Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη DW
Δημοσιογράφος: Κύριε Πρόεδρε της Νέας Δημοκρατίας, την Παρασκευή το γερμανικό Κοινοβούλιο θα αποφασίσει για τη συμφωνία που επιτεύχθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές στο Eurogroup. Είναι γνωστό ότι έχετε ενδοιασμούς για τη συμφωνία. Θα συνιστούσατε στους Γερμανούς βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ παρ’ όλα αυτά;
Κ. Μητσοτάκης: Βεβαίως. Διότι οποιαδήποτε ρύθμιση για το χρέος σήμερα είναι μια ρύθμιση, όπως έχω πει και στην Ελλάδα, η οποία είναι καλοδεχούμενη. Όμως δεν μπορώ να μην επισημάνω το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή -σε αντίθεση με το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες οι οποίες βγαίνουν από τον μνημονιακό κύκλο- συνοδεύεται από πολύ αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα, τα οποία έχουν ήδη προ ψηφιστεί από την ελληνική Κυβέρνηση ύψους 5,1 δις ευρώ για το 2019 και το 2020. Είναι μέτρα τα οποία θα μειώσουν και άλλο τις συντάξεις, θα μειώσουν το αφορολόγητο και θα επιβάλλουν άλλον έναν κύκλο λιτότητας σε μια ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική κοινωνία. Είναι μέτρα τα οποία θα ήταν τελείως αχρείαστα αν η χώρα δεν είχε περάσει από την περιπέτεια των κυρίων Τσίπρα και Καμμένου. Επίσης, υπάρχει μια αυστηρή παρακολούθηση η οποία δεν υπήρχε σε άλλες χώρες που βγήκαν από τα προγράμματα. Κατά συνέπεια, αυτό το οποίο διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Και αυτό πρέπει εμείς να γεφυρώσουμε. Εδώ είναι η μεγάλη προστιθέμενη αξία της Νέας Δημοκρατίας. Πως θα ξαναχτίσουμε με τους εταίρους μας, αλλά και με τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, από την οποία θα χρειαστούμε να δανειστούμε κεφάλαια, μια σχέση εμπιστοσύνης η οποία θα στηρίζεται σε ένα πρόγραμμα ελληνικής ιδιοκτησίας, τολμηρών μεταρρυθμίσεων, που θα ξανακάνουμε την οικονομία μας ανταγωνιστική και τη δημόσια διοίκησή μας αποτελεσματική.
Δημοσιογράφος:. Μπορείτε να είστε λίγο πιο αναλυτικός, πιο συγκεκριμένος ότι αφορά το πρόγραμμα που θέλετε εσείς, ως Νέας Δημοκρατία να εφαρμόσετε;
Κ. Μητσοτάκης: Εμείς έχουμε πει εξαρχής ότι οι στόχοι για τα πλεονάσματα, τους οποίους διαπραγματεύθηκε ο κ. Τσίπρας, είναι υπερβολικά υψηλοί. Αναγνωρίζουμε ότι είναι στόχοι οι οποίοι είναι συμφωνημένοι και οι οποίοι δεν μπορούν να αλλάξουν μονομερώς. Από την άλλη πιστεύω, ότι σε δεύτερο χρόνο -το τονίζω- και όχι σε πρώτο χρόνο και αφού η νέα ελληνική Κυβέρνηση έχει αποδείξει την αξιοπιστία της, τη σοβαρότητά της, την προσήλωσή της σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις και οι στόχοι αυτοί ενδεχομένως να μπορούν να επαναξιολογηθούν. Αλλά το τονίζω όχι σε πρώτο χρόνο. Όταν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις εννοούμε κάποια πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Το πώς θα κάνουμε την Ελλάδα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Το πως θα απλοποιήσουμε το αδειοδοτικό περιβάλλον. Το πως η δημόσια διοίκηση θα σταματήσει να είναι τροχοπέδη για τους επιχειρηματίες, αλλά και τους πολίτες και θα γίνει σύμμαχος στην προσπάθεια ανάταξης της χώρας. Για το πώς το εκπαιδευτικό μας σύστημα θα συνδεθεί με την αγορά εργασίας και θα παρέχει στους νέους μας τις κατάλληλες εκείνες δεξιότητες για να ανταποκριθούν σε μια αγορά εργασίας η οποία αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Για το πώς θα μειώσουμε τη φορολογία μας και θα χρησιμοποιήσουμε ταυτόχρονα τη φορολογία ως εργαλείο για να προσελκύσουμε επενδύσεις. Με άλλα λόγια, η Νέα Δημοκρατία είναι η μόνη πολιτική δύναμη σήμερα, η οποία έχει ένα συγκροτημένο σχέδιο για την Ελλάδα της επόμενης μέρας. Και είναι η μόνη πολιτική δύναμη, η οποία μπορεί να εξασφαλίσει ότι την επόμενη μέρα η Ελλάδα θα μπορεί να ξαναβγεί στις αγορές, να δανειστεί με λογικό κόστος δανεισμού και να φέρει στη χώρα, με αυτόν τον τρόπο, εκείνα τα κεφάλαια που χρειάζονται για να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο στον οποίο, δυστυχώς, έχουμε περιέλθει τα τελευταία οκτώ χρόνια. Και από τον οποίο θα είχαμε βγει, εδώ και μια τριετία, αν δεν είχε μεσολαβήσει η περιπέτεια Τσίπρα-Καμμένου.
