Με αφορμή τα αποκαλυπτήρια, από τον πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη, του ομοιώματος του μεταγωγικού αεροσκάφους Noratlas που καταρρίφθηκε από φίλια πυρά (!!!) στη Κύπρο και τις εκδηλώσεις τιμής στους 32 καταδρομείς που έχασαν τη ζωή τους, καταθέτω μια σημαντική αναφορά σ’ εκείνη την ηρωική αποστολή.
22 Ιουλίου, πριν 44 χρόνια.
15 αεροπλάνα, τύπου Noratlas, φορτωμένα ακόμη και στα πιλοτήριά τους , απογειώνονταν από τη Σούδα για την Κύπρο που περνούσε εφιαλτικές στιγμές από την εισβολή του Αττίλα.
Στα σωθικά τους είχαν τους καταδρομείς της Α’ και της Γ’ Μοίρας.
Αποστολή αυτοκτονίας!
Ανάμεσα στον οπλισμό των ηρωικών πιλότων και μια κάψουλα υδροκυανίου!
Για να δώσει τέλος στην περίπτωση σύλληψης…
Πετούσαν σχεδόν επάνω από τη θάλασσα για 500 μίλια, χωρίς φώτα, χωρίς ραδιοβοηθήματα.
Κι όταν έφτασαν στην Κύπρο, η ασυνεννοησία της χούντας με τις κυπριακές αρχές έστρεψε εναντίον τους, όχι μόνο τα αντιεροπορικά των Τούρκων μα και ελληνοκυπριακά!
Ένα αεροπλάνο καταρρίφθηκε.
Νεκροί άπαντες.
Πλήρωμα και καταδρομείς.
Πλην ενός!
Άλλα δυο δέχθηκαν χιλιάδες σφαίρες.
Νεκροί καταδρομείς!
Τα 12 προσγειώθηκαν κι αποβίβασαν τους Έλληνες καταδρομείς.
Γύρισαν στην Ελλάδα τα 11, με τους κυβερνήτες τους ν’ αναγκάζονται σε οικονομική πλεύση για να μπορέσουν να προσγειωθούν.
Η ιστορία των Noratlas ήταν για πολλά χρόνια αόρατη. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν να έφτασαν μόνοι τους οι καταδρομείς στην Κύπρο.
Οι ήρωες αξιωματικοί και κυβερνήτες τους, χαρακτηρίστηκαν ακόμη και χουντικοί από την Αριστερή υποκουλτούρα των εύκολων κρίσεων και των συμπερασμάτων του καφενείου.
Μόλις το 1992, άρχισαν να βγαίνουν στη δημοσιεύματα ανατριχιαστικές λεπτομέρειες αυτής της αποστολής αυτοκτονίας. Κι αργότερα, το 2004, όταν ένας εκ των ηρώων, ο κυβερνήτης Γεώργιος Μήτσαινας, κατέθεσε σ’ ένα βιβλίο, όλες τις αλήθειες, όλες τις λεπτομέρειες αυτής της αποστολής.
Το βιβλίο «Ελληνικά φτερά στην Κύπρο», ουδείς θέλησε να το εκδώσει.
Καταλαβαίνετε; Εκατοντάδες εκδοτικοί οίκοι στη χώρα, ουδείς νοιάστηκε.
Το ίδιο και το ΓΕΑ. Το ίδιο και το υπουργείο Άμυνας.
Ο υποπτέραρχος, τότε, κι εξόχως πνευματικός άνθρωπος, Γεώργιος Μήτσαινας, προχώρησε μόνος του. Με προσωπικά του έξοδα κατέθεσε στους Έλληνες ορισμένες εκ των μεγαλύτερων στιγμών της σύγχρονης ιστορίας τους.
Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, έγινε ανάρπαστο. Έκανε δεκάδες επανεκδώσεις. Διαβάστηκε από χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπους. Κι ακόμη εμπνέει κι οδηγεί τον νου και τον πατριωτισμό χιλιάδων άλλων.
Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Γεώργιος Μήτσαινας:
«Ήμουν ένας από τους Κυβερνήτας που είχαν κινητοποιηθεί από τις 18 Ιουλίου, με διαφορετικό πλήρωμα, και είχα συμμετάσχει στην μεταστάθμευση των F-84 F από τη Σούδα στο Καστέλι. Από την αποστολή αυτή αποδεσμεύθηκα το απόγευμα της 19ης Ιουλίου. Με το Συγκυβερνήτη και τον Ιπτάμενο Μηχανικό, είμασταν από τους πρώτους που φθάσαμε στη Μοίρα, μετά την κινητοποίηση και αμέσως πήραμε εντολή να μεταβούμε στην 110 Πτέρυγα Μάχης στη Λάρισα, χωρίς ναυτίλο.
Τη νύκτα της 20ης προς 21η Ιουλίου εκτελέσαμε τρία δρομολόγια στα πλαίσια υλοποίησης των πολεμικών σχεδίων της 110 ΠΜ, τα οποία ολοκληρώσαμε τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Ιουλίου. Κατάκοποι και καταιδρωμένο, ξαπλώσαμε στα καθίσματα του αεροσκάφους για να ξεκουραστούμε.
