Νύχτα Σαββάτου, σαν Μεγάλη Παρασκευή, σαν επιτάφιος, σαν θρήνος μέσα μου, περιμένοντας να δω με τα ίδια μου τα μάτια το τέλος, αυτό το μαύρο, σαν σάβανο, σαν νεκρική πλάκα που σκεπάζει για πάντα την ανάσα, το ΟΧΙ στην επέτειο του ΟΧΙ…Πριν, μέρες πριν όταν όλα είχαν δρομολογηθεί κι έμενε μόνο η τοποθέτηση της ταφόπλακας, άκουγα δακρυσμένος τους ιερούς στίχους του θείου Μάνου (Ελευθερίου) και βούρκωσε η ψυχή μου. Μα βουρκώνουν οι ψυχές; Καμιά φορά ναι…
Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει…
Έτσι νιώθουν πολλοί από τους εργαζόμενους του Mega, που έγινε Τιτανικός και βυθίστηκε, παρασύροντας στο μαύρο σκοτάδι πλήθος κόσμου.
Μια διάταξη διέταξε το τέλος. Αλλά δεν τελειώνουν ποτέ οι αναμνήσεις που γέμισαν τις αποθήκες της ψυχής, ούτε τα υπέροχα σύμβολα ούτε ο μοναδικός ζάλος της καρδιάς ως τον ουρανό, αυτό το μοναδικό ταξίδι που χάραξε το είναι μας.
Για μένα, όπως και για εκατοντάδες άλλους ανθρώπους με τους οποίους συμπορευτήκαμε, ήταν το σπίτι μου για 27 χρόνια, η ζωή και η ψυχή μου, όλα αυτά που φυλάω για πάντα σαν θησαυρό σε σεντούκι.
Αυτές ήταν οι πρώτες βουρκωμένες σκέψεις μου όταν άκουσα την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, κι ας ξέραμε ότι όλα έχουν τελειώσει εδώ και καιρό.
Προσπαθώ ακόμα να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη, τα συναισθήματά μου σε μια σειρά. Με δυσκολεύει η ταξινόμηση, με το νου να ταξιδεύει λίγο πριν το τέλος.
Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ
κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά
σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα
αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία
κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία…
Όχι Bill, δεν μου ταιριάζει, δεν μας ταιριάζει ο στίχος της Λίνας.
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω…
ΣΑΝ ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ…
Το είδα το τέλος, το είδα, όπως όλους αυτούς τους εφιάλτες που περάσαμε όχι με σκέτο φόβο, με τρόμο…
Βλέπαμε, νιώθαμε τα νερά να μπαίνουν ορμητικά –όπως τότε, στον Τιτανικό- αλλά θεωρούσαμε, όπως κι εκείνοι τότε, 15 Απριλίου 2012, ότι το σκάφος είναι αβύθιστο και με κάποιο τρόπο θα σωθεί, θα καταφέρει να μείνει στην επιφάνεια και να μην παρασύρει στο βυθό τόσο κόσμο.
Κι όπως τότε, στο αβύθιστο πλοίο, έπαιζε η ορχήστρα μέχρι που την κατάπιε κι αυτή το μαύρο νερό, το ίδιο κάναμε κι εμείς μέχρι την τελευταία ώρα, όταν όλα έδειχναν μη αναστρέψιμα…
Θυμάμαι σαν τώρα εκείνες τις αγωνιώδεις απορίες στην κουζίνα του έκτου ορόφου, όπου μαζευόμαστε για καφέ και τσιγάρο αλλά κυρίως μήπως μάθουμε κάτι, τότε που είχε ήδη συμβεί η πρόσκρουση στα βράχια.
«Πάτε καλά ρε; Θα κλείσει το Mega; Είναι σαν να λέτε ότι θα ξυπνήσουμε μια μέρα και δεν θα υπάρχει ήλιος και τράπεζες!», έλεγαν αρκετοί, αυτοί που προσπαθούσαν να παρηγορήσουν τους αγωνιούντες.
Τους απλήρωτους επί μήνες αγωνιούντες, πολλοί από τους οποίους ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας, για την ακρίβεια επιβίωναν με δανεικά, φιλανθρωπίες συγγενών και κοντινών τους ανθρώπων, αδυνατώντας να πληρώσουν οτιδήποτε!
Και μαθαίναμε για εμφράγματα και θανάτους, για εξώσεις λόγω αδυναμίας πληρωμών, για διαμαρτυρία των δανείων αρκετών εργαζόμενων για έντονες οχλήσεις των τραπεζών, για διακοπή σπουδών των παιδιών κάποιων συναδέλφων.