Δημοσιογράφος: Κύριε Μητσοτάκη, ένα ελληνικό θέμα που απασχόλησε την κοινή γνώμη, τουλάχιστον στην Ευρώπη, είναι η συμφωνία με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, για το όνομα της γείτονος χώρας. Οι σύμμαχοι της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και οι εταίροι της στην Ε.Ε. χαιρέτησαν τη συμφωνία. Η γερμανική Κυβέρνηση τη χαρακτήρισε, μάλιστα, και ως ιστορική. Εσείς την απορρίπτετε. Η διαφωνία σας δεν αφορά τόσο το όνομα που έχει συμφωνηθεί, «Βόρεια Μακεδονία», αλλά το γεγονός ότι με τη συμφωνία αναγνωρίζεται «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονική ιθαγένεια».
Κ. Μητσοτάκης: Η εγγλέζικη συμφωνία μιλάει ξεκάθαρα για εθνότητα, όχι για ιθαγένεια.
Δημοσιογράφος: Ποιοι είναι οι φόβοι σας;
Κ. Μητσοτάκης: Κοιτάξτε, είμαι πολύ ξεκάθαρος. Αυτή είναι μια συμφωνία η οποία δεν είναι καλή συμφωνία για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Και δεν είναι καλή συμφωνία, διότι η ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε στη γείτονα χώρα κάτι το οποίο καμία προηγούμενη Κυβέρνηση δεν είχε εκχωρήσει. «Μακεδονική εθνότητα» και «μακεδονική γλώσσα». Κατά συνέπεια, έχω βάσιμες υποψίες στο ότι ενδεχομένως με μια άλλη Κυβέρνηση στα Σκόπια, όχι με τη σημερινή η οποία δείχνει ένα πιο ήπιο προφίλ, θα μπορούσε να επανέλθει σε μια συζήτηση την οποία τη γνωρίζουμε πολύ καλά στη δική μας περιοχή περί μεγάλης «Μακεδονίας», η οποία επεκτείνεται πέρα από τα γεωγραφικά όρια της σημερινής πΓΔΜ. Για μας η αναγνώριση «μακεδονικής εθνότητας» και «μακεδονικής γλώσσας» συνιστά μη αποδεκτή εθνική υποχώρηση. Κατά συνέπεια, έχω καταστήσει απολύτως σαφές ότι εμείς δεν θα στηρίξουμε και δεν θα κυρώσουμε αυτή τη συμφωνία στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά είναι μια συμφωνία η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα και εφόσον κυρωθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει.