Κάποια ώρα, έρχεται ο Ναυτίλος Αρχισμηνίας Παναγιωτίδης που υπηρετούσε στην Λάρισα και μου λέει: ΄΄με διέταξαν να είμαι ο Ναυτίλος σας, εγώ όμως δεν θυμάμαι τίποτα από NORATLAS, πέρασα για πολύ λίγο από εκεί΄΄.
Δεν πειράζει του λέω ευκαιρία να τα ξαναθυμηθείς.
Περί την 15:30 ώραν της 21ης Ιουλίου, μας διέταξαν να πάμε το ταχύτερον δυνατόν στην Ελευσίνα για να πάρουμε υλικά για ένα DACOTA, που έχει βλάβη.
Σταθμεύσαμε στην πίστα των DACOTA.
Επειδή δεν είχαν βρεθεί τα υλικά, αφήσαμε εκεί το Ναυτίλο, και πήγαμε απέναντι στη Μοίρα μας. Στο διάστημα που είμασταν εκεί, παρουσιάστηκε ο ναυτίλος Φούτσης, και εντάχθηκε στο πλήρωμά μας.
Στο διάστημα αυτό, δέχεται το τηλεφώνημα ο Μοίραρχος και άρχισε να φωνάζει να πάνε τα πληρώματα στα αεροπλάνα, όπως έχουμε προαναφέρει.
Εμείς πήραμε το πρώτο αυτοκίνητο και πήγαμε στην πίστα της 355 Μ.
Είχαν ήδη φορτωθεί τα υλικά. Βάλαμε μπροστά τους κινητήρες και απογειωθήκαμε.
Στα 25 περίπου μίλια έξω από τη Λάρισας καλούμε τον πύργο και ζητάμε οδηγίες για προσγείωση, μας τις έδωσε και συμπληρώνοντας μας λέει: «Μετά την προσγείωση ο Κυβερνήτης να επικοινωνήσει επειγόντως με τον Διοικητή της Μονάδος που είναι στο Κέντρο Επιχειρήσεων».
Δεν μας πολυάρεσε αυτή η εντολή.
Μετά την προσγείωση έτρεξα στο πλησιέστερο τηλέφωνο και επικοινώνησα αμέσως με τον Διοικητή της Μονάδος Σμήναρχο Αθανάσιο Αναγνώστου, ο οποίος μου λέει ΄΄Απογειώσου το ταχύτερο δυνατόν για τη Σούδα΄΄. Στο ερώτημά μου τι θα κάνουμε εκεί; μου είπε:
΄΄Απογειώσου το ταχύτερο δυνατόν και θα σας πουν εκεί τι θα κάνετε΄΄!!!
Στη Σούδα πήγαμε με την τακτική του ανορθοδόξου πολέμου.
Μετά την προσγείωση που έγινε την 21:50 ώρα, σταθμεύσαμε στο βορειανατολικό τροχόδρομο και πίσω από ένα άλλο NORATLAS. Περιμένοντας όχημα να μας μεταφέρει στην 340 Μ, μας πλησιάζει, στο σκοτάδι, ο Ανθυπασπιστής Δάβαρης, και μας ρώτησε αν ξέραμε γιατί ήρθαμε στη Σούδα. Όχι, του λέμε. Στη Κύπρο θα πάμε,- μας είπε-.
Από τον αείμνηστο Δάβαρη μάθαμε γιατί πήγαμε στη Σούδα. Μετά από αναμονή μισής και πλέον ώρας, έρχεται ένα ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο και μας μετέφερε στην αίθουσα ενημέρωσης. Μπαίνοντας στην κατάμεστη αίθουσα, είδαμε στην έδρα τον Στεφαδούρο, που ενημέρωνε τα πληρώματα. Καλούς τους, μας είπε. Πες μου το πλήρωμα, ρώτησε.
Το είπα, έγραψε τα ονόματά μας στο αριστερό μέρος του μαυροπίνακα κάτω από το προηγούμενο. Στο δεξιό μέρος έγραφε τα πληρώματα των Ντακότα.
ΜΟΝΟΝ σ’αυτόν τον μαυροπίνακα ήταν γραμμένα τα ονόματα των πληρωμάτων.
Πουθενά αλλού.
Αυτός ο μαυροπίνακας ήταν το Βιβλίο Διαταγών Πτήσεως της Μοίρας.
Καθίστε όπου βρείτε και γράψτε από τον πίνακα ό,τι βλέπετε, στο τέλος θα σας επιλύσω οποιαδήποτε απορία. Το ίδιο γινόταν και με επόμενα πληρώματα που έμπαιναν στην αίθουσα, συνεχίζοντας την ενημέρωση των πρώτων πληρωμάτων.
Μετά την ενημέρωση φύγαμε για το αεροπλάνο, στο οποίο δεν είχαν έρθει οι καταδρομείς. Περιμένοντάς τους, μπήκαμε στο αεροπλάνο και αρχίσαμε να σχεδιάζουμε την αποστολή. Πριν ολοκληρώσουμε την χάραξη, ήρθε ένα στρατιωτικό REO, σταμάτησε στο αεροπλάνο μας και άρχισαν να αποβιβάζονται οι καταδρομείς. Κατέβηκα και μίλησα με τον επικεφαλής τους. Ήταν ένας Λοχαγός, ο οποίος μού είπε ότι έχει 30 άνδρες με πλήρη εξάρτηση και μερικά κιβώτια με τα τελείως απαραίτητα πυρομαχικά, το ακριβές βάρος των οποίων δεν γνώριζε. Μου είπε ότι πρέπει να ζυγίζουν γύρω στα 1500 κιλά.