Ακούγαμε φίλους μας, αδέρφια μας, να μην έχουν να βάλουν βενζίνη στο αυτοκίνητό τους, να μη μπορούν καν να βγάλουν εισιτήριο για να έρθουν με τη συγκοινωνία στο γραφείο, να πεινάνε κυριολεκτικά αφού δεν υπήρχε πια εισόδημα.
Και για τους όποιους εκπλήσσονται, είναι η ΑΠΟΛΥΤΗ πραγματικότητα, δίχως ίχνος υπερβολής. Ας σκεφτεί ο καθένας πώς είναι η ζωή του με μηδέν ευρώ το μήνα…
Πονούσαμε πολλαπλά, βλέποντας κομμάτι της κοινωνίας να… πανηγυρίζει επειδή θα κλείσει τοMega! Και κοιταζόμασταν με απορία εκεί στις «γιάφκες» των ορόφων, τις μικρές κουζίνες, κάτι σαν καφενείο της μικρής μας βουλής.
Μας καρτερούσαν μαστιγωτές και συμπληγάδες, αυτοί που δεν ήξεραν, δεν ήθελαν να ξέρουν, δεν νοιάζονταν γι’ αυτό.
Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των όσων είχαν την τιμή να εργάζονται εκεί, είχαν ματώσει για την κάθε δεκάρα που πήραν και δεν είχαν καμιά σχέση με τα όποια «κονκλάβια» ή οτιδήποτε άλλο υπήρχε.
«Φάγαμε» λάσπη που δεν αξίζαμε, και μιλάω για το πλήθος των εργαζομένων, που έκαναν τίμια τη δουλειά τους, δίνοντας και την ψυχή τους, τον ιδρώτα, το αίμα τους.
Ένας «φορέας» γίνεται μεγάλος από τους ανθρώπους του, όχι από τα κτήρια ή άλλα μεγαλεία.
Κι αυτό το πλήθος των ανθρώπων –η συντριπτική πλειοψηφία-, όλοι αυτοί που βρέθηκαν στο μαύρο σκοτάδι, ήταν, είναι περήφανοι για τη δουλειά τους. Κι ήταν όλοι πρωτοπόροι, εκτινάσσοντας στο φεγγάρι έναν τηλεοπτικό σταθμό που δεν ήταν ένα κανάλι αλλά το ίδιο μας το σπίτι.
Γιατί οι περισσότεροι πήγαμε εκεί παιδιά, ξεκινώντας ένας δύσκολο ταξίδι στο άγνωστο που εξελίχτηκε σε πορεία στα άστρα!
Πολλοί, πάρα πολλοί, ανδρώθηκαν εκεί, παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, τα είδαν να ανθίζουν σαν τα λουλούδια, όσο οι γονείς τους ξημεροβραδιάζονταν στο κανάλι για να το κρατήσουν ΜΕΓΑΛΟ.
Κανείς δεν κοιτούσε το ρολόι για να φύγει. Η δουλειά διέταζε, όχι η ώρα. Μόνο έτσι γινόταν.
ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΙΟ!
Παιδιά πήγαμε σ’ αυτό το γιγάντιο υπερωκεάνιο, που από τις 20 Νοεμβρίου 1989, στις τρεις το μεσημέρι, άλλαξε τις συνήθειες μιας ολόκληρης χώρας.
Γιατί τις άλλαξε! Τα δελτία του, οι εκπομπές του, οι αναλύσεις του, τα αθλητικά του, οι παραγωγές του, τα σίριαλ, το ψυχαγωγικό πρόγραμμα, οι ταινίες, κουβεντιάζονταν σε όλη τη χώρα.
Και, για να ξέρουμε τι λέμε, επί σειράν (πολλών) ετών ίσχυε απολύτως αυτό που έγινε σλόγκαν:
«Το είπε το Mega»…
Παιδιά πήγαμε γαμώτο! Και δακρύζαμε από χαρά ακούγοντας εκείνο τη χαρακτηριστική μουσική που συνόδευε το σήμα του σταθμού, εκείνη την πολύχρωμη βεντάλια που έδινε χρώμα στην ψυχή μας.
Κι ήταν η… συνομωσία της επιτυχίας, αφού όλοι –θα το λέω πάντα- έδιναν την ψυχή τους ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥΣ.
Αυτοί που έμειναν ως το τέλος. Αυτοί που πέρασαν κι έβαλαν το λιθαράκι τους, μικρό ή μεγάλο, όλοι αυτοί που έκαναν κατάθεση ψυχής.
Εκεί, στην Παιανία, ήταν μια κοσμογονία για να βγει ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα που χάραξε για πάντα την ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Τρέχαμε στην εξωτερική σιδερένια σκάλα του αθλητικού –αυτήν που πλήγωσε η ρουκέτα του Κουφοντίνα- για να προλάβουμε να δώσουμε την κασέτα για να παίξει το θέμα στο δελτίο ή την εκπομπή.