Δημοσιογράφος: Αυτές τις ημέρες η Γερμανία ταλανίζεται, σε κυβερνητικό επίπεδο, από ένα ζήτημα που αφορά και την Ελλάδα, το προσφυγικό. Μήλο της έριδος είναι κατά πόσο η Γερμανία θα αποφασίσει μονομερώς ή σε συνεννόηση με τους ευρωπαίους εταίρους την απαγόρευση εισόδου σε πρόσφυγες που έχουν καταγραφεί κατά την είσοδό τους στην Ε.Ε. σε άλλα κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα. Εσείς, κ. Μητσοτάκη, θα προτιμούσατε εθνικές πρωτοβουλίες στο προσφυγικό ή ευρωπαϊκές λύσεις;
Κ. Μητσοτάκης: Ευρωπαϊκές λύσεις χωρίς συζήτηση, με επιμερισμό της ευθύνης, με αλληλεγγύη, με κατανόηση για το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν οι χώρες που αποτελούν τα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Έχω ταχθεί, από την πρώτη στιγμή, και σε χρόνο αρκετά πρώιμο υπέρ της ανάγκης μιας ευρωπαϊκής δύναμης φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. Επιμένω σε αυτό. Έχω ταχθεί υπέρ της ανάγκης να έχουμε ενιαίους κανόνες ως προς τη χορήγηση ασύλου και μεγαλύτερη ευρωπαϊκή συμμετοχή σε αυτήν τη διαδικασία. Και βέβαια έχω ταχθεί και υπέρ της ανάγκης να υπάρχει μια αλληλεγγύη και μια λογική κατανομή σε εκείνους τους πρόσφυγες οι οποίοι έχουν πάρει καθεστώς ασύλου σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες
Δημοσιογράφος: Δηλαδή, ζητάτε και εσείς μια αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου.
Κ. Μητσοτάκης: Βεβαίως. Το Δουβλίνο εξάλλου όλοι ξέρουμε ότι πρακτικά δεν υπάρχει πια. Πρέπει να αναθεωρηθεί. Ξέρω ότι είναι μια δύσκολη άσκηση, αλλά θα είναι ένα τεστ δοκιμασίας της ευρωπαϊκής συνοχής η αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος. Και θα πρέπει η αλληλεγγύη να αποδειχθεί στην πράξη. Λογικές πλήρους απομόνωσης και εθνικών στρατηγικών, που απευθύνονται μόνο στην εσωτερική κοινή γνώμη κάποιων κρατών-μελών, δεν συνάδουν με την έννοια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης
Δημοσιογράφος: Έχετε την εντύπωση ότι γίνονται αρκετές προσπάθειες από την Ε.Ε. για την ασφάλεια των συνόρων στη Μεσόγειο και ειδικά στο Αιγαίο;
Κ. Μητσοτάκης: Όχι, όσες θα θέλαμε. Γι’ αυτό και υποστηρίζω την πρόταση της Επιτροπής για σημαντική αύξηση του Προϋπολογισμού για την εξωτερική φύλαξη των συνόρων και τη σημαντική αύξηση του προσωπικού που θα κατανεμηθεί σε αυτήν τη δραστηριότητα. Δεν είμαστε εκεί που θα έπρεπε να είμαστε και δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ασφάλεια στην Ε.Ε., για ελεύθερη διακίνηση πολιτών, αγαθών εντός την Ε.Ε., αν δεν ασφαλίσουμε τα εξωτερικά μας σύνορα.
Δημοσιογράφος: Πόσο σημαντικό είναι να διατηρηθεί και να λειτουργεί η άτυπη συμφωνία Ε.Ε. -Τουρκίας σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες;
Κ. Μητσοτάκης: Είναι σημαντικό να τηρηθεί. Αλλά εδώ πρέπει να επισημάνω τις μεγάλες ευθύνες της ελληνικής Κυβέρνησης στο ζήτημα της τραγικής καθυστέρησης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου στην Ελλάδα. Η εθνική νομοθεσία είναι μια εθνική νομοθεσία η οποία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και γραφειοκρατική με αποτέλεσμα να κρατάει πάρα πολλούς μήνες και να μην τελεσιδικούν τελικά οι αποφάσεις, έτσι ώστε να γνωρίζει κάποιος ο οποίος έχει βρεθεί στην Ελλάδα, αν μπορεί να απολαμβάνει καθεστώς προστασίας ή αν πρέπει να επιστρέψει στην Τουρκία. Αυτό είναι ευθύνη της ελληνικής Κυβέρνησης. Και εμείς, αν αύριο έρθουμε στα πράγματα, χωρίς να έχει η Ευρώπη ακόμα συμφωνήσει σε ένα ενιαίο πλαίσιο χορήγησης ασύλου, θα αλλάξουμε την εθνική νομοθεσία, έτσι ώστε να επιταχύνουμε πάρα πολύ αυτήν τη διαδικασία. Και σε όσους δεν χορηγείται άσυλο, να επιστρέφουν αμέσως στην Τουρκία, όπως ορίζει η συμφωνία.