Είχαν αρχίσει να φορτώνουν τα πυρομαχικά και να επιβιβάζονται οι καταδρομείς.
Στο διάστημα αυτό επέλυσα το σχετικό πρόβλημα και βρήκα ότι το μέγιστο βάρος απογειώσεως ήταν 22.300 κιλά. Ένα βάρος απαγορευτικό για το ΝΟRΑΤLΑS από το ίδιο τον κατασκευαστή. Πόσο μάλλον για το γερασμένο ΝΟRΑΤLΑS και με τους τόσους περιορισμούς που είχαν θέσει τα προϊστάμενα κλιμάκια, ύστερα από σειρά προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Ήμασταν υπέρβαροι κατά 600 κιλά, και αυτό με μέγιστο βάρος απογειώσεως 21.700 κιλά που προβλεπόταν για πολεμικές αποστολές. Κάτι που θα γινόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Μέχρι τότε απογειωνόμασταν με μέγιστο βάρος 20.600 κιλά.
Αφού επιβιβάσθηκαν οι καταδρομείς και δέθηκαν τα φορτία, βάλλαμε μπροστά τους κινητήρες, παίρνω οδηγίες τροχοδρομήσεως και ξεκινήσαμε για την αρχή του διαδρόμου 29. Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ άρχιζε.
Πλησιάζοντας την αρχή ο πύργος. που μας παρακολουθούσε μας λέει ΝΟRΑΤLΑS 189 είσθε το ΝΙΚΗ-11 ελεύθερος για γραμμή και απογείωση. Η επιτάχυνση στη διαδρομή απογειώσεως του βαρυφορτωμένου NORATLAS, ήταν ολοφάνερη. Με τίποτα δεν πιάναμε τις προβλεπόμενες ταχύτητες στα γνωστά σημεία του αεροδρομίου της Σούδας. Πλησιάζαμε το τέλος του διαδρόμου και την ταχύτητα απογειώσεως την V-2 δεν την είχαμε πιάσει.
Την πιάσαμε λίγο πριν τους ανασχετήρες. Ευτυχώς που ο διάδρομος της Σούδας είναι μεγάλος. Η ώρα ήταν 23:51 όταν βρεθήκαμε στον αέρα.Πήγαμε ευθεία αρκετά μίλια, μέχρι να πιάσουμε την ταχύτητα ανόδου, των 130 KNTS και τα 500 πόδια για να βάλουμε κλίση στρίβοντας για το πρώτο σημείο στροφής, που ήταν το ακρωτήρι ΛΙΘΙΝΟΣ.
Το ακρωτήρι αυτό, απέχει 48 μίλια από την Σούδα και έχει φάρο ναυσιπλοίας (LIGHTHOYSE). Από την σκληρή εκπαίδευση που είχαμε κάνει στην Μοίρα, πετώντας στις νυκτερινές εκπαιδεύσεις ανορθοδόξου πολέμου, από φάρο σε φάρο, είχαμε εξοικειωθεί με τους φάρους ναυσιπλοίας. Τόσες αναλαμπές (κόκκινες-άσπρες κ.λ.π) κάθε τόσα δευτερόλεπτα. Το ταξίδι, δεν μας απασχολούσε παρ’ ότι δεν είχαμε προετοιμασθεί.
Μας απασχολούσε και μας προβλημάτιζε, το «γερασμένο» NORATLAS με τα τόσα προβλήματα, που ήταν και υπερφορτωμένο. Μόλις οριζοντιώσαμε βάλαμε αμέσως τις «Β» δεξαμενές, για να ελαφρύνουμε το αεροπλάνο. Λίγο μετά δοκιμάσαμε και τις «C».
Τις δεξαμενές «B» και «C» τις χρησιμοποιούσαμε σπάνια, με σκοπό να μεταφέρουμε περισσότερο βάρος και αυτό επειδή τα καύσιμα των δεξαμενών «Α» επαρκούσαν για τις πτήσεις που συνήθως κάναμε. Θέλαμε όμως, να ήμασταν βέβαιοι ότι δεν θα είχαμε πρόβλημα τροφοδοσίας.
Στο παρελθόν είχαμε στην Μοίρα τέτοια μικροβλήματα, επειδή μεσολαβούσε μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να βάζαμε καύσιμα στις δεξαμενές αυτές, κυρίως στις «Β», ενώ τις «C» τις χρησιμοποιούσαμε σπάνια.Μόλις περάσαμε τις βουνοκορυφές αρχίσαμε κάθοδο για το ακρωτήρι ΛΙΘΙΝΟ, το οποίο είδαμε σχεδόν αμέσως. Είδαμε το φάρο (lighthouse) να αναβοσβήνει όπως ακριβώς περιγράφεται στους φάρους ναυσιπλοίας. Στη συνέχεια πήραμε πορεία για την τομή του 34ου παραλλήλου με τον 27ο μεσημβρινό που απέχει από το ακρωτήρι ΛΙΘΙΝΟ 125 μίλια. Στο σημείο αυτό εφάπτονται και τα F.I.Rs Αθηνών-Καίρου.
Ακολουθήσαμε πιστά το δρομολόγιο, πετώντας στα 500 πόδια.
Σύμφωνα με τα εγχειρίδια της τακτικής του Ανορθοδόξου Πολέμου, τα σημεία στροφής δεν πρέπει να απέχουν μεταξύ τους περισσότερο από 50 μίλια και να υπάρχουν στη διαδρομή συγκριτικά σημεία με σκοπό να αναγνωρίζονται και να γίνονται οι ανάλογες διορθώσεις.
Στο χρόνο που είχε υπολογίσει ο Ναυτίλος πήραμε πορεία για το επόμενο σημείο που ήταν η τομή του 34ου παραλλήλου με τον 31ο μεσημβρινό. Κατά πόσο φθάσαμε στο σημείο τομής 34ου παραλλήλου με τον 27ο μεσημβρινό, χωρίς συγκριτικά σημεία, χωρίς απόσταση και διόπτευση (radial), βλέποντας ουρανό και θάλασσα, ένας Θεός το ξέρει. Πετώντας νοητά πάνω από τον 34ο παράλληλο περιμέναμε το χρόνο για να φθάσουμε στην τομή του με τον 31ο μεσημβρινό, ήταν μια απόσταση 210 μιλίων. Ήταν μια διαδρομή ατέλειωτη και ανιαρή, για μας που πετούσαμε με 150 Knts. Είχαμε βάλει τον αυτόματο πιλότο και πηγαίναμε.
Οι κινητήρες του υπ’ αριθμόν 189 αεροσκάφους NORATLAS, δούλευαν υπέροχα, ο αυτόματος πιλότος και το ραδιουψόμετρο επίσης».
Στο σκέλος αυτό είδαμε το αεροπλανοφόρο φωταγωγημένο, με μερικά συνοδευτικά πλοία, και ακούσαμε τον Κυβερνήτη του ΝΙΚΗ-3 να αναφέρει ότι έχει βλάβη στον αριστερό κινητήρα και ότι έχει ελαττώσει την ταχύτητα. Οι καρδιές μας σφίχτηκαν, στο άκουσμα της βλάβης ΄΄μεσοπέλαγα στα 500 πόδια και με τόσο φορτίο΄΄. Εντάθηκε η προσοχή μας στην παρακολούθηση των οργάνων λειτουργίας των κινητήρων. Λίγο μετά, ακούσαμε τον Κυβερνήτη του ΝΙΚΗ-4, να του λέει, ΄΄βγες από το ίχνος για να μη συγκρουστούμε΄΄.
Όταν φθάσαμε, σύμφωνα με το χρόνο, στην τομή του 34 ου παραλλήλου με τον 31ο μεσημβρινό πήραμε πορεία, για τη Λευκωσία, και αρχίσαμε άνοδο μεγίστης εμβελείας, με μικρό βαθμό ανόδου, για οικονομία στα καύσιμα.
Η απόσταση αυτή είναι 135 ναυτικά μίλια. Στα 2.500 πόδια, περίπου, και πλησιάζοντας την Κύπρο, αρχίσαμε να βλέπουμε αμυδρά τα φώτα του Ακρωτηρίου. Φώτα που όσο πλησιάζαμε και ανεβαίναμε φάνηκαν πολύ καθαρά. Τα συναισθήματα που νιώσαμε τότε ήταν απερίγραπτα.
Πλημμυρήσαμε από ανακούφιση, και ικανοποίηση, και αυτό γιατί μετά το ακρωτήρι ΛΙΘΙΝΟ της Κρήτης το ΑΚΡΩΤΗΡΙ της Κύπρου ήταν το πρώτο συγκριτικό σημείο.
Αυτό δεν ήταν τακτική ανορθοδόξου πολέμου ήταν ανορθόδοξο του ανορθοδόξου πολέμου. Δεν είναι εύκολο πράγμα να πετάς στα 500 πόδια, χωρίς ραδιοβοηθήματα για 450 μίλια περίπου, και χωρίς κανένα συγκριτικό σημείο, με αεροσκάφος που έχει μεγάλο εκπέτασμα, μικρή ταχύτητα και επηρεάζεται από τον άνεμο. Ήταν φυσικό να αισθανθούμε μεγάλη ανακούφιση όταν είδαμε αυτά τα φώτα. Ήμασταν σε μια απίστευτη υπερένταση σ’ όλο αυτό το μεγάλο ταξίδι με τα καύσιμα τελείως ΟΡΙΑΚΑ.
Όσο πλησιάζαμε το νησί τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσαμε την επικρατούσα εκεί κατάσταση. Βαθύ Σκοτάδι παντού. Παντού μαυρίλα. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι, διακρίναμε τις βουνοκορυφές που ήταν πιο μαύρες από το απέραντο μαύρο ορίζοντα.
Κατά την άνοδο η αγωνία και η υπερένταση είχαν φθάσει στο κατακόρυφο.
Τα ερωτηματικά πολλά.