Και παρά το τρελό άγχος και την πίεση, νιώθαμε σαν σχολιαρόπαιδα στην πενταήμερη, μια ατέλειωτη εκδρομή για σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Μόνο η Δημητρούλα (Γαλάνη) κατάλαβε τα εσώψυχά μας.
Θέλω μια εκδρομή των μυστικών
των φανερών και των χαμένων εαυτών…
ΓΙΓΑΝΤΕΣ!
Γύριζαν οι ρεπόρτερ διαλυμένοι από τα δακρυγόνα, άυπνοι επί μέρες στις φωτιές και τις πλημμύρες και τους σεισμούς και τα ναυάγια, αλλά χαμογελούσαν γιατί είχαν δώσει την ψυχή τους.
Χαμογελούσαμε –μέσα μας πρώτα και μετά στο κυλικείο- όταν μας κατσάδιαζε ο Γιώργος Λεβεντογιάννης που πετούσε από τηλέφωνα μέχρι τηλεφωνικούς καταλόγους, ο τελειομανής Νίκος Χατζηνικολάου που μας ζητούσε να… γίνουμε αόρατοι για να περάσουμε από τις συμπλοκές των ΜΑΤ με διαδηλωτές και να φτάσουμε έγκαιρα στη σύσκεψη, ο αγλαός Χρήστος Παναγιωτόπουλος που αγαπούσε την τάξη και το τσέλο, ο Νίκος Στραβελάκης με τις τεράστιες γνώσεις και τους τερατώδεις βιορυθμούς, ένα σωρό άνθρωποι που κι αυτοί έδιναν την ψυχή τους.
Κυκλώναμε αυτό το μεγάλο αντράκι όταν γύριζε από τους πολέμους, τη Μαρία Καρχιλάκη, για να μάθουμε καμιά λεπτομέρεια παραπάνω. Τον Πάνο Σόμπολο που είχε συναντήσει τον τελευταίο φονιά, τον Μιχάλη Ιγνατίου όποτε ερχόταν από την Αμερική για να μας πει με ακρίβεια τις διεθνείς εξελίξεις, όλους αυτούς τους γίγαντες –και ήταν πολλοί- που βρίσκονταν εκεί που γραφόταν η ιστορία…
Γιατί μας έστειλαν δίπλα στην ιστορία, με χιλιάδες αποστολές που άφησαν εποχή.
Όλοι μια αγκαλιά, και στη μέση οι τεχνικοί, συγκλονιστικοί εργαζόμενοι που έφτυναν αίμα για να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα. Τα μοντάζ, τα εξωτερικά συνεργεία, οι κάμερες, τα λινκ, το μάστερ, κι από κοντά το αρχείο, η ταινιοθήκη, ένας ατέλειωτος κόσμος.
Ήταν η πιο καλαίσθητη τηλεοπτική εποχή αυτή του Mega και ήταν σε όλους τους τομείς, με την απόλυτη πρωτοπορία και τους αντιγραφείς να μην μπορούν να τα καταφέρουν να βρουν το μυστικό.
Τίποτα δεν βυθίζεται όταν η μνήμη ξεχύνεται σαν χείμαρρος.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κι αν στο τηλεκοντρόλ πήρε αρχικά τη θέση νούμερο 4, ύστερα από τα κρατικά κανάλια, μπήκε από εκατομμύρια ανθρώπους στη θέση νούμερο 1. Για πάρα πολλά χρόνια έτσι;
Για την καλαισθησία και το κύρος του. Για την ενημέρωση και τις ειδήσεις του. Για τις εκπομπές του, από Λιάνα Κανέλλη και Μαλβίνα Κάραλη και τόσα και τόσα άλλα. Για τα μοναδικά και ανεπανάληπτα αθλητικά του, από Λεπτό προς Λεπτό μέχρι Τσάμπιονς Λιγκ, Εθνική και τόσα άλλα. Για τους Αυθαίρετους, τους Απαράδεκτους, τις Τρεις Χάριτες, τους Δέκα Μικρούς Μήτσους, τους Δύο Ξένους, το Ντόλτσε Βίτα και τους Ευτυχισμένους Μαζί, το 50-50, το Λόγω Τιμής και το Κλείσε τα Μάτια, την Αναστασία και το Παρά Πέντε, την Αίθουσα του Θρόνου και το Είσαι το Ταίρι μου, το Νησί…
Τα μοναδικά τηλεπαιχνίδια, τα ντοκιμαντέρ, τη Μπουκιά και Συχώριο!
Εδώ είναι όλα αυτά, στις μνήμες και τις ψυχές, ως ανεπανάληπτα.
ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ
Ανεπανάληπτο ήταν και το στίγμα στα αθλητικά, αφού έγιναν πράγματα πρωτοποριακά που δεν τα συναντούσε κανείς ούτε στα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα.
