο για την οργάνωση των εργαζομένων και την ενίσχυση των διαπραγματευτικών τους δυνατοτήτων.
Και η τρίτη εξίσου σημαντική, αν όχι σημαντικότερη επιτυχία είναι αυτή που αφορά τη μείωση της ανεργίας, από το 27% περίπου το 2014, έχουμε σήμερα, τη χρονιά που μας πέρασε, το 18,3%, που αντιστοιχεί αυτή η μείωση από το 27% στο 18% σε δημιουργία 350 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας από τη στιγμή που αναλάβαμε, πράγμα το οποίο, κατά την άποψή μου, είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Σήμερα, όμως, πιστεύω ότι ως επιστέγασμα όλων αυτών των σημαντικών επιτυχιών στο χώρο της εργασίας και της πολύ σημαντικής δουλειάς, αλλά κυρίως, και ως επιστέγασμα της ανάκαμψης της οικονομίας και της επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, είμαστε πιστεύω σε θέση να προχωρήσουμε και σε ένα ακόμη πολύ μεγάλο βήμα.
Να προχωρήσουμε σε μια εμβληματική για τον κόσμο της εργασίας πρωτοβουλία, που θα έχει πολλαπλές ευεργετικές συνέπειες, σε ό,τι αφορά τον περιορισμό των ανισοτήτων, σε ό,τι αφορά την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, που θα μεταφραστεί άμεσα σε τόνωση της ζήτησης, άρα τόνωση της πραγματικής οικονομίας.
Διότι, πρόκειται για τους εργαζόμενους που παίρνουν τον κατώτατο μισθό. Άρα, το εισόδημά τους δεν το κρατάνε, το σπαταλάνε, το ξοδεύουν για να ζήσουν οι άνθρωποι. Αλλά πρόκειται για τις μισθωτές εκείνες κατηγορίες που αυτή την αύξηση θα τη δώσουν άμεσα στην πραγματική οικονομία.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, και την τόνωση της ανάπτυξης, ως συνεπακόλουθο της τόνωσης της ενεργούς ζήτησης και βεβαίως, σε ό,τι αφορά και στην αυτοπεποίθηση των μισθωτών στρωμάτων της δυνατότητας που έχουν να διεκδικούν, να παλεύουν, να αγωνίζονται, κάτι το οποίο, κατά τη δική μας εκτίμηση, είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Προχωρούμε, λοιπόν, σήμερα, μετά την προβλεπόμενη διαδικασία, που κράτησε αρκετό χρονικό διάστημα, τον διάλογο με τους κοινωνικούς φορείς, με τους εμπειρογνώμονες, προχωρούμε τόσο στην αύξηση του κατώτατου μισθού, όσο όμως, και στην κατάργηση του λεγόμενου «υποκατώτατου μισθού» που αφορά μέχρι σήμερα τους νέους ανθρώπους κάτω από 25 ετών, τους νέους εργαζόμενους.
Κατά την προσωπική μου άποψη, ενός απαράδεκτου θεσμού, που δημιούργησε εργαζόμενους δύο ταχυτήτων, χωρίς να προσφέρει απολύτως τίποτα στη μάχη για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Σας καλώ, λοιπόν, κυρίες και κύριοι υπουργοί, σήμερα, μετά από 10 ολόκληρα χρόνια μειώσεων μισθών, 10 ολόκληρα χρόνια μειώσεων μισθών, να προβούμε σε ένα βήμα, εγώ θα έλεγα σε ένα ακόμη βήμα ιστορικής σημασίας.
Διότι, αυτή η κυβέρνηση, έχει αποδείξει ότι κατάφερε να προβεί σε πολλά ιστορικά βήματα. Ένα ακόμη ιστορικό βήμα, λοιπόν, θα είναι η σημερινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση της υπουργού Εργασίας, έτσι όπως προβλέπει ο Νόμος, που αφορά την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και την αναδιαμόρφωση του κατώτατου μισθού.
Σας καλώ, λοιπόν, να εγκρίνεται την πρότασή μου να διαμορφωθεί πλέον ο κατώτατος μισθός στο ύψος των 650 ευρώ, μηνιαίως. Από την αντίδρασή σας, αντιλαμβάνομαι ότι η έκκλησή μου γίνεται αποδεκτή και εγκρίνεται.
Θέλω να πω όμως, ότι πρόκειται για μια κίνηση με ιδιαίτερο συμβολισμό, αλλά όχι μόνο με ιδιαίτερο συμβολισμό. Να θυμίσω ότι οι εργαζόμενοι κάτω των 25 ετών είχαν ως υποκατώτατο μισθό 510 ευρώ, ενώ οι εργαζόμενοι με τον κατώτατο μισθό, 586 ευρώ. Από τον επόμενο μήνα, το Φλεβάρη, εφόσον γίνει δεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο αυτή η πρόταση, όλοι τους θα έχουν ως κατώτατο μισθό τα 650 ευρώ.
Εγώ, από την πλευρά μου νομίζω, ότι αυτή είναι μια κίνηση που είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για τον κόσμο της εργασίας που έχει υποφέρει.
Για όλους εκείνους και εκείνες που την περίοδο της κρίσης είδαν τα εισοδήματα τους να μειώνονται, είδαν τους μισθούς τους να περικόπτονται, είδαν ξαφνικά σε ένα βράδυ, την τότε κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, να μειώνει τον κατώτατο μισθό 22% και 32%, για τους νέους ανθρώπους.
Είναι, λοιπόν, μια κίνηση ουσιαστική, αλλά και συμβολική, που τη χρωστάμε σε όλους εκείνους κι εκείνες που σήκωσαν στην πλάτη τους το βάρος της χρεοκοπίας και της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Σε όλους εκείνους που είδαν τα όνειρα της ζωής τους, τις προοπτικές τους και τις προσδοκίες τους να βυθίζονται στο σκοτάδι της κρίσης.
Και που πλέον η χώρα βγαίνοντας από την κρίση, μπορεί σταδιακά να αρχίζει να επουλώνει αυτές τις πληγές, διότι εγώ έχω πει πολλές φορές -και το πιστεύω- ότι έξοδος από την κρίση και τέλος των μνημονίων δεν είναι, αν θέλετε, μια διακήρυξη, δεν είναι ένα διάγγελμα, αλλά αυτό πρέπει να αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται – και θα αποκρυσταλλώνεται όσο περνάει ο καιρός, μέρα με τη μέρα, στην πραγματική ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των συμπολιτών μας.
Και αυτό, νομίζω λοιπόν ότι είναι ένα βήμα στην μεγάλη πορεία για την αποκατάσταση των αδικιών και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας ισότητας και αλληλεγγύης.
Θέλω σε αυτό το σημείο να πω το εξής: Είμαι βέβαιος ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας θα χαιρετίσει αυτή την πρωτοβουλία. Όχι, όμως όλοι, το γνωρίζω ότι δεν θα χαιρετίσουν όλοι αυτή την πρωτοβουλία. Και είναι δυο κατηγορίες, αυτοί οι οποίοι θα φέρουν αντιρρήσεις.
Είναι αυτοί που θα φέρουν αντιρρήσεις από συμφέρον – όχι από αδυναμία, από συμφέρον. Διότι, δεν θέλω να το κρύψω, υπάρχουν κοινωνικές ομάδες απολύτως μειοψηφικές, οι οποίες όμως είδαν την κρίση ως ευκαιρία, τόσο για τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων υπέρ αυτών, όσο όμως, και για τη διεύρυνση της δικής τους κερδοφορίας.
Και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που θα φέρουν αντιρρήσεις από άποψη. Είναι σεβαστή η άποψή τους, είναι οι λεγόμενοι νεοφιλελεύθεροι. Είναι αυτοί, οι οποίοι θεωρούν ότι η προϋπόθεση της ανάπτυξης είναι η συντριβή της εργασίας.
Είναι σεβαστή η άποψή τους, όμως, έχουμε κάθετη αντίθεση σε αυτή την άποψη, όχι μόνον για λόγους ιδεολογικούς , αλλά γιατί και η ίδια η ζωή και η εμπειρία έχουν αποδείξει ότι αυτή η άποψη δεν έχει επαληθευτεί πουθενά.
Απαντάμε, λοιπόν, σε όσους έχουν αυτή την άποψη ότι η συντριβή της εργασίας δεν είναι ο δρόμος για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την τόνωση της οικονομίας. Αντίθετα, αποδεδειγμένα πια, αποτελεί συνταγή της χρεοκοπίας.
Γιατί δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι κρίσεις της ιστορίας του καπιταλισμού ξέσπασαν τη στιγμή εκείνη που οι ανισότητες έφταναν στο υψηλότερο σημείο τους.
Γιατί επίσης δεν πιστεύουμε στις ψευδείς υποσχέσεις των ειδικών που μας λένε ότι προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι η μείωση των μισθών.
Και γιατί ξέρουμε από την θεωρία αλλά και από την εμπειρία, όπως είπα πριν, ότι η πραγματικότητα αποδεικνύει το αντίθετο: Ότι η αύξηση των μισθών είναι η προϋπόθεση και η ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα.
Με αυτή μας, λοιπόν, την απόφαση, όχι μόνο δίνουμε ανάσα και ελπίδα στους 600.000 εργαζόμενους που επηρεάζονται ευθέως από την αύξηση.
Όχι μόνο δίνουμε ελπίδα και στους 280.000 επιπλέον που επηρεάζονται εμμέσως από την αύξηση επιδομάτων, που είναι συνδεδεμένα με τον κατώτατο μισθό, αλλά δίνουμε και μια προοπτική ακόμα περαιτέρω τόνωσης της ανάπτυξης. Και βεβαίως της δίκαιης ανάπτυξης, γιατί για μας αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.
Αγαπητές φίλες και φίλοι, κυρίες και κύριοι υπουργοί, πιστεύω ότι σήμερα καλούμαστε να κάνουμε ένα βήμα, όπως είπα αρχικά, ιστορικής σημασίας.
Καλούμαστε να δώσουμε ελπίδα και προοπτική στο σύνολο των εργαζομένων στη χώρα μας , αλλά και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που πέρασαν δύσκολα την περίοδο της κρίσης και που η ενίσχυση της δύναμης των εργαζομένων δημιουργεί και τις προϋποθέσεις αποδοτικότερης και παραγωγικότερης εργασίας σε αυτές τις επιχειρήσεις.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι με αυτή μας την απόφαση κάνουμε ένα βήμα μπροστά, δείχνουμε έμπρακτα ότι υπάρχει άλλος δρόμος. Και, κυρίως, δείχνουμε ότι αυτή η κυβέρνηση αυτό τον άλλο δρόμο είναι αποφασισμένη να τον διαβεί. Γιατί είναι η κυβέρνηση των πολλών, όχι των λίγων, είναι η κυβέρνηση των πράξεων, όχι των λόγων.
Είναι η κυβέρνηση που μπορεί μαζί με τα εκατομμύρια, των ανθρώπων του μόχθου να οδηγήσει την πατρίδα μας σε μια νέα εποχή.
Σας καλώ, λοιπόν, να εργαστούμε το επόμενο διάστημα, μέχρι το φθινόπωρο του 2019 που ολοκληρώνεται η θητεία μας, σε αυτή την κατεύθυνση, μετά τις σημαντικές επιτυχίες, τις ιστορικές επιτυχίες που αναβαθμίζουν το ρόλο της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα και στη γειτονιά μας.
Να εργαστούμε, ώστε να ολοκληρώσουμε ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο, της εξόδου της χώρας από την κρίση, της ανάκαμψης της οικονομίας, αλλά και της αναστύλωσης της ελληνικής κοινωνίας, της αναζωογόνησης των πιο δημιουργικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας.
Στόχος μας είναι η δίκαιη ανάπτυξη.
Στόχος μας είναι η Ελλάδα των πολλών. Για τους πολλούς, λοιπόν, σήμερα, σας καλώ να κάνουμε ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα μπρος.
Σας ευχαριστώ.