Θα είχαν επισκευασθεί οι κρατήρες;
Θα λειτουργούσε το VOR που θα μας οδηγούσε στην τελική για προσγείωση στο άγνωστο για μας αεροδρόμιο της Λευκωσίας;
Θα αποκτούσαμε ραδιοτηλεφωνική επαφή με τον πύργο της Λευκωσίας;
Ένα σωρό ερωτηματικά.
Μόλις περάσαμε την υψηλότερη κορυφή αρχίσαμε ταχεία κάθοδο για το VOR με σκοπό να είμαστε λιγότερο χρόνο στις οθόνες των τουρκικών ραντάρ.
Στο διάστημα αυτό:
1. Ακούγαμε τα προπορεύομενα αεροσκάφη να αναφέρουν ότι βάλλονται από το έδαφος. Προσέχτε έλεγαν όλοι γιατί μας κτυπάνε από το έδαφος.
2. Ο Κόλλιας, έλεγε: «Προς όλα τα αεροσκάφη να εκτελείται κλειστή αριστερή στροφή και τα φώτα προσγείωσης να τα ανάβετε κοντά στο διάδρομο».
3. Τα φώτα του αεροδρομίου να ανάβουν και να σβήνουν.
Άναβαν μόνον για τις προσγειώσεις και απογειώσεις των αεροσκαφών. Με σκοπό να ήταν ορατό απο τους Τούρκους λιγότερο χρόνο, γιατί ήταν μέσα στην εμβέλεια του πυροβολικού τους.
4. Μιά φωτιά λίγο έξω από το διάδρομο προσγειώσεως. Ήταν, όπως μάθαμε πολύ αργότερα, από το ΝΙΚΗ-4 που κατερρίφθη.
5. Βλέπαμε τις τροχιοδεικτικές βολές να σκεπάζουν τον ουρανό του αεροδρομίου.
Όλα αυτά μας θύμισαν και αλλάξαμε τις δεξαμενές καυσίμου. Βάλαμε τις «C» που ήταν αλεξίσφαιρες .
Συνειδητοποιήσαμε για τα καλά τι μας περίμενε.
Ήμασταν τυχεροί γιατί όταν βρεθήκαμε στην αρχή του διαδρόμου προσγειώσεως δεν είχαμε φθάσει στο προβλεπόμενο ύψος και κάναμε προσγείωση κατολισθήσεως.
Φέραμε τελείως πίσω τους μοχλούς ισχύος και προσεγγίζαμε σχεδόν κάθετα το διάδρομο. Έτσι, ήμασταν εκτεθειμένοι στα αντιαεροπορικά πυρά λιγότερο χρόνο και με μικρότερη επιφάνεια. Τα αγωνιώδη αυτά λεπτά από την τελική μέχρι την προσγείωση ήταν ατέλειωτα, δεν υπήρχε τρόπος αντίδρασης για να βγούμε από το «φραγμό» των αντιαεροπορικών πυρών.
Βλέπαμε πυρά να κατευθύνονται προς το μέρος μας και ασυναίσθητα κλείναμε τα μάτια μας. Τα φώτα προσγείωσης τα ανάψαμε λίγο πριν την επαφή με το έδαφος.
Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να τρέχει κρύος ιδρώτας από το μέτωπό μου και με κομμένη την ανάσα να περιμένω να ακουμπήσουν οι τροχοί στο έδαφος.
«Ούφ», προσγειωθήκαμε επί τέλους είπαμε ταυτόχρονα και οι τέσσερεις μας.
Η ώρα ήταν 03:22 της 22ας Ιουλίου 1974.
Στη διαδρομή προσγείωσης είδαμε τα δύο ΝΟRΑΤLΑS εγκαταλειμμένα αριστερά του διαδρόμου. Μόλις φθάσαμε στην πίστα, και πριν σηκωθούν οι καταδρομείς κατέβηκε ο Ιπτάμενος μηχανικός και κατέβασε το ένα από τα δύο πέλματα του NORATLAS για να αποφύγουμε να γύρει το αεροσκάφος προς τα πίσω, παράλληλα έκανε και έλεγχο για τυχόν διαρροές, σε περίπτωση που κάποιο βλήμα μας κτύπησε.
Ευτυχώς δεν διαπίστωσε καμία διαρροή. Τους αποβιβάσαμε με τους δυο κινητήρες εν λειτουργία!.
Γρήγορα, τροχοδρομήσαμε για την αρχή του διαδρόμου και ζητήσαμε άδεια για άμεση απογείωση.
Αρνητικόν μας είπε ο πύργος. Θα πάρετε γραμμή μετά την προσγείωση του ΝΙΚΗ-12, που είναι στη τελική, και το οποίον έκανε επανακύκλωση, γιατί κάποιο αυτοκίνητο την ώρα αυτή διέσχιζε το διάδρομο.
Εμείς βιαζόμασταν να φεύγαμε από αυτή την κόλαση και βλέποντας το αεροπλάνο να επανακυκλώνει ζητήσαμε και πάλι άδεια για άμεση απογείωση και πάλι ο πύργος δεν μας επέτρεψε.
Περιμέναμε με αγωνία να έρθει πάλι στην τελική το ΝΙΚΗ-12.
Αυτός ο χρόνος αναμονής στην αρχή του διαδρόμου μας φάνηκε αιώνας.
Βλέπαμε τα πυρά να κατευθύνονται προς το ΝΙΚΗ-12, τα καύσιμα να κατεβαίνουν και εμείς εκεί να περιμένουμε να απογειωθούμε.
Δυστυχώς για μας αλλά και για το ΝΙΚΗ –12 έκανε και δεύτερη επανακύκλωση.
Kαι εκεί που περιμέναμε να προσγειωθεί, ακούμε το ΝΙΚΗ-15, να έρχεται για προσγείωση πριν από το ΝΙΚΗ-12.
Τελικά μετά την προσγείωση του ΝΙΚΗ-15 και του ΝΙΚΗ-12, μας έδωσε άδεια ο πύργος και απογειωθήκαμε, αφού η ανδρεναλίνη είχε φθάσει στα ύψη.
Απογειωθήκαμε τελικά στις 03:35. Ήταν από τις λίγες φορές, αν όχι η μοναδική που με ανακούφιση αφήσαμε το έδαφος και βρεθήκαμε στον αέρα. Οι τροχοί είχαν αφήσει το αεροδρόμιο της Λευκωσίας και εμείς πίσω αυτήν την κόλαση. Ακολουθήσαμε το αντίστροφο δρομολόγιο. Αμέσως μετά την απογείωση στρίψαμε αριστερά γιατί τα πυρά από δεξιά ήταν πυκνά και αρχίσαμε άνοδο. Ανερχόμενοι για το ύψος ασφαλείας, ακούσαμε τον Κυβερνήτη του ΝΙΚΗ-14 Λυμπερόπουλο να μιλάει στον ασύρματο με τον Κυβερνήτη του ΝΙΚΗ-13 Νικολάου, λέγοντάς του ΄΄κύριε Μοίραρχε΄΄…»
Την ώρα αυτή μηδενίστηκε το ραδιοϋψόμετρο, που μέχρι την στιγμή αυτή λειτουργούσε υπέροχα. Ασυναίσθητα κλείσαμε τα μάτια μας. Νομίσαμε ότι κτυπήσαμε στο βουνό με τον απότομο-ακαριαίο μηδενισμό του ραδιοϋψόμετρου. ΄΄Κτυπήσαμε στο βουνό΄΄, πρόλαβε κάποιος και είπε. Ήταν τόση η τρομάρα και η λαχτάρα που νοιώσαμε και οι τέσσερις μας που χρειάστηκε να περάσει αρκετή ώρα για να συνέλθουμε.
Κατερχόμενοι για τα 500 πόδια, είδαμε τα μοναδικά φώτα σε όλη την Κύπρο, τα φώτα του Ακρωτηρίου. Mόλις φθάσαμε στην παραλία, πήραμε πορεία για την τομή του 34ου παραλλήλου με τον 31ο μεσημβρινό. Είχαμε υπολογίσει ότι τα καύσιμα έφθαναν. Εκεί βάλαμε πάλι τις «Α» δεξαμενές. Είχαμε αφήσει πίσω μας το όμορφο νησί της Αφροδίτης που ζούσε τις τραγικότερες στιγμές της ιστορίας του. Ακολουθήσαμε πιστά το αντίστροφο δρομολόγιο, όπως είχε σχεδιασθεί. Στον προβλεπόμενο πάντοτε χρόνο, αυτόν που μας έδινε ο Ναυτίλος, φθάσαμε.
Φθάσαμε άραγε; στην τομή του 34ου παραλλήλου με τον 31ο μεσημβρινό, οπότε πήραμε πορεία, ακριβώς δυτική, πετώντας πάλι πάνω από τον 34ο παράλληλο για το επόμενο σημείο στροφής.
Στο σκέλος αυτό, ακούσαμε τουρκικά αεροσκάφη να καλούν τον πύργο της ΑΤΤΑΛΕΙΑΣ. Τη σχετική χαλάρωση, διαδέχθηκε νέα υπερένταση. Μας είχαν άραγε εντοπίσει;
Νέα αγωνία.
Όσο περνούσε η ώρα και το σκοτάδι άρχισε να δίνει τη θέση του στο παρήγορο φως της αυγής, τόσο πιο χαμηλά πετούσαμε. Γλύφαμε σχεδόν τη θάλασσα. Είχαμε περάσει τον 31ο μεσημβρινό και πλησιάζαμε τον 30ο που είναι και τα σύνορα των FIRs Λευκωσίας- Αθηνών.
Μέχρι εκεί θα πετούσαν τα Ελληνικά F-4 και τα F-102. Όταν μπήκαμε στο FIR Aθηνών η ένταση και η αγωνία που μας είχε κυριεύσει μήπως μας είχαν εντοπίσει οι Τούρκοι υποχώρησε. Τα στόματά μας είχαν στεγνώσει από την αγωνία και την συνεχή υπερένταση, αλλά κυρίως από την έλλειψη νερού.
Κανείς δεν είχε σκεφθεί ότι τόσες ώρες αν μη τι άλλο να μας είχαν δώσει τουλάχιστον νερό».
Τότε, ο Σίμος θυμήθηκε ότι είχε πάρει δυο ατομικές πίτσες για τον εαυτό του καθώς και δύο πορτοκαλάδες από την καντίνα της Μοίρας μας, όταν είχαμε πάει στην Ελευσίνα για τα υλικά του Ντακότα και επειδή φύγαμε άρον-άρον, τις έβαλε στην τσάντα και τις ξέχασε.
Τις θυμήθηκε την καταλληλότερη στιγμή. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε.
Ήταν σαν «το μάνα εξ’ ουρανού». Τα μοιράσαμε και οι τέσσερεις. Ήταν ό,τι το καλύτερο την ώρα αυτή. Πετώντας μέσα στο Ελληνικό FIR, είχαμε χαλαρώσει και συνεχίσαμε να γλύφουμε τη θάλασσα. Από την πολύ χαμηλή πτήση που κάναμε κοντά στο ελαφρύ κυματάκι η αλμύρα της θάλασσας είχε γίνει αισθητή στα πρόσωπά μας και όλος ο χώρος του πληρώματος θύμιζε ότι καθόμασταν σε κάποια παραλία και μυρίζαμε την αλμύρα της θαλάσσιας αύρας. Στο ύψος όμως αυτό που είχε αρχίσει να μας γοητεύει παρ’ όλη την κούρασή μας (σε όλους τους ιπταμένους αρέσουν αυτές οι πτήσεις) ήταν ελάχιστες μέχρι μηδαμινές οι πιθανότητες να εντοπισθούμε και να καταρριφθούμε από τους Τούρκους.
Στο σκέλος της διαδρομής αυτής αρχίσαμε να ακούμε τα διάφορα ΝΙΚΗ που προσπαθούσαν να αποκτήσουν ραδιοτηλεφωνική επαφή με το ραντάρ της Σητείας.
Τα αεροπλάνα τα ακούγαμε το ΖΗΡΟ όμως όχι. Σε λίγο, μας λέει ο Ναυτίλος πλησιάζουμε τον 27ο μεσημβρινό και θα πάρουμε πορεία για το ακρωτήρι ΛΙΘΙΝΟ. Στο χρόνο μας, πήραμε πορεία για το ακρωτήρι ΛΙΘΙΝΟ και αρχίσαμε άνοδο. Κατά την άνοδο είδαμε να μας πλησιάζουν δύο F-102, ανησυχήσαμε, δεν ξέραμε αν ήταν Ελληνικά ή Τούρκικα Όταν πέρασαν από πάνω μας και είδαμε τα ελληνικά σήματα ηρεμήσαμε. Από την στιγμή αυτή άρχισε να αλλάζει η όλη μας ψυχολογία.
Ήμασταν πλέον βέβαιοι ότι βρισκόμαστε κάτω από την ομπρέλα των αναχαιτιστών μας.
Στη χαλάρωσή μας, διαπιστώσαμε πόσο κουρασμένοι ήμασταν. Καταϊδρωμένοι και κατάκοποι. Οι φόρμες μας είχαν κολλήσει στα σώματά μας. Άυπνοι πάνω από δύο 24ωρα νηστικοί, διψασμένοι και καρφωμένοι στο κάθισμα για 6:30 ώρες.
Οριζοντιώσαμε στα 6.000 πόδια και με συγκλίνουσα πορεία για την Κρήτη.
Στο ύψος αυτό ακούγαμε καλύτερα τα άλλα ΝΙΚΗ καθώς και το ΖΗRΟ που έδινε οδηγίες σε όσους ζητούσαν βοήθεια. Συντονίσαμε το VOR της Σητείας και διαπιστώσαμε ότι ήταν κλειστό!!! Κι’ όμως στην ενημέρωση είχαμε ζητήσει επιμόνως να το θέσουν στην ενέργεια κατά την επιστροφή μας, δεδομένου μάλιστα ότι κανένα τούρκικο μαχητικό της εποχής δεν είχε συσκευή VOR, και αυτό επειδή τα καύσιμά μας ήταν τελείως ΟΡΙΑΚΑ.
Από το ύψος που ήμασταν και με συγκλίνουσα πορεία για την Κρήτη, και σύμφωνα με το χρόνο, έπρεπε να βλέπαμε τις ακτές της. Ακτές όμως δεν βλέπαμε.
Καλούσαμε το ραντάρ της Σητείας, αλλά απάντηση δεν παίρναμε. Αρχίσαμε να ανησυχούμε.
Καθόμασταν σε αναμμένα κάρβουνα. Νέα αγωνία, νέα υπερένταση. Η ώρα περνούσε και ακτές δεν βλέπαμε. Τα καύσιμα λιγόστευαν (πόσο γρήγορα λιγοστεύουν όταν τα έχεις ανάγκη). Η μικρή ορατότητα λόγω της πρωινής αχλύος μεγάλωνε την αγωνία μας.
Επειδή είχαμε δυτικούς ανέμους, αποφασίσαμε και συνεχίσαμε με την ίδια πορεία για 5 επί πλέον λεπτά. Ακτές όμως δεν βλέπαμε. Με τον Κυριακόπουλο, ζητήσαμε από τον Ναυτίλο τον χάρτη και κάναμε ανάλυση του δρομολογίου. Εξετάσαμε τις χειρότερες δυνατές περιπτώσεις για την πιθανή θέση μας (ουδέν χειρότερον της αμφιβολίας).
Η πρώτη περίπτωση ήταν να ήμασταν ανατολικά της Κρήτης.
Στην περίπτωση αυτή καταλήξαμε ότι εάν πάρουμε πορεία 30 μοιρών δεξιά θα βγούμε στην Κάσο στην Κάρπαθο ή στην Ρόδο, οπότε προσγειωνόμαστε στη Ρόδο.
Η δεύτερη περίπτωση ήταν να έχουμε περάσει την Κρήτη και να ήμασταν βόρεια αυτής οπότε με τη νέα μας πορεία θα συναντήσουμε τη Μήλο και θα πάμε για προσγείωση στην Ελευσίνα.
Η τρίτη περίπτωση ήταν να έχουμε περάσει την Κρήτη και να είμαστε νότια αυτής, λόγω και των βορείων ανέμων, στην περίπτωση αυτή θα την συναντήσουμε οπότε θα προσγειωθούμε στη Σούδα.
Αλλάξαμε πορεία. Πήγαμε δεξιά 30 μοίρες περίπου και με πορεία για ένα σύννεφο που ήταν μπροστά μας. Ήμασταν βέβαιοι ότι εκεί είναι στεριά. Όλοι οι ιπτάμενοι γνωρίζουν, ότι όταν πετούν πάνω από θάλασσα με ανέφελο ουρανό και δουν κάποιο σύννεφο, είναι βέβαιοι ότι εκεί υπάρχει στεριά. Η απόφαση που πήραμε, μας δικαίωσε πανηγυρικά, γιατί σε λίγο είδαμε τις ακτές της Κρήτης. Πηγαίναμε κάθετα προς αυτήν. Πηγαίναμε για την Ιεράπετρα, την οποίαν είδαμε αφού πλησιάσαμε πολύ κοντά. Δεν βλέπαμε τίποτα νωρίτερα, λόγω της πολύ μικρής ορατότητας. Όμως η αμφιβολία ήταν αμφιβολία. Από την Ιεράπετρα και αφού διαπιστώσαμε ότι είχαμε επάρκεια καυσίμων πήραμε πορεία για τη Σούδα. Από την ανάλυση που κάναμε στη συνέχεια διαπιστώσαμε ότι είχαμε πέσει έξω στο χρόνο 5 λεπτά περίπου, και αυτό διότι ο άνεμος ήταν δυτικός και μάλιστα, διπλάσιος απ’ ό,τι μας είχαν δώσει. Η περιορισμένη ορατότητα και η έντονη αγωνία μας να δούμε στεριά σε συνδυασμό με την μικρή ποσότητα καυσίμων ήταν οι παράγοντες αυτοί που μας δημιούργησαν τις αμφιβολίες μας. Αν συνεχίζαμε με την ίδια πορεία θα πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο ΛΙΘΙΝΟ.
Από την Ιεράπετρα για τη Σούδα βάλαμε τον αυτόματο πιλότο και πηραμε ένα υπνάκο με τον Χρήστο. Είχαμε γύρει τα καθίσματα λίγο προς τα πίσω κι είχαμε δημιουργήσει συνθήκες ύπνου. Πλησιάζοντας στη Σούδα μας ξύπνησε ο Σίμος. ΄΄Ει ξυπνήστε, φτάσαμε΄΄. Όταν καλέσαμε τον πύργο ελέγχου της Σούδας για οδηγίες, ακούσαμε ένα ανακουφιστικό ΄΄καλώς τους΄΄…
Ήταν έντονη η αγωνία αυτών των ανθρώπων που περίμεναν να επιστρέψουν τα 15 Noratlas στα οποία είχαν δώσει άδεια απογείωσης πριν ώρες κι είχαν γυρίσει μόνο τέσσερα. Εμείς, το «Νίκη 11», ήμασταν το πέμπτο που γύριζε στη Σούδα. Λίγο αργότερα έφτασε κι άλλο ένα, το «Νίκη 15». Έξι από τους 15 γυρίσαμε στη Σούδα κι ήταν εύλογη η αγωνία για τα υπόλοιπα.
Η ώρα προσγείωσης ήταν 07.20 της 22ας Ιουλίου 1974.
Η ανακούφιση που νιώσαμε δεν περιγράφεται.
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ είχε τελειώσει. Μια ανορθόδοξη πολεμική αποστολή με μηδενική προετοιμασία τη φέραμε σε πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μια αποστολή αυτοκτονίας».
Για την ιστορία οφείλουμε να καταγράψουμε το τετραμελές πλήρωμα του «Νίκη 11»:
Κυβερνήτης: Επισμηναγός Γεώργιος Μήτσαινας. Συγκυβερνήτης: Επισμηναγός Χρήστος Κυριακόπουλος, Ναυτίλος: Αρχισμηνίας Αλέξανδρος Φούτσης, Ιπτάμενος Μηχανικός: Κωνσταντίνος Σίμος.
Ο κυβερνήτης Γεώργιος Μήτσαινας, έφυγε από τη ζωή το 2016.
Εν ζωή είναι μόνο ο τότε αρχισμηνίας Αλέξανδρος Φούτσης.
Προσωπικά νιώθω δέος κι ευγνωμοσύνη για εκείνους. Τους αληθινούς ήρωες.
Κι ευχαριστώ τη ζωή που με αξίωσε να γνωρίσω τον Γεώργιο Μήτσαινα και ν’ ακούω τις διηγήσεις του με τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που τις συνόδευαν…
Τιμή και δόξα!