Με κολοσσούς κι εκεί, όπως ο συγκλονιστικός Γιάννης Διακογιάννης που συνεργάστηκε με το Μεγάλο Κανάλι, ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος και τα παιδιά του που αποδείχτηκαν πανάξια, ο υπέροχος Νίκος Κατσαρός που με τη νηφαλιότητά του στεκόταν βράχος στις μπόρες, αυτός που εμπνεύστηκε το Λεπτό προς Λεπτό και υλοποίησαν πανάξιοι άνθρωποι –κι ανάμεσά τους ο παραγωγός Κώστας Ιντζές-, ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος με τα… μικροτσιπ στον εγκέφαλο που άφησε τη σημαντική του σφραγίδα στο Τσάμπιονς Λιγκ, ο εξαιρετικός Αλέξης Σπυρόπουλος με την ολύμπια ηρεμία του και την παροιμιώδη ευγένεια και κουλτούρα, τόσοι και τόσοι.
Μαζί, δίπλα-δίπλα, βρεθήκαμε εκεί που γραφόταν η ιστορία, στους ιερούς ναούς του ποδοσφαίρου. Γουέμπλει, Μπερναμπέου, Κάμπ Νόου, Άνφιλντ, Όλντ Τράφορντ, Χάϊμπουρι, Ντέλε Άλπι, Σαν Σίρο, τι να θυμηθώ τι να ξεχάσω…
Και δεν μπορώ να ξεχάσω τις πασούλες με τον Ροναλντίνιο και τον Μέσι, τον Ζιντάν, τον Μπέκαμ, τον Ρομπέρτο Κάρλος, τον Κριστιάνο Ρονάλντο, τον Καντονά, τον Γκούλιτ, τον Νταλγκλίς, τον Ρας, τον Ρομπέρτο Μπάτζο, τον Ντελ Πιέρο, τον Ραούλ, τον Φίγκο, τον Ανρί, τον Ρεμπρόφ, τον Σεβτσένκο και εκατοντάδες άλλοι τους οποίους συνάντησα στο γρασίδι του Τσάμπιονς Λιγκ, εκεί δίπλα στους πάγκους.
Αυτό είναι ευλογία, που δεν μπορεί να σκιάσει κανένα μαύρο…
Κι αφού μιλάμε για αθλητικά, δεν υπήρχε διοργάνωση στην οποία δεν έδωσε το παρόν το MEGA. Από Ολυμπιακούς Αγώνες και Παγκόσμια Κύπελλα, Πανευρωπαϊκά Πρωταθλήματα σε κάθε άθλημα (!), μέχρι ημερίδες!
Θυμάμαι σαν τώρα τα ξενύχτια του Τσάμπιονς Λιγκ –Τρίτες και Τετάρτες στην αρχή!- την ασφυκτική πίεση και την τρομερή κούραση αλλά και τα χαμόγελα χαράς στο τέλος.
Και θυμάμαι σαν τώρα εκείνη τη φωτογραφία με Λίνα Ροδίτου, Δήμο Μπουλούκο, Αλέξη Σωτηρόπουλο, Γιάννη Κουριδάκο, Γιάννη Θειακό, Αντώνη Καλκαβούρα, Γιώργο Θαναηλάκη, Τέλη Τσιπιανίτη, Βαγγέλη Πήχα, Ζέτα Θεοδωρακοπούλου, Αντώνη Κατσαρό, Γιάννη Δάρα, Χρήστο Σωτηρακόπουλο, Παύλο Παπαδημητρίου, Άγγελο Μενδρινό και Αλέξη Σπυρόπουλο, με τον Περικλή Στέλλα, υπόδειγμα επαγγελματία κι από τα καλύτερα παιδιά του χώρου, να έχει μείνει έξω, κυνηγώντας τηλεφωνικά μια είδηση.
Όλες οι μεγάλες μορφές του αθλητισμού της χώρας μας –και όχι μόνο- πέρασαν από τα πλατό. ΓιατίMEGA –και στα αθλητικά- σήμαινε εγγύηση ποιότητας.
Σήμαινε και οικογένεια για μας. Περισσότερο βλέπαμε τους συναδέλφους παρά τις οικογένειές μας.
Και στις δύο γέννες των παιδιών μου, του Γιώργου και της Κορίνας, από το γραφείο έφυγα για το μαιευτήριο.
Πώς να ξεχαστούν όλα αυτά;
Και παρότι βρεθήκαμε εκεί που «άνθρωποι τρίζουν κι
ακονίζουν τα σαγόνια, πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά», θυμόμαστε με αγάπη όλη αυτή την πολύχρωμη πανδαισία…
Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ…
Κι όλοι εμείς; Ταπεινοί προσκυνητές που θέλουμε να κρατάμε τα χαμόγελα, αυτά που κάποτε γέμισαν τις ζωές